100 χρόνια: Η δική μας «Κ», τώρα και στο μέλλον

100 χρόνια: Η δική μας «Κ», τώρα και στο μέλλον

6' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η «Κ» είναι ασφαλώς οι άνθρωποί της, οι δημιουργοί της. Γι’ αυτό ζητήσαμε από κάποιους από αυτούς να γράψουν τι είναι η εφημερίδα για εκείνους και τι θα πρέπει να είναι τα επόμενα…100 χρόνια. Ο Κώστας Ιορδανίδης είναι ένας από τους παλαιότερους συντάκτες και αρθρογράφους της εφημερίδας στην οποία γράφει εδώ και 39 χρόνια, έχοντας ζήσει τη μεταπολιτευτική της ιστορία. Ο Ανδρέας Πετρουλάκης δεν είναι τόσο «παλιός», έχει μόνο… 19 χρόνια στην «Κ». Με τα σκίτσα του συνεισφέρει καίρια στη «συνταγή» της. Ο Γιάννης Παλαιολόγος είναι ο «βενιαμίν» αυτής της παρέας. Αποτελεί έναν από τους βασικούς εκφραστές της μοντέρνας «Κ», συντάκτης και αρθρογράφος εδώ και 6 χρόνια. Οσο για τον Νίκο Χρυσολωρά είναι ένας άνθρωπος της εφημερίδας που διαπρέπει τώρα στη διεθνή δημοσιογραφία.

Κώστας Ιορδανίδης: Τόσο νέα όσο όταν πρωτοεκδόθηκε

100 χρόνια: Η δική μας «Κ», τώρα και στο μέλλον-1

Εάν υπάρχει ένα στοιχείο που διακρίνει την «Κ» είναι ότι ενώ διαρκώς αλλάζει, λαμβάνοντας υπόψη τις ροπές της κάθε εποχής, ταυτόχρονα παραμένει ίδια – ακραία ανεξάρτητη ώστε να προκαλεί αμηχανία και ενίοτε οργή κομμάτων και των εκάστοτε ηγετών τους.

Εκδόθηκε πριν από εκατό χρόνια υπό καθεστώς βενιζελικής λογοκρισίας και τα άρθρα του Γεωργίου Βλάχου δημοσιεύονταν με τα κενά, που άφηναν οι παρεμβάσεις – μνημεία ηχηρής καταγγελίας πολιτικής αυθαιρεσίας και ανελευθερίας. Είχε και έχει πάντοτε η «Κ» σαφή πολιτικό προσανατολισμό, αλλά ουδέποτε υποτάχθηκε στο «κόμμα», στον όποιο πολιτικό ηγέτη του.

Η Ελένη Βλάχου διάδοχος και κόρη του ιδρυτού της «Κ» διέκοψε την έκδοση των εντύπων της από την πρώτη ημέρα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 και αρνήθηκε να υποκύψει στις «συστάσεις» φίλων και συναδέλφων δημοσιογράφων. Και έσωσε με αυτόν τον τρόπο την τιμή του Tύπου.

Μία βραχύβια αλλά άκρως οδυνηρή περιπέτεια, την οδήγησε κυριολεκτικώς στο χείλος της καταστροφής. Αλλά ο νέος εκδότης της, ο Κύριος Αριστείδης Αλαφούζος, όχι απλώς τη διέσωσε στην κυριολεξία, αλλά επέδειξε πεισματική ανεξαρτησία. Υπήρξαν πιέσεις ισχυρότατες και ανοίκειες επιθέσεις, αλλά ουδέν απέδωσαν. Και την παράδοση αυτή ακολουθεί πιστά ο σημερινός εκδότης της, ο κ. Θεμιστοκλής Αλαφούζος, διαρκώς ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντας την «Κ».

Το τίμημα της ανεξαρτησίας υπήρξε ενίοτε βαρύτατο. Για κάποιους όλα αυτά ηχούν ακατανόητα, σε έναν αιώνα διαρκούς συναλλαγής. Η «Κ» ήταν και παραμένει η εφημερίδα του ελευθέρως σκεπτόμενου πολίτη, που ασφαλώς δεν συμφωνεί πάντα με όλα και με όλους, αλλά καθημερινά «συνομιλεί» μαζί της, εντίμως και ανιδιοτελώς. Ως προς αυτό η εφημερίδα, διαρκώς εμπλουτιζόμενη, μένει πάντα ίδια.

Υπάρχει όμως κάτι άλλο, που ξεπερνά τα άτομα, και θα μπορούσε κανείς να το αποκαλέσει «το πνεύμα της Καθημερινής». Αυτό το άυλο στοιχείο είναι που λειτουργεί ως καταλύτης και ενσωματώνει τον νέο συντάκτη σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Απόδειξη ότι η «Κ» είναι ένας ζωντανός οργανισμός, και σήμερα στα εκατό της χρόνια, τόσο νέα όσο όταν πρωτοεκδόθηκε το 1919.

Ανδρέας Πετρουλάκης: Προτίμησε τη σιωπή από τη λογοκρισία

100 χρόνια: Η δική μας «Κ», τώρα και στο μέλλον-2

Συνήθως οι εχθροί ενός ανθρώπου είναι πολυτιμότεροι από τους φίλους του – τον οριοθετούν. Πάντα αυτά που κάνει ένας άνθρωπος είναι λιγότερο σημαντικά από αυτά που δεν θα έκανε ποτέ – τον χαρακτηρίζουν. Συχνά η απουσία ενός ανθρώπου είναι ισχυρότερη από την παρουσία του – τον προσδιορίζει. Ισχύει και για τις εφημερίδες.

Ανήκω στη γενιά της Μεταπολίτευσης που είχε πάντα σημείο πολιτικής αναφοράς τη δικτατορία και γνώρισα την «Καθημερινή» σε μία από τις σημαντικότερες στιγμές της αιώνιας παρουσίας της. Στην απουσία της. Μολονότι, όπως τα περισσότερα παιδιά της γενιάς μου, είχα αριστερές επιρροές, το γεγονός ότι ανέστειλε την κυκλοφορία της στη διάρκεια της χούντας, μου γεννούσε πάντα ένα σεβασμό για την εφημερίδα που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν η χάρτινη ναυαρχίδα της αστικής Ελλάδας. Γιατί με καθησύχαζαν οι εχθροί της, οι πραξικοπηματίες, γιατί απέδειξε ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς το οξυγόνο της ελευθερίας, γιατί από λογοκρινόμενη φωνή προτίμησε να είναι η σιωπή.

Και αργότερα, μέσα στην παραζάλη της Μεταπολίτευσης, πάλι δεν συντάχθηκε με το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής. Εμείς τη θεωρούσαμε οπισθοδρομική και συντηρητική, στην ουσία όμως μας δημιουργούσε ένα αίσθημα ηρεμίας και ασφάλειας, κάτι σαν επιστροφή στο σπίτι των γονιών μας όπου τα πράγματα κινούντο στις κλίμακες που τα είχαμε αφήσει. Με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι η «Καθημερινή» απλώς συνέχισε αθόρυβα μέσα στην οχλοβοή να κρατά το νήμα της αστικής κουλτούρας σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Δεν συμμετείχε στο πάρτι της Μεταπολίτευσης όπως δεν είχε συμμετάσχει στην υποταγή στους συνταγματάρχες.

Αυτό νομίζω συνοψίζει τον χαρακτήρα αυτής της εφημερίδας και αυτός είναι ο λόγος που, παρά τα λάθη της σε έναν αιώνα ζωής, έχει κατακτήσει το κύρος και τον σεβασμό όλων ως αδιαμφισβήτητος θεσμός της Δημοκρατίας μας και ως ασφαλής πυξίδα για το μέλλον. Η βεβαιότητα του πολίτη ότι υπάρχουν εθνικά πάθη, ελαττώματα, κακοδαιμονίες και δυστοπίες, από τα οποία η «Καθημερινή» θα είναι πάντα απούσα.

Γιάννης Παλαιολόγος: Με οδηγό την καλή δημοσιογραφία

100 χρόνια: Η δική μας «Κ», τώρα και στο μέλλον-3

Η μόνιμη σχέση μου με την «Καθημερινή» ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2013. Τον ίδιο μήνα, η κυβέρνηση Σαμαρά έκλεισε την ΕΡΤ και έχασε έναν από τους κυβερνητικούς της εταίρους. Πριν από λιγότερο έναν μήνα, δύο εβδομάδες

από το 100ό έτος της ζωής της, τα γραφεία της εφημερίδας υπέστησαν βομβιστική επίθεση.

Στο μεσοδιάστημα, το κύμα του λαϊκισμού κορυφώθηκε στην Ελλάδα και στη Δύση. Πολιτικοί με εντελώς διαφορετικές καταβολές και ιδεολογικές αποχρώσεις, από τον Αλέξη Τσίπρα έως τον Ντόναλντ Τραμπ, επιχείρησαν να ανατρέψουν το πολιτικό κατεστημένο στις χώρες τους, επιστρατεύοντας ως βασικό όπλο την απαξίωση των παραδοσιακών ΜΜΕ. Για έναν κλάδο που ήδη δοκιμαζόταν σκληρά από τις πολλαπλές προκλήσεις της ψηφιακής εποχής – την κατάρρευση των διαφημιστικών εσόδων, την αλλαγή του ειδησεογραφικού τοπίου με την έλευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης κ.ά., οι επιθέσεις των δημαγωγών γέννησαν νέα διλήμματα. Τι πολιτική πρέπει να ακολουθήσει μία έγκριτη εφημερίδα, αλλά και οι δημοσιογράφοι της ατομικά, στο Twitter; Πώς θα πείσει αναγνώστες που διαφωνούν με την πολιτική της γραμμή ότι αξίζει να διαβάσουν τα ρεπορτάζ της; Πώς θα αποκτήσει συνδρομητές μεταξύ των μελών της γενιάς του Facebook, που έχουν μάθει ότι η ενημέρωση είναι δωρεάν;

Η κορυφαία απειλή είναι η σχετικοποίηση της αλήθειας – από πολιτικούς που απευθύνονται σε followers, οι οποίοι δεν ακούν ποτέ την άλλη άποψη, ή αλγόριθμους που μπορούν πλέον να κατασκευάσουν ψεύτικα βίντεο απαράλλαχτα από τα πραγματικά. Ο κατακερματισμός της πραγματικότητας επιτρέπει την αυθαιρεσία των ισχυρών και τη χειραγώγηση των ψηφοφόρων. Πρόκειται για ζητήματα που μας απασχολούν έντονα στην εφημερίδα. Αλλά αντλούμε ελπίδα από τη γνώση ότι η καλή δημοσιογραφία –αμερόληπτη, ακομμάτιστη, βασισμένη στην ενδελεχή έρευνα και στις αξιόπιστες πηγές, «χωρίς φόβο και χωρίς εύνοια»– θα είναι πάντα, ανεξαρτήτως πολιτικών τάσεων και τεχνολογικών εξελίξεων, στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης της δημοκρατίας και της ελευθερίας.

Νίκος Χρυσολωράς*: «Κεφάλαιό» της η αξιοπιστία της

100 χρόνια: Η δική μας «Κ», τώρα και στο μέλλον-4

Την πραγματική δύναμη της «Κ» την κατάλαβα μόνο όταν έφυγα από την αίθουσα σύνταξης. Ως ανταποκριτής της εφημερίδας στις Βρυξέλλες τις δύσκολες μέρες του 2012, διαπίστωσα με κατάπληξη ότι η «Κ» ήταν το βασικό πρωινό ανάγνωσμα όλων των αξιωματούχων που εμπλέκονταν στη διαχείριση του ελληνικού προβλήματος. Στο Facebook και στα παρα-σάιτ μπορεί να γινόταν χαλασμός, όμως η «Κ» ήταν το κύριο, αν όχι μοναδικό, ελληνικό μέσο που διάβαζαν εκείνοι που αποφάσιζαν για το μέλλον της χώρας. Αργότερα, στην Αθήνα με το Bloomberg, είδα ότι η «Κ» ήταν η βασική πηγή στην οποία παρέπεμπαν τα καθημερινά σημειώματα των ελληνικών χρηματιστηριακών εταιρειών και ξένων αναλυτών για την Ελλάδα. Δισεκατομμύρια έχουν αλλάξει χέρια επειδή επενδυτές πήραν αποφάσεις για τοποθετήσεις τους σε ελληνικά ομόλογα και μετοχές με βάση τα ρεπορτάζ της «Κ» για την πολιτική κατάσταση, το τραπεζικό σύστημα, τις σχέσεις της χώρας με τους δανειστές.

Ανάλογες ευθύνες βαραίνουν τις πλάτες των 2.800 δημοσιογράφων του Bloomberg σε 120 χώρες του κόσμου, αλλά και όλων των σοβαρών μέσων ενημέρωσης. Οπερ μας οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το μοναδικό κεφάλαιο που δεν επιτρέπεται να σπαταλήσουμε είναι η αξιοπιστία μας.

Πολλά μέσα ενημέρωσης –όχι μόνο ελληνικά– υπέκυψαν στον πειρασμό να «κάψουν» αυτό το κεφάλαιό τους για πρόσκαιρα οφέλη, είτε για να χαϊδέψουν τ’ αυτιά διαφημιζόμενων, αναγνωστών, κυβερνήσεων, ή κομμάτων, είτε επειδή δημοσιογράφοι και αρχισυνταξία αφεθήκαμε να παρασυρθούμε από τον θυμό και τα πάθη μας, θάβοντας τα ρήματα και τα ουσιαστικά μέσα σε χωματερές από επίθετα και επιρρήματα. Ηταν σαν να βάζαμε φωτιά στο σπίτι μας επειδή έκανε κρύο. Για κάποιους είναι αργά. Για τους υπόλοιπους, όσο η είδηση, τα ρεπορτάζ μας, έχουν αξία, όσο η ακεραιότητά μας είναι τέτοια ώστε ένα νορβηγικό ή καναδικό ταμείο να εμπιστευθεί τα όσα γράφουμε για να τοποθετήσει τις αποταμιεύσεις των μελλοντικών του συνταξιούχων σε μία ελληνική εταιρεία, δεν έχουμε τίποτα να φοβόμαστε για τα επόμενα 100 χρόνια.

* Ο κ. Νίκος Χρυσολωράς είναι διευθυντής του γραφείου του Bloomberg στις Βρυξέλλες. Ηταν δημοσιογράφος στην «Κ» από το 2007 μέχρι το 2014.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή