Από την «Αινειάδα» στον «Ανακτημένο χρόνο»

Από την «Αινειάδα» στον «Ανακτημένο χρόνο»

4' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ο τέλος της μικρής μας πόλης, της πόλης του βιβλίου, δεν ήρθε ούτε και φέτος. Μπορεί να προαναγγέλλεται κάθε τόσο, και με ποικίλες αφορμές (από την επέλαση της εικόνας και τη μαζική τηλεοπτικοποίηση του γούστου έως την εν πολλοίς μιμητική εγκαθίδρυση νέων αντιλήψεων και συνηθειών λόγω του Διαδικτύου και γενικά της μοντέρνας τεχνολογίας), το πιο πιθανό ωστόσο είναι ότι θα έρθει ταυτόχρονα με το επίσης προαναγγελθέν τέλος της ιστορίας: ποτέ. Ο άκαμπτος πόθος της γραφής και το σχεδόν ιερό πάθος του χαρτιού αρκούν για να μας πείσουν, παρότι ξέρουμε ότι δεν αφορούν δυστυχώς το σύνολο – όχι μονάχα εδώ, και τώρα, αλλά σχεδόν παντού και πάντα.

Στατιστικά στοιχεία για το πώς πήγαν οι πωλήσεις βιβλίων τη χρονιά που πέρασε δεν γνωρίζω, η εικόνα πάντως που σχηματίζεται με ψηφίδες την προσέλευση στις σχετικές εκθέσεις και τις συζητήσεις με ορισμένους εκδότες, συγγραφείς και βιβλιοπώλες είναι αρκετά παραμυθητική. Ενας άλλος δείκτης είναι η επιστροφή των βιβλιοδιαφημίσεων στην τηλεόραση και στις εφημερίδες. Σχεδόν τις είχαμε ξεχάσει. Φυσικά και δεν είναι ρόδινα τα πράγματα· σε κανέναν τομέα του δημόσιου βίου δεν είναι. Πιστεύω μολαταύτα ότι το 2018 ήταν από τις εκδοτικά πλουσιότερες χρονιές, και όχι μόνο στην περίοδο της κρίσης. Κυκλοφόρησαν αξιοσύστατες μεταφράσεις εμβληματικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, οι οποίες κάλυψαν όντως κενά της εν γένει παιδείας και φιλολογίας μας, και σοβαρά μάλιστα, εκδόθηκαν άγνωστα ποιήματα σπουδαίων ποιητών μας, εμπλουτίστηκε η γνώση μας, πάλι με μεταφράσεις, για την ποίηση «περιφερειακών» χωρών και γλωσσών, τυπώθηκαν ερεθιστικά δοκίμια ιστοριογνωστικού και φιλολογικού περιεχομένου.

Τίτλους του είδους «το σπουδαιότερο βιβλίο της χρονιάς» ή της δεκαετίας δεν τους συνηθίζω και αδυνατώ να τους υποστηρίξω. Πιστεύω πάντως πως μια περιδιάβαση στην πλούσια σοδειά του 2018 δεν μπορεί να έχει άλλη αφετηρία από την «Αινειάδα» του Βιργίλιου (43 π.Χ.-17 μ.Χ.). Το περίφημο λατινικό έπος εκδόθηκε από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, με εκτενέστατα προλεγόμενα, μετάφραση και σχόλια του Θεόδωρου Παπαγγελή, καθηγητή της Λατινικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.

Τη μεταφραστική δεινότητα του Παπαγγελή την είχε απολαύσει ο αναγνώστης των «Μεταμορφώσεων» του Οβίδιου, μιας επιλογής τους καλύτερα, που είχε κυκλοφορήσει το 2009 στις εκδόσεις Gutenberg, με τον τίτλο «Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους». «Το έμμετρο ποιητικό κείμενο που παραδίδει στον αναγνώστη», σημείωνα τότε στην «Καθημερινή» (30.6.2009), «με τα θαλερά ελληνικά του και την ευφροσύνη που προκαλεί, αγλαΐζει τον μικρόκοσμο των μεταφράσεων λατινικών κειμένων στα ελληνικά». Το ίδιο ακριβώς πιστεύω και για τη μετάφραση της «Αινειάδας», όπου σαν στίχος δεξίωσης έχει επιλεγεί και πάλι ο στίχος των 21 συλλαβών (απαρτισμένος από ένα οξύτονο δεκασύλλαβο ημιστίχιο και ένα παροξύτονο ενδεκασύλλαβο). Προσυπογράφω λοιπόν τη γνώμη του Μιχαήλ Πασχάλη, ομότιμου καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ο οποίος, μνημονεύοντας και τις προηγούμενες, όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες μεταφραστικές δοκιμές (την πρώτη, σε σχεδόν ομηρικά ελληνικά και δακτυλικό εξάμετρο, την υπέγραφε προ δύο αιώνων ο διαφωτιστής Ευγένιος Βούλγαρις), συμπεραίνει: «Η μετάφραση της “Αινειάδας” διά χειρός του Θεόδωρου Παπαγγελή είναι μακράν η καλύτερη νεοελληνική μετάφραση του ρωμαϊκού έπους» («Τα Νέα», 8.7.2018).

Θα ενταχθεί πλέον, έστω και έπειτα από δύο χιλιετίες, στο σώμα της παιδείας μας η συναρπαστική «Αινειάδα»; Ή θα συνεχίσει να κυβερνάει το μυαλό μας η σιγουριά πως ό,τι λατινικό είναι δεύτερης κατηγορίας, φτωχή απομίμηση; Αν ούτε η συγκεκριμένη απολαυστική μετάφραση θεραπεύσει «τη νεοελληνική ανορεξία για το δεύτερο συνθετικό του περίφημου “ελληνορωμαϊκού”», όπως την προσδιορίζει ο Παπαγγελής στα προλεγόμενά του, τότε «η ουσιαστική απάλειψη της Ρώμης στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της νεοελληνικής αρχαιογνωσίας και η αποκλειστική ταύτιση της κλασικής Αρχαιότητας με τον ελληνικό της πυλώνα», θα παραμείνει «ένα από τα συμπτώματα, κι ας μην το συνειδητοποιούμε, μιας αναδελφοσύνης που άλλοτε ανεμίζουμε περήφανα σαν μπαϊράκι και άλλοτε διεκτραγωδούμε».

Μένουμε στις μεταφράσεις και στον σπουδαίο ρόλο τους στον εκδημοκρατισμό της γνώσης και της τέρψης. Ολοκληρώθηκε φέτος, με την κυκλοφορία του έβδομου τόμου του μυθικού μυθιστορήματος «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ (1871-1922), μια μεταφραστική περιπέτεια που ξεκίνησε στις φυλακές της Αίγινας το 1969. Πολιτικός κρατούμενος των χουντικών τότε ο Παύλος Ζάννας, άρχισε να πολεμάει, χωρίς πολλά βοηθήματα, με τον πολύπλοκο και πολυφωνικό λόγο του Γάλλου συγγραφέα. Ο θάνατός του, το 1989, άφησε εκκρεμή τη σπουδαία μεταφραστική εργασία, που συνεχίστηκε από τον Παναγιώτη Πούλο, κατ’ αρχάς για λογαριασμό του Γαλλικού Ινστιτούτου και κατόπιν της «Εστίας». Ο έβδομος και τελευταίος τόμος έχει τον τίτλο «Ο ανακτημένος χρόνος».

Το ύψος στον Προυστ βρίσκεται στο πιο απλό, το πιο τριμμένο, το χαμένο μέσα στους δαιδάλους ενός ενίοτε εξουθενωτικού μακροπερίοδου λόγου που απαγορεύει το διαγώνιο διάβασμα. Πρέπει να κοπιάσεις για να βρεις τη διάσημη μαντλέν και να τη γευτείς. Το στοχαστικό, απόσταγμα μιας οδυνηρά βαθιάς σχέσης για τα ανθρώπινα, δεν κραυγάζει, δεν διαλαλεί την ευρηματικότητά του, αλλά συνεκφέρεται ομαλά με το τυπικό και το συμβατικό, κι έτσι ακριβώς κατορθώνει να σε αιφνιδιάσει, να σε αφοπλίσει, να σε κατακτήσει. Στιγμές στιγμές, πάμπολλες στιγμές, σε αφήνει αποσβολωμένο η φυσικότητα της σοφίας του Γάλλου συγγραφέα: Διαβάζεις μια οξυνούστατη παρατήρηση, αποσπασμένη ωστόσο μαστορικά από κάποιο γεγονός απολύτως κοινότοπο, και λες, «μα αυτό είναι προφανές»· προφανές μπορεί να ήταν, έμενε ωστόσο στα σκοτάδια, ανυπόληπτο, ώσπου το ανέδειξε και το καθιέρωσε σαν αυτονόητο η καταπληκτική τέχνη του Προυστ.

Ενα βιβλίο μέσα στο βιβλίο έγραφε ο Προυστ, συνθέτοντας το «Αναζητώντας». Ενα βιβλίο όπου η γραφή υπάρχει σαν διαρκής αναβολή και ο πόθος της αναστέλλεται τη στιγμή ακριβώς που οξύνεται. Ο διχασμός παραμένει η πλουσιότερη πηγή. Θα γράψω, αλλά αργότερα. Γιατί αυτό που θέλω να γράψω, θέλω να το γράψω «με τον τρόπο που η Φρανσουάζ έφτιαχνε το μοσχάρι μπρεζέ, που τόσο το παίνευε ο κύριος ντε Νορπουά, ακριβώς επειδή είχε προσθέσει τόσο πολλά και διαλεχτά κομμάτια κρέας, τα οποία έκαναν το ζελέ του πλούσιο σε γεύση». Από τη μαντλέν έως το μοσχάρι μπρεζέ, ο Προυστ αποθεώνει την κινητοποιό αίσθηση της γεύσης δίχως να παραμελεί τις υπόλοιπες τέσσερις. Ισα ίσα. Ενα κείμενο τόσο λόγιο, τόσο εμφανώς λόγιο, παραμένει εντέλει σωματικό. Αυτή είναι μία από τις πολλές αιτίες της νοστιμιάς του.

Θα συνεχίσουμε την άλλη Κυριακή. Καλή σας χρονιά, αγαπητοί.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή