Στο μικροσκόπιο η Ουάσιγκτον

Στο μικροσκόπιο η Ουάσιγκτον

6' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην τανία «Εκδοση κρατουμένου» (2007), ο πράκτορας της CIA Ντάγκλας Φρίμαν (Τζέικ Γκίλενχαλ) επιβλέπει την ανάκριση υπόπτου για τρομοκρατία. Μιλώντας στην προϊσταμένη του Κορίν Ουίτμαν (Μέριλ Στριπ) απ’ το τηλέφωνο, της λέει: «Αυτό είναι το πρώτο μου βασανιστήριο». Η κυρία Ουίτμαν αντιδράει: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν βασανίζουν ανθρώπους».

Ο πράκτορας της CIA ξέρει τι λέει: είναι παρών όταν ο ύποπτος υφίσταται ηλεκτροσόκ και το λεγόμενο waterboarding: ο κρατούμενος είναι δεμένος ανάσκελα σε μια σανίδα, του έχουν περάσει μια κουκούλα κι ένας από τους βασανιστές ρίχνει στο στόμα του κουβάδες με νερό. Αυτό τον τύπο ανάκρισης εισήγαγε και ενέκρινε η ομάδα των έξι νομικών συμβούλων (Office of Legal Counsel) των Μπους – Τσέινι, με κύριο εκπρόσωπο τον Τζον Γιου. Ο αντιπρόεδρος Τσέινι είχε εγκρίνει το waterboarding, ισχυριζόμενος ότι «σε αυτή την υπόθεση δεν είναι δυνατόν να πορευθούμε κρατώντας σταυρό».

Τον Τζον Γιου τον βλέπουμε σε μια κομβική σκηνή της ταινίας «Vice», που παίζεται στις αίθουσες αυτές τις μέρες. Είναι η σκηνή κατά την οποία η Αμερική των Μπους – Τσέινι (αλλά ουσιαστικά του Τσέινι) εγκρίνει τη χρήση βασανιστηρίων. Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, ο τότε αντιπρόεδρος Τσέινι και οι υπερεξουσίες που συγκέντρωσε πάνω του.

Πολιτικό φιλμ που συχνά θυμίζει μαύρη (σουρεαλιστική) κωμωδία, το «Vice» εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση αμερικανικών πολιτικών ταινιών, οι περισσότερες από τις οποίες επικεντρώνονται στα τεκταινόμενα των εκάστοτε ηγετών του Λευκού Οίκου, των στελεχών του Κογκρέσου, της Ουάσιγκτον γενικότερα.

Από το 1939

Η παράδοση αυτή φθάνει, θα λέγαμε, έως το 1939, όταν ο μεγάλος Φρανκ Κάπρα έστηνε μια ευφυέστατη πολιτική σάτιρα με επίκεντρο το Κογκρέσο: το «Ο κύριος Σμιθ πάει στην Ουάσιγκτον», με τον Τζίμι Στιούαρτ στον κεντρικό ρόλο. Ωστόσο, η ταινία που «επικοινωνεί» άμεσα, και την ίδια στιγμή μοιάζει να βρίσκεται στον αντίποδα, με το «Vice», είναι το ιστορικό φιλμ του Αλαν Πάκουλα «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976).

Θα μπορούσαμε εδώ να μνημονεύσουμε και τις ταινίες του Ολιβερ Στόουν, αν δεν υπέφεραν από μια αφόρητη συνωμοσιολογία και έναν μονοκόμματο καταγγελτικό λόγο, καθώς και άλλα σημαντικά φιλμ, όπως την «Εκδοση κρατουμένου», το «Λίνκολν» κ.ά. Ομως σκεφθήκαμε να επικεντρωθούμε σε δύο ταινίες, το παλαιότερο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» και το πολύ φρέσκο «Vice», παρατηρώντας τη διαφορετική αύρα των εποχών, τις αφηγηματικές παρεκκλίσεις, τις υποσημειώσεις πάνω στον ρόλο των ΜΜΕ από περίοδο σε περίοδο, στο τι σήμαινε πολιτικό κινηματογραφικό σχόλιο στα ’70s και τι σήμερα, στην εποχή των περίφημων «millennials».

Η δύναμη του Τύπου και ο επίμονος Ρέντφορντ

Στο μικροσκόπιο η Ουάσιγκτον-1

«Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976): Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ως Μπομπ Γούντγουορντ και ο Ντάστιν Χόφμαν ως Καρλ Μπέρνσταϊν. Οι δύο δημοσιογράφοι της «Ουάσινγκτον Ποστ» που ξεσκέπασαν το σκάνδαλο Ουότεργκεϊτ.

Σιωπή, και η οθόνη γεμίζει με μια λευκή σελίδα. Πάνω σε κοινό δημοσιογραφικό χαρτί μια γραφομηχανή «χτυπά» την ημερομηνία: 1 Ιουνίου 1972. Ο ήχος των πλήκτρων ακούγεται σαν πυροβολισμός. Από το πρώτο ακόμη λεπτό της ταινίας «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου» (1976) ο σκηνοθέτης Αλαν Πάκουλα δίνει το στίγμα του: Οι λέξεις είναι όπλα.

Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τέσσερα χρόνια μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ από τους δύο δημοσιογράφους της εφημερίδας «Ουάσιγκτον Ποστ», τον Καρλ Μπέρνσταϊν και τον Μπομπ Γούντγουορντ. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες επιτυχίες στην ιστορία της ερευνητικής δημοσιογραφίας που έφερε στο φως ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στην ιστορία των ΗΠΑ και οδήγησε στην παραίτηση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον. Η ταινία μάς μεταφέρει στην Ουάσιγκτον παραμονές της εκλογής του προέδρου. Πέντε διαρρήκτες εισβάλλουν στα γραφεία των Δημοκρατικών και συλλαμβάνονται από την αστυνομία. Ενας από αυτούς είναι πρώην υπάλληλος της CIA, ένας άλλος υπάλληλος ασφαλείας του κόμματος των Ρεπουμπλικανών. Περνούν από δίκη, αλλά δεν δίνουν εξηγήσεις.

Επανεκλογή Νίξον

Ο Νίξον εκλέγεται για δεύτερη φορά. Οι δύο ρεπόρτερ της «Ποστ» αρχίζουν να ερευνούν την υπόθεση και γρήγορα ανακαλύπτουν ότι πίσω από την ιστορία κρύβεται η επιτροπή που είναι υπεύθυνη για την προεκλογική εκστρατεία του. Τότε αρχίζει η συγκλονιστική προσπάθεια των δύο ανδρών να φτάσουν στην αλήθεια με κίνδυνο της ζωής τους.

Ωστόσο, όπως είπε αργότερα ο Πάκουλα, η ταινία δεν θα είχε γυριστεί αν δεν ήταν τόσο επίμονος και πολιτικοποιημένος ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος υποδύθηκε τον Γούντγουορντ. Αυτός αναζήτησε τους δύο ρεπόρτερ για τα δικαιώματα του ομώνυμου βιβλίου τους, αυτός πίεσε τα στούντιο που έβρισκαν ότι το θέμα δεν θα είχε απήχηση, καθώς όλοι γνώριζαν πλέον το τέλος της ιστορίας, αυτός έπεισε τον Ντάστιν Χόφμαν να υποδυθεί τον Μπέρνσταϊν. Η ιδέα ήταν σαφής: Δεν θα κάνουμε μια ταινία προπαγανδιστική για καλούς Δημοκρατικούς και κακούς Ρεπουμπλικανούς, αλλά μια ταινία κατά της διαφθοράς και των διεφθαρμένων ανθρώπων της εξουσίας. Κέρδισαν 4 Οσκαρ.

Το «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου» είναι μια πολιτική ταινία, χαρακτηριστική της εποχής της. Απηχεί την προοδευτική αμερικανική κοινή γνώμη τόσο ιδεολογικά όσο και καλλιτεχνικά. Το μεταπολεμικό όνειρο της χώρας έχει αρχίσει να καταρρέει και συχνά μοιάζει με εφιάλτη. Ο Πάκουλα πιστεύει στη δύναμη του Τύπου. Μελέτησε εξονυχιστικά τη λειτουργία της «Ουάσιγκτον Ποστ», μετέφερε σχεδόν αυτούσια την πραγματική αίθουσα σύνταξης και επέμενε κάθε τηλέφωνο και τέλεξ να λειτουργεί κανονικά. Εμβόλιμα στην αφήγηση χρησιμοποίησε πολλά αποσπάσματα τηλεοπτικών ντοκουμέντων, δένοντας μυθοπλασία και πραγματικότητα. Ο Νίξον, πανταχού παρών, είναι ταυτόχρονα απών. Η ταινία τελειώνει με την πληροφορία της παραίτησής του που «περνά» σε τίτλους στην τηλεοπτική οθόνη στο βάθος της αίθουσας σύνταξης.

Μ.Β.

Ενημέρωση, καταιγιστική αλλά όχι πάντα έγκυρη

Στο μικροσκόπιο η Ουάσιγκτον-2

Ο Κρίστιαν Μπέιλ ως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι και η Εϊμι Ανταμς ως Λιν Τσέινι, η σύζυγός του, στην ταινία «Vice» (2018), που προβάλλεται αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Πολιτική ταινία, χαρακτηριστική της εποχής μας, είναι το «Vice: Ο δεύτερος στην ιεραρχία» του Ανταμ Μακέι, το οποίο αναμένεται να πρωταγωνιστήσει και στα επερχόμενα Οσκαρ. Απευθύνεται σε ανθρώπους του 21ου αιώνα, όπου η βαθιά πολιτική ανάλυση μοιάζει πλέον ντεμοντέ· αυτά που κυριαρχούν είναι οι εντυπώσεις και η δύναμη μιας εικόνας που πρέπει να περάσουν στον θεατή γρήγορα και όχι απαραίτητα με βάση έγκυρες πηγές πληροφόρησης. Από την άλλη, όμως, είναι και ένα φιλμ φτιαγμένο για ανθρώπους πρωτόγνωρα ενημερωμένους, συνηθισμένους στον βομβαρδισμό πληροφοριών, στον οποίο άλλωστε επιδίδεται αφειδώς και η ταινία καθαυτή.

Τι βλέπουμε όμως εκεί; Σε πρώτη ανάγνωση, τη βιογραφία του Ντικ Τσέινι, ενός ασήμαντου υποστελέχους της πολιτικής ζωής της Ουάσιγκτον, ο οποίος κατάφερε να αναρριχηθεί μέχρι την αντιπροεδρία της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους Τζ., περιβάλλοντας μάλιστα το αξίωμα με πρωτοφανή εξουσία. Ο Κρίστιαν Μπέιλ δίνει πραγματικό ρεσιτάλ –και βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα– ερμηνεύοντας τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες από τη ζωή του πρωταγωνιστή, αποδίδοντας κάθε ανατριχιαστική πτυχή της προσωπικότητάς του. Για του λόγου το αληθές, στην απονομή δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τον… Σατανά για τη σχετική έμπνευση.

Ο δημιουργός της ταινίας από την πλευρά του, ο οποίος έχει πίσω του και το παρόμοιας υφής «Μεγάλο σορτάρισμα» και μακρά καριέρα στην πολιτική σάτιρα και τη stand-up comedy, επιλέγει, μέσα από την ιστορία του Τσέινι, να κάνει μια αναδρομή σε αρκετές από τις πολιτικές παλινωδίες της σύγχρονης Αμερικής. Αυτές δεν προκαλούνται υποχρεωτικά από τον πρωταγωνιστή, ωστόσο αποδίδονται σε ένα διαβρωμένο σύστημα που επιτρέπει σκοτεινές συμφωνίες –όχι μόνο πολιτικές– συχνά ολέθριες για τους πολίτες. Μέσα από αυτό ένας αδίστακτος άνθρωπος σαν τον Τσέινι σκαρφαλώνει και τελικά φτάνει στην κορυφή, γεγονός που προκαλεί ερωτήματα σχετικά με την (υποτίθεται) πιο φιλελεύθερη χώρα του κόσμου. Από την άλλη, το φιλμ επιδιώκει, αρκετά βίαια, να βάλει τον θεατή στη θέση του «υπευθύνου», δημιουργώντας ένα χαρακτήρα αποκλειστικά γι’ αυτόν τον σκοπό. Παράλληλα με τη βιογραφία του Τσέινι, παρακολουθούμε και σκηνές από τη ζωή του Κερτ (Τζέσι Πλίμονς), ενός απλού Αμερικανού ο οποίος επηρεάζεται έμμεσα από τις επιλογές του πολιτικού, με τις δύο αφηγήσεις να τέμνονται σε ένα τραβηγμένο –αλλά απολαυστικά παιγνιώδες– φινάλε. Η ταινία, βέβαια, δεν τελειώνει εκεί.

Η τελευταία σκηνή

Κάπου ανάμεσα στους τίτλους κρύβεται η πραγματική τελευταία σκηνή, με τα σύγχρονα μέλη ενός πολιτικού γκρουπ να διαφωνούν πάνω στην ίδια την ταινία. Το αξιοσημείωτο είναι πως οι αποστασιοποιημένοι μιλένιαλς γρήγορα χάνουν το ενδιαφέρον τους και αναρωτιούνται πότε θα κυκλοφορήσουν στις αίθουσες οι επόμενοι «Μαχητές των δρόμων». Είναι φανερό πως το δηλητηριώδες αστειάκι απευθύνεται σε μια νέα γενιά, μεγαλωμένη εκτός παραδοσιακής πολιτικής, η οποία μοιάζει με εύκολο θύμα ενός τυχοδιώκτη του βεληνεκούς του Ντικ Τσέινι ή (προφανώς) του Ντόναλντ Τραμπ.

ΑΙ.Χ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή