Η πολύ σύνθετη… απλή αναλογική

Η πολύ σύνθετη… απλή αναλογική

5' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το απλό αναλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνουν, εκτός απροόπτου, οι μεθεπόμενες εκλογές, είναι κάτι γνώριμο στην πολιτική ζωή του τόπου. Με διάφορες παραλλαγές έχει εφαρμοστεί ουκ ολίγες φορές, με πρώτη να καταγράφεται στην Ιστορία το 1926, όταν ο Γεώργιος Κονδύλης, ο πρώτος πρωθυπουργός που εισήγαγε την απλή αναλογική εν Ελλάδι, είχε δηλώσει πως έτσι «εξασφαλίζεται η πολιτική ομαλότης και η γνησία εκδήλωσις του λαϊκού φρονήματος». Αυτό όμως ουδέποτε επιβεβαιώθηκε στην πράξη. Η απλή αναλογική, ή παραλλαγές της, όσες φορές εφαρμόσθηκε, παρά τις αγαθές σε πολλές περιπτώσεις προθέσεις εκείνων που την επικαλούνταν, είχε σχεδόν το ίδιο αποτέλεσμα: πολιτική αστάθεια, συνεχείς εκλογές, κοινοβουλευτική ανωμαλία, τάσεις ακυβερνησίας.

Oι πρώτες εκλογές με αυτό το σύστημα έγιναν το 1926, με πρωτοβουλία, όπως αναφέρθηκε του πρωθυπουργού Γ. Κονδύλη. Στη Βουλή εισήλθαν 13 κόμματα χωρίς τότε τη συμμετοχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι. Το αποτέλεσμα που έφερε την πολυδιάσπαση του πολιτικού συστήματος και οδήγησε στην αδυναμία δημιουργίας σταθερών κυβερνήσεων. Ετσι, τα επόμενα δύο χρόνια, έως το 1928, η κυβέρνηση θα άλλαζε κατά μέσον όρο κάθε πέντε μήνες. Εμπρός στο φάσμα πλήρους αποσύνθεσης της χώρας, ο Βενιζέλος αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Με κύριο επιχείρημα αυτό της δημιουργίας «ισχυράς κυβερνήσεως», ζητάει από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, να εγκρίνει την ψηφισθείσα από την πλειοψηφία των βουλευτών παραλλαγή του πλειοψηφικού. Οπερ και εγένετο.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου με το πλειοψηφικό του 1928 παρέμεινε στην εξουσία για τρία χρόνια και δέκα μήνες, δικαιώνοντας την άποψή του πως η απλή αναλογική δεν βοηθά τη δημιουργία ισχυρών κυβερνήσεων. Η απλή αναλογική, ωστόσο, επανέρχεται τον Σεπτέμβριο του 1932, έχοντας μεσολαβήσει η πτώχευση τέσσερις μήνες πριν. Από το εκλογικό αποτέλεσμα δεν προκύπτει για κανέναν σχηματισμό αυτοδυναμία: Λαϊκό Κόμμα (Π. Τσαλδάρης) και Κόμμα Φιλελευθέρων (Ελ. Βενιζέλος) σχεδόν ισοψηφούν (33%) με 84 έδρες έκαστο. Οι διεργασίες που ακολουθούν είναι ατέρμονες. Την κυβέρνηση Τσαλδάρη, που κρατάει μόλις δύο μήνες, τη διαδέχεται ο Βενιζέλος που οδηγεί ξανά τη χώρα σε εκλογές τον Μάρτιο του 1933. Πλειοψηφεί η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» με έντονο αντιβενιζελικό λόγο.

Το νοσηρό πολιτικό κλίμα οδηγεί την επομένη των εκλογών στην εκδήλωση στρατιωτικού κινήματος με πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Πλαστήρα, που είχε σκοπό να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση. Το κίνημα απέτυχε, προκαλώντας σοβαρό πλήγμα στη βενιζελική παράταξη. Η πολιτική ρευστότητα συνεχίζεται με τη μεταβατική κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Οθωναίο και ακολουθεί η πρωθυπουργία του Π. Τσαλδάρη, ο οποίος οδηγεί τη χώρα σε νέες εκλογές με πλειοψηφικό ξανά, όπου θα αναδείξουν στην εξουσία το Λαϊκό Κόμμα –απουσία και των Φιλελευθέρων– σε συνεργασία με το Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Γ. Κονδύλη. Σε αυτές τις εκλογές καταγράφεται και η κοινοβουλευτική εμφάνιση του Ιω. Μεταξά με το κόμμα «Ελευθεροφρόνων», που συγκεντρώνει ποσοστό κοντά στο 15%.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν έχουν μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον. Η απλή αναλογική επανέρχεται στις εκλογές του Ιανουαρίου του 1936, υπό την κυβέρνηση Δεμερτζή. Τα εγγενή μειονεκτήματά της κάνουν εκ νέου την εμφάνισή τους. Το Κόμμα Φιλελευθέρων, με τον Θεμιστοκλή Σοφούλη επικεφαλής, και το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη αδυνατούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Ο ξαφνικός θάνατος του Δεμερτζή οδηγεί στη «λύση» της πρωθυπουργοποίησης του Ιω. Μεταξά με τη στήριξη και της βενιζελικής πτέρυγας, καθώς η Βουλή είναι κομμένη στα δύο. Λίγους μήνες μετά, ο Μεταξάς επιβάλλει το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Αρκετοί ιστορικοί εντοπίζουν ανάμεσα στις αιτίες ανόδου του δικτατορικού καθεστώτος τις ασθενείς κυβερνήσεις που λειτούργησαν «υποβοηθητικά» στις επιδιώξεις Μεταξά.

Μετά τον Πόλεμο

Οι πρώτες εκλογές μετά τον Πόλεμο διεξήχθησαν τον Μάρτιο του 1946 από την κυβέρνηση Σοφούλη. Με τις πληγές ακόμη ανοιχτές και το κλίμα ιδιαίτερα εμφυλιοπολεμικό, η απλή αναλογική αποτελεί μάλλον επιπλέον τροχοπέδη για τη σταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος και την ανάκαμψη της χώρας. Χαρακτηριστικό είναι πως μέσα σε τέσσερα χρόνια, οπότε και διεξήχθησαν οι επόμενες εκλογές (1950), σχηματίστηκαν δέκα (!) συνολικά κυβερνήσεις συνασπισμού. Ούτε οι εκλογές του 1950, επίσης με απλή αναλογική, άλλαξαν το σκηνικό καθώς η πολυδιάσπαση του πολιτικού συστήματος αποτυπώθηκε στο γεγονός πως εξέλεξαν βουλευτές συνολικά 10 κόμματα, ενώ τα μεγαλύτερα σε δύναμη –το Λαϊκό Κόμμα του Κων/νου Τσαλδάρη (18,80%), το Κόμμα Φιλελευθέρων του Σοφοκλή Βενιζέλου (17,24%) και η Εθνική Πολιτική Ενωσις Κέντρου (ΕΠΕΚ) με αρχηγό τον Ν. Πλαστήρα (16,44%)– δεν κατάφεραν να κερδίσουν την πλειοψηφία.

Αποτέλεσμα, ένα χρόνο μετά, στις 9 Σεπτεμβρίου 1951, να διεξαχθούν νέες εκλογές από την κυβέρνηση του Σ. Βενιζέλου, αυτή τη φορά με ενισχυμένη αναλογική. Παρά τον σχηματισμό κυβέρνησης λόγω της συμμαχίας του Κόμματος των Φιλελευθέρων και της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, η αστάθεια εξακολουθεί να υφίσταται. Ενα χρόνο μετά, το 1952, η χώρα οδηγείται σε νέες εκλογές αυτή τη φορά με πλειοψηφικό, από την υπηρεσιακή κυβέρνηση Κιουσόπουλου. Ο Αλέξανδρος Παπάγος με τον «Ελληνικό Συναγερμό» καταλαμβάνει το 82,33% των εδρών με ποσοστό 49,2% και ορκίζεται πρωθυπουργός. Τα σημάδια κόπωσης του εκλογικού σώματος από τις αλλεπάλληλες αναμετρήσεις, αλλά και η αστάθεια, θα αρχίσουν να περιορίζονται από τις επόμενες εκλογές του 1956, όταν θα κάνει πλέον δυναμικά την εμφάνισή του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με ένα σύστημα δικής του έμπνευσης, το λεγόμενο «τριφασικό», με το οποίο κατάφερε παρά την αδυναμία της ΕΡΕ στα αστικά κέντρα να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση εισάγοντας τη χώρα σε μια περίοδο ανάπτυξης και σταθερότητας.

Ο νόμος Κουτσόγιωργα

Τελευταία φορά που εφαρμόσθηκε κάποιο είδος απλής αναλογικής στην Ελλάδα ήταν το 1989. Πρόκειται για τον περίφημο νόμο Κουτσόγιωργα (1847/1989) της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, που χαρακτηρίστηκε ως «χρηστική» παραλλαγή της απλής αναλογικής. Οι επικριτές του νόμου διείδαν πίσω από την εφαρμογή του μία προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να «ανακόψει» την πορεία της Νέας Δημοκρατίας προς την αυτοδυναμία. Εκ του αποτελέσματος, φάνηκε να δικαιώνονται. Η χώρα εισήλθε σε δίνη αλλεπάλληλων εκλογών. Παρά τα υψηλά ποσοστά της Κεντροδεξιάς υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη δεν καθίστατο εφικτό να σχηματιστεί κυβέρνηση. Χαρακτηριστικά, στις εκλογές του Ιουνίου 1989, η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει το 44,25% των ψήφων αλλά μόλις 145 έδρες, τον Νοέμβριο του 1989 με 46,19% λαμβάνει 148 έδρες και μόνο τον Απρίλιο του 1990 φτάνει πια στις 150 έδρες με ποσοστό 46,89%.

Κομβική ωστόσο τότε ήταν η μετακίνηση του βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Θεόδωρου Κατσίκη, δίνοντας κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη Νέα Δημοκρατία. Η αντικατάσταση του νόμου 1847/1989 υπήρξε άμεση επί κυβέρνησης Ν.Δ. το 1990 από τον τότε υπουργό Εσωτερικών Σωτήρη Κούβελα, ο οποίος καθιέρωσε την ενισχυμένη αναλογική. Ο νόμος Κούβελα κράτησε έως το 2004, όταν αντικαταστάθηκε από τον νέο νόμο του Κώστα Σκανδαλίδη, ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα, με μια μικρή αλλαγή από τον τότε υπουργό Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλο, που αύξησε το μπόνους για το πρώτο κόμμα από 40 έδρες στις 50.

Συμπερασματικά, αν μετρήσουμε τα εκλογικά συστήματα από το 1926 έως το 1990 ο μέσος όρος είναι απογοητευτικός. Η Ελλάδα έχει αλλάξει 14 εκλογικά συστήματα, κάτι που αντιστοιχεί σε έναν εκλογικό νόμο ανά 1,5 εκλογή. Πρόκειται για πρωτοφανές ποσοστό, που αποτυπώνει όχι μόνο την ταραγμένη πολιτική ζωή, αλλά και την εργαλειοποίηση του εκλογικού νόμου από την εκάστοτε εξουσία, αλλοιώνοντας ένα βασικό συστατικό των εκλογών: πως οι πολίτες ψηφίζουν πρώτα από όλα για να προκύψει κυβέρνηση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή