Και ο παραλογισμός στην πολιτική με τους ετερόκλητους συνεταιρισμούς, τους βουλευτές πολλαπλών όψεων, τις παραιτήσεις χωρίς εγκατάλειψη θέσεων συνεχίζεται ενόψει της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή.
Το παράλογο προκύπτει από την υιοθέτηση δύο αντιφατικών θέσεων. Και αριστερός και δεξιός, και φίλος και εχθρός της κυβέρνησης, και υπέρ και κατά της συμφωνίας. Οπως και από τη θεμελιώδη δυσαρμονία ανάμεσα στην αναζήτηση ενός νοήματος (στις κινήσεις ορισμένων) και στην απουσία νοήματος (πέραν του προφανούς). Στα σημερινά πολιτικά πράγματα επιβεβαιώνεται, θα λέγαμε χαριτολογώντας, εκείνη η φιλοσοφική θεωρία που έλεγε ότι οι προσπάθειες των ανθρώπων να βρουν μια αξία εκεί όπου δεν υπάρχει και να επιλύσουν αυτήν την αντίφαση τελικά θα αποτύχουν – βγάζει κανείς άκρη με τα συμβαίνοντα; Αρα είναι καλύτερα να αποδεχθεί κανείς (οι παραλογιζόμενοι και οι συν αυτοίς) το παράλογο, καθώς έτσι του προσφέρεται απόλυτη ελευθερία· μπορεί να προχωρήσει σε οποιαδήποτε πράξη χωρίς ηθικό περιορισμό. Ηταν για τους φιλοσόφους μια «έξοδος» από το ηθικό αδιέξοδο. Εγραφε ο Δανός φιλόσοφος Σέρεν Κίρκεγκορ τον 19ο αιώνα («Ημερολόγια», 1849): «Τι είναι το παράλογο; Εκεί όπου η λογική και η σκέψη λένε “δεν μπορείς να δράσεις”, εκεί πρέπει να δράσω…». Ο Αλμπέρ Καμύ βάφτιζε παράλογο «τη σύγκρουση, το “διαζύγιο” μεταξύ δύο ιδεών μας» και θεωρούσε φιλοσοφική αυτοκτονία «το “άλμα” πίστης που μπορεί να προκαλέσει η αναμέτρηση με το παράλογο…», δηλαδή η αποδοχή δύο αντικρουόμενων καταστάσεων…
Ομως η πολιτική δεν είναι υπαρξιακή αναζήτηση. Είναι –με βάση το λεξικό– η τέχνη και η πρακτική της διακυβέρνησης, της οργάνωσης και της διοίκησης των ανθρώπινων κοινωνιών. Είναι η δέσμη σχεδιασμένων ενεργειών, μέτρων, ρυθμίσεων, που αποσκοπούν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων προς όφελος του συνόλου. Δεν είναι ποιητικός ιδεαλισμός, είναι η ρεαλιστική σοφία της καθημερινότητας. Είναι η μάχη κατά της αυθαιρεσίας. Η απόπειρα διευθέτησης των συγκρούσεων. Ο «χώρος» του διαλόγου. Δεν ντύνει μικρές ιδέες με μεγάλα λόγια. Δεν ενθαρρύνει τον τυχοδιωκτισμό, δεν θέτει ψευτοδιλήμματα, δεν εγείρει πάθη – δεν θα έπρεπε να το κάνει. Είναι –θα έπρεπε να είναι– μια υπόθεση σοβαρή.