Μπομπ Τραα: Ενημέρωση τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών (μέρος 4ο)

Μπομπ Τραα: Ενημέρωση τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών (μέρος 4ο)

10' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​το παρόν τέταρτο Σημείωμα για τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς, θα εντοπίσουμε περισσότερα δεδομένα ώστε να διαπιστώσουμε πώς εξελίσσεται η ελληνική οικονομία και κατά πόσον παρέχει τα στοιχεία που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας όταν εξετάζουμε την κυβερνητική πολιτική. Ειδικότερα, θα εξετάσουμε ποια στοιχεία της συνολικής ζήτησης ενισχύουν περισσότερο τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ. Αυτή η ανάλυση των παραμέτρων που «συνεισφέρουν περισσότερο στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ» μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη όταν θέλουμε να διαπιστώσουμε αν αναπτύσσεται η οικονομία με βιώσιμο ή μη βιώσιμο τρόπο. Μπορεί, επίσης, να δώσει χρήσιμες ενδείξεις για την ανταγωνιστικότητα.

Ενδεχομένως να ρωτήσετε ποια είναι η διαφορά μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης και της συνεισφοράς στην ανάπτυξη. Ας υποθέσουμε πως το πραγματικό ΑΕΠ αυξάνεται από τις 100 στις 105 μονάδες μεταξύ δύο χρονικών σημείων. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό το χρονικό διάστημα η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 5%. Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε στη συνέχεια σε ποιο βαθμό συνεισέφερε η εσωτερική ζήτηση και σε ποιο βαθμό η καθαρή εξωτερική ζήτηση, ώστε να κρίνουμε κατά πόσον είναι ισορροπημένη αυτή η ανάπτυξη της οικονομίας και πόσο βασίζεται στη μία πηγή ζήτησης ή στην άλλη.

Οπότε, ας υποθέσουμε για χάρη της συζήτησης πως στην αρχή η εσωτερική ζήτηση αντιστοιχούσε στο 90% του πραγματικού ΑΕΠ και η καθαρή εξωτερική ζήτηση στο 10% του ΑΕΠ. Συνεπώς, αρχίζουμε με πραγματικό ΑΕΠ στο 100, με την εσωτερική ζήτηση στο 90 και την καθαρή εξωτερική ζήτηση στο 10. Στη συνέχεια, στη χρονική περίοδο 1, η εσωτερική ζήτηση αυξάνεται στο 93 και η εξωτερική ζήτηση στο 12, με αποτέλεσμα να έχουμε το νέο πραγματικό ΑΕΠ του 105 που αναφέραμε προηγουμένως.

Αρα ο ρυθμός ανάπτυξης της εσωτερικής ζήτησης είναι (93-90)/90=3,3% και ο ρυθμός ανάπτυξης της καθαρής εξωτερικής ζήτησης είναι (12-10)/10=20%. Αν θελήσουμε να μεταπηδήσουμε από τον ρυθμό ανάπτυξης των στοιχείων που συνεισφέρουν στον ρυθμό ανάπτυξης στον ίδιο τον ρυθμό ανάπτυξης του συνόλου της οικονομίας (πραγματικό ΑΕΠ), δεν μπορούμε να προσθέσουμε τους δύο ρυθμούς και να πούμε πως το πραγματικό ΑΕΠ αναπτύχθηκε κατά 3,3+20=23,3%. Ο λόγος είναι πως η εσωτερική ζήτηση αποτελεί πολύ μεγαλύτερο μερίδιο του συνολικού πραγματικού ΑΕΠ απ’ ό,τι η καθαρή εξωτερική ζήτηση – έχει μεγαλύτερο βάρος στον καθορισμό του συνολικού ρυθμού ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ.

Για να αναλύσουμε πόσο συνεισφέρει κάθε στοιχείο στη συνολική ανάπτυξη, πρέπει να πάρουμε την προσαύξηση κάθε στοιχείου και να τη διαιρέσουμε με το ΑΕΠ στην αρχή της περιόδου ώστε να διαπιστώσουμε πόσο ενισχύει κάθε στοιχείο της ζήτησης το συνολικό πραγματικό ΑΕΠ. Με αυτό τον τρόπο υπολογισμού εξετάζουμε τον ρυθμό ανάπτυξης κάθε στοιχείου με βάση πόσο συνεισφέρει συνολικά στο πραγματικό ΑΕΠ στην αρχή της περιόδου. Συνεπώς, η συνεισφορά της κατανάλωσης στην ανάπτυξη είναι (93-90)100=3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Και η συνεισφορά της καθαρής εξωτερικής ζήτησης είναι (12-10)/100=2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

Τώρα οι δύο συνεισφορές αθροίζονται στο 5% της συνολικής ζήτησης. Οι τρεις από τις πέντε ποσοστιαίες μονάδες προήλθαν από την εσωτερική ζήτηση και οι δύο από τις πέντε ποσοστιαίες μονάδες προήλθαν από την καθαρή εξωτερική ζήτηση.

Γιατί θα έπρεπε να ενδιαφερθούμε για όλ’ αυτά; Στην πολιτική θεωρείται ορισμένες φορές πως η εσωτερική ζήτηση είναι σημαντικότερη για τη δημιουργία ανάπτυξης από την ξένη ζήτηση, διότι επηρεάζει περισσότερο τη συνολική ανάπτυξη και συνεπώς «η κυβέρνηση πρέπει να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση και να δώσει μικρότερη προσοχή στον εξωτερικό τομέα». Οταν κυριαρχεί αυτή η άποψη, είναι πιθανό η πολιτική να σχεδιάζεται ώστε να ενισχύει την εσωτερική ζήτηση, όπου κυριαρχεί με τη σειρά της η κατανάλωση. Πράγματι, εγχώριοι παραγωγοί θα υποστηρίξουν προς την κυβέρνηση και προς την κοινή γνώμη ότι, αν δεν προκρίνει η κυβέρνηση την εγχώρια βιομηχανία έναντι των εξαγωγέων, τότε η κυβέρνηση δεν εκπροσωπεί επαρκώς τα συμφέροντα της πλειονότητας και των παραγωγών της χώρας.

Βέβαια, αυτή η προσέγγιση ενδέχεται να καταστήσει την ανάπτυξη εξαιρετικά ανισόρροπη και υπερβολικά εξαρτώμενη από την εσωτερική ζήτηση. Αν ανθεί η τελευταία χάρη στον λαϊκισμό της πολιτικής και η καθαρή εξωτερική ζήτηση μένει ορφανή, τότε είναι πιθανό να υπάρξει επιδείνωση του εξωτερικού ελλείμματος, κάτι που απαιτεί τη δημοπράτηση εξωτερικού χρέους. Με αυτό τον τρόπο οδηγούνται οι χώρες σε μη βιώσιμο χρέος.

Σε ορισμένες χώρες ενδέχεται να συμβεί το αντίθετο. Αναλογιστείτε πως στη σημερινή συγκυρία λέγεται ορισμένες φορές πως η Γερμανία και η Ολλανδία ευνοούν τον εξωτερικό τομέα ως μηχανή της ανάπτυξης (με μεγάλα πλεονάσματα) και πως η εσωτερική ζήτηση είναι ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ή ενισχυμένη. Πράγματι, υπάρχουν τεχνικοί λόγοι για τους οποίους το σταθερό εξωτερικό πλεόνασμα προκαλεί και αυτό ανησυχίες. Ωστόσο, η ανάλυση των αιτίων που προκαλούν τις ανισορροπίες είναι σημαντικό ζήτημα και διάφορες χώρες ενδέχεται να έχουν μεγάλο κύκλο ανάπτυξης κυρίως εξαιτίας της μιας ή της άλλης πλευράς. Ομως αναλογιστείτε το ακόλουθο: η διατήρηση ελλείμματος ή πλεονάσματος είναι λίγο σαν να κολυμπάει κάποιος στην πισίνα. Αν διατηρείς συνεχώς ελλείμματα, μπορεί να πει κανείς πως το κεφάλι σου είναι κάτω από το νερό. Αν διατηρείς συνεχώς πλεονάσματα, μπορεί να πει κανείς πως το κεφάλι σου είναι πάνω από το νερό. Ποιος μπορεί να αντέξει περισσότερο; Το πραγματικό ζήτημα δεν είναι τόσο πολύ αν μια χώρα εμφανίζει έλλειμμα για κάποιο διάστημα (αυτό συμβαίνει φυσιολογικά για διαφόρους λόγους, χωρίς να υπάρχει κυβερνητική παρέμβαση), αλλά μάλλον κατά πόσον η πολιτική που ακολουθείται προκαλεί ηθελημένα το αποτέλεσμα αυτό, είτε παραμελώντας την εξωτερική ανταγωνιστικότητα (οδηγώντας ενδεχομένως σε ελλείμματα) είτε διατηρώντας ισχυρό τον εξωτερικό τομέα (επιδιώκοντας πλεονάσματα). Αφού το έλλειμμα μιας χώρας είναι αναγκαστικά το πλεόνασμα μιας άλλης, αυτή η περίπλοκη περιοχή αλληλεπίδρασης της πολιτικής μάς οδηγεί στο θέμα των παγκόσμιων ανισορροπιών, το οποίο εξακολουθεί να είναι λεπτό και αποτελεί όντως δύσκολο ερώτημα στη διεθνή οικονομική διπλωματία.

Αντί να υποκριθούμε πως μπορούμε να παρουσιάσουμε με ακρίβεια ένα τόσο περίπλοκο παγκόσμιο πρόβλημα, ας αναλογιστούμε τι λένε τα στοιχεία για την Ελλάδα και με ποιον τρόπο συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της οικονομίας της τα διάφορα στοιχεία της ζήτησης. Θα ήθελα να αναφέρω πως η Ελλάδα θα έπρεπε να στοχεύσει για κάποιο διάστημα στην ενίσχυση της εξωτερικής της θέσης και συνεπώς να επιδιώξει τον περιορισμό της εσωτερικής ζήτησης, σίγουρα της κατανάλωσης, και την ενίσχυση της καθαρής εξωτερικής ζήτησης. Ο λόγος που έχω αυτή την άποψη είναι πως ισχυρότερη εξωτερική απόδοση θα δημιουργήσει ανάπτυξη που θα είναι βιώσιμη για μεγάλο χρονικό διάστημα και η οποία χρειάζεται ώστε να ελέγξει η Ελλάδα το χρέος της. Οι οικονομολόγοι αναφέρονται ορισμένες φορές σε αυτό ως κυκλική εναλλαγή των πηγών της ανάπτυξης ή ως «περιορισμό της εσωτερικής απορρόφησης για χάρη ισχυρότερης εξωτερικής επίδοσης». Η βελτίωση της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας θα καταστήσει περισσότερο ανταγωνιστική την οικονομία και, συνεπώς, ευνοούν την επανεξισορρόπηση προς ισχυρότερη εξωτερική απόδοση – η δομή της συνολικής ζήτησης θα αλλάξει και θα καταστήσει πιο ανοιχτή την ελληνική οικονομία, με καλύτερη προοπτική για αναπτυξιακή βιωσιμότητα και χαμηλότερο χρέος. Σε προηγούμενα Σημειώματα είχαμε διαπιστώσει πως η ελληνική οικονομία είναι, περιέργως, πιο κλειστή από την πολύ μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και πως η εσωτερική κατανάλωση είναι υπερβολικά υψηλή, γεγονός που κάτι λέει.

Τι συμβαίνει αν αγνοήσει η κυβερνητική πολιτική τη δομή που έχουν η ζήτηση και οι παράγοντες που συνεισφέρουν στην ανάπτυξη; Αν απουσιάζουν μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύουν την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα, η μητέρα φύση θα κάνει την επανεξισορρόπηση με τον σκληρό τρόπο μέσω βαθιάς ύφεσης, οπότε το χαμηλότερο εισόδημα θα περιορίσει την εσωτερική ζήτηση, ενώ η μείωση των τιμών στην Ελλάδα σε σύγκριση με τους εμπορικούς εταίρους θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα. Αυτό είναι το επίφοβο «σενάριο της προσαρμογής μέσω της φτώχειας» που εκτυλίχθηκε στην Ελλάδα. Συνεπώς, όταν ήρθε η ύφεση, είδαμε αυτομάτως πώς η συνεισφορά του καθαρού εξωτερικού ισοζυγίου στην ανάπτυξη έγινε μεγαλύτερη από τη συνεισφορά της εσωτερικής ζήτησης (δείτε το γράφημα 1).

Εδώ διαπιστώνουμε πως η Ελλάδα συνήθιζε να καταγράφει μεγάλη θετική συνεισφορά στην ανάπτυξη από την εσωτερική ζήτηση. Πράγμα που σημαίνει πως η ανάπτυξη βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην εσωτερική ζήτηση και πως η συνεισφορά από το εξωτερικό ισοζύγιο ήταν τις περισσότερες φορές αρνητική – η Ελλάδα διατηρούσε όλο και υψηλότερα εξωτερικά ελλείμματα. Αυτό άλλαξε την περίοδο της κρίσης, όταν κατέρρευσε η εσωτερική ζήτηση και υπερίσχυσε ο εξωτερικός τομέας συνεισφέροντας τις καθ’ όλα αξιοσέβαστες δύο ποσοστιαίες μονάδες τον χρόνο. Ωστόσο οι παράγοντες που συνεισφέρουν στη ζήτηση λειτουργούν αθροιστικά, οπότε η πολύ μεγάλη υποχώρηση της εσωτερικής ζήτησης στο απόγειο της κρίσης εξανέμισε τις θετικές εξελίξεις στο εξωτερικό ισοζύγιο. Μετά το 2015, η συνεισφορά της εσωτερικής και της εξωτερικής ζήτησης είναι χοντρικά ισορροπημένη. Το 2018, η συνεισφορά από την εξωτερική ζήτηση ήταν και πάλι ισχυρή, ενώ η συνεισφορά της εσωτερικής ζήτησης ήταν λίγο-πολύ ουδέτερη.

Συνεπώς, η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει πως η Ελλάδα κατέγραψε σημαντική πρόοδο, από το ξέσπασμα της κρίσης και μετά, ενισχύοντας τη συνεισφορά από τους εξωτερικούς τομείς. Βέβαια αυτό συνέβη με υψηλό αντίτιμο, δηλαδή μειώθηκαν πάρα πολύ η εσωτερική ζήτηση και το εισόδημα – η βελτίωση επιτεύχθηκε κυρίως μέσω της επιβράδυνσης της εσωτερικής ζήτησης και όχι μέσω της ενίσχυσης της προσφοράς και της αποδοτικότητας της οικονομίας. Αν η πολιτική που εφαρμόστηκε είχε επικεντρωθεί περισσότερο στην υποστήριξη της αποδοτικότητας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, κάτι που απαιτεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, τότε θα είχε υπάρξει ανάκαμψη της απόδοσης του ελληνικού εξωτερικού τομέα χωρίς να υπάρχει η ανάγκη για τόσο μεγάλη εσωτερική ύφεση όσο αυτή που πέρασε η Ελλάδα. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο τόσο πολύ αναλυτές ενθαρρύνουν την ελληνική κυβέρνηση να εφαρμόσει περαιτέρω διαρθρωτικές αλλαγές – σε αυτή την περίπτωση η πολιτική θα συμβάδιζε με τη μητέρα φύση και δεν θα ήταν αντίθετη με αυτή. Οποιος θέλει να πάει αντίθετα στη μητέρα φύση στο θέμα της επανεξισορρόπησης της οικονομίας, θα χάσει, οπότε η τέχνη της καλής πολιτικής έγκειται, εν μέρει, στον εντοπισμό του τι θέλει να κάνει η φύση για να υπάρξει επανεξισορρόπηση. Τότε η Ελλάδα θα δρέψει όχι μόνο υψηλότερη ανάπτυξη, αλλά και πιο βιώσιμη ανάπτυξη.

Δεδομένου πως η προτεραιότητα είναι η ανάκαμψη της παραγωγικής δυνατότητας και των εξαγωγών, αποτύπωσα τη συνεισφορά των ακαθάριστων παγίων επενδύσεων και των εξαγωγών (συνδυαστικά) έναντι της συνεισφοράς της κατανάλωσης. Και αυτή η εικόνα είναι ενδιαφέρουσα. Στο γράφημα 2 φαίνεται ότι υποχώρηση στη συνεισφορά από τις πάγιες επενδύσεις και τις εξαγωγές είχε προηγηθεί της υποχώρησης της κατανάλωσης. Αυτό ενδέχεται να οφείλεται στην εξομάλυνση της κατανάλωσης, η οποία οδηγεί στην ανταπόκριση της κατανάλωσης με καθυστέρηση. Επίσης, η ανάκαμψη των επενδύσεων και των εξαγωγών διακόπηκε το 2015 και το 2016, αλλά ευτυχώς η οικονομία ανέκτησε έδαφος με την πρόσφατη σταθεροποίηση.

Είναι ενδιαφέρον πως η κατανάλωση δεν συνεισφέρει συστηματικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας από το 2014. Αν και αυτό είναι καλό για τη διάρθρωση της οικονομίας, ενδέχεται να είναι ευαίσθητο από πολιτική άποψη, διότι η κοινή γνώμη έχει την «αίσθηση» πως η κατανάλωση είναι στάσιμη. Ωστόσο, αγνοεί ότι υπάρχει βελτίωση της κατάστασης όσον αφορά τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, οι οποίες συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της οικονομίας κατά 2-3 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που είναι καλό. Οπότε υπάρχει λόγος να επισημανθεί ότι στο γράφημα 2 αποτυπώνονται θετικές εξελίξεις, διότι η Ελλάδα έχει περισσότερο ανάγκη τις ισχυρές επενδύσεις και εξαγωγές παρά την ισχυρή κατανάλωση ώστε να είναι βιώσιμη η ανάπτυξή της. Ετσι αναδεικνύεται η σημασία του να λαμβάνει η κοινή γνώμη σωστή πληροφόρηση, ώστε να διαπιστώνει ότι δεν είναι κακές όλες οι ειδήσεις (χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης της κατανάλωσης) και πως στην πραγματικότητα η οικονομία εμφανίζει τα πρώτα σημάδια στροφής προς το καλύτερο. Η χαρά της κατανάλωσης θα επιστρέψει σταδιακά μετά την ανάκαμψη των παραγωγικών και ανταγωνιστικών επενδύσεων. Με βάση το πού βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα δεν φαντάζει πρέπον να ενισχυθεί η κατανάλωση, ώστε να συνεισφέρει και πάλι περισσότερο στην ανάπτυξη της οικονομίας από τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.

Μπορούμε να παρακολουθούμε την εξέλιξη αυτών των στοιχείων με την πάροδο του χρόνου καθώς ενημερώνονται οι τριμηνιαίοι εθνικοί λογαριασμοί, ώστε να διαπιστώσουμε αν αυτοί οι ελπιδοφόροι δείκτες θα εξακολουθήσουν να είναι ισχυροί μεσοπρόθεσμα. Θα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε κατά πόσον η κυβερνητική πολιτική θα έχει επίδραση στη δομή της ζήτησης και των διαφόρων στοιχείων που συνεισφέρουν στην ανάπτυξη. Ενα πράγμα φαίνεται σίγουρο: Η Ελλάδα επί πολλά χρόνια εμφάνιζε έντονη ανισορροπία στην οικονομία της, υπερβολικά υψηλή εσωτερική ζήτηση και κατανάλωση και ελλιπή μέριμνα για την παραγωγικότητα και αποδοτικότητα στην οικονομία. Η ανατροπή μιας τόσο ανισόρροπης δομής και των επιπτώσεών της απαιτεί πολύ χρόνο – δεκαετίες. Συνεπώς, είναι σημαντικό να υπάρχει υπομονή και επιμονή προκειμένου να συνεχιστεί η πρόοδος. Αυτό μας επαναφέρει στον Οδυσσέα και στο μακροπρόθεσμο σχέδιό του, που είχαμε παρουσιάσει στο Σημείωμα 13, ο οποίος είναι υπομονετικός άνθρωπος και είναι πρόθυμος να εφαρμόζει συνεκτική πολιτική έως το 2080 ώστε η Ελλάδα να μειώσει το δημόσιο χρέος της στο 60% του ΑΕΠ και ακόμη χαμηλότερα…

* Ο αρθρογράφος είναι ανεξάρτητος οικονομολόγος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή