Αν και η περίπτωση του Κόμη Δράκουλα δεν είναι φυσικά άγνωστη, αυτό που έχει ο καθένας στο μυαλό του σχετικά με το μυθικό τέρας των Καρπαθίων είναι κυρίως οι εκδοχές που γέννησε η πρωτότυπη ιστορία, οι ανεξάντλητες εμφανίσεις του στο σώμα της ποπ κουλτούρας του 20ού αιώνα – χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κρίστοφερ Λι στην κλασική ταινία του ’58. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι η κυκλοφορία του μυθιστορήματος το 1897 δεν προσέφερε στον συγγραφέα του, τον Ιρλανδό Μπραμ Στόκερ, ούτε φήμη ούτε χρήματα· η ιστορία του αντιμετωπίστηκε από τους αναγνώστες της Βικτωριανής εποχής ως μία ακόμα αφήγηση τρόμου από τις εκατοντάδες που όρισαν το ευρύ φάσμα της γοτθικής λογοτεχνίας. Ο «Δράκουλας» λειτούργησε κυρίως ως βάση για επιπλέον ξετύλιγμα της ζοφερής ιδέας της νεκροζώντανης διάστασης, με τον Στόκερ να «αξιοποιεί δεξιοτεχνικά την αρχέγονη αντίληψη περί της δύναμης του αίματος», όπως σχολιάζει ο Δημήτρης Στεφανάκης στην εισαγωγή της πρόσφατης επανέκδοσης του μυθιστορήματος από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ο σημερινός αναγνώστης ξέρει. Δεν τον ξεγελά η ευγένεια του Κόμη στις πρώτες σελίδες, δεν τον αιφνιδιάζει η ιστορία, δεν εντυπωσιάζεται από το πώς ο συγγραφέας συντηρεί την αγωνία. Γοητεύεται όμως από την παλαιότητα του μύθου, την αντίληψη της εποχής ότι κάποιος-κάτι απειλεί το βρετανικό νησί, το πώς μέσα στη φρίκη επιβιώνει το ρομαντικό στοιχείο: «Αν υπήρξε ποτέ τέλεια γυναίκα, αυτή είναι η γλυκιά μου Μίνα, που τόσο άδικα υπομένει μια τέτοια αβάσταχτη μοίρα», λέει ο Χάρκερ για την αγαπημένη του, που έχει δεχτεί την επίθεση του Δράκουλα.
Ο Στόκερ θρυλείται ότι εμπνεύστηκε τον ήρωά του από τον αιμοσταγή πρίγκιπα της Βλαχίας Βλαντ Τσέπες, τον λεγόμενο Ανασκολοπιστή, η ιστορία του οποίου, με τη σχεδόν μεταφυσική του τάση για βιαιότητα, είναι πιθανόν πιο τρομακτική από εκείνη του φανταστικού Κόμη. Τίποτα δεν είναι πιο άγριο από ό,τι πραγματικά υπάρχει – οι σελίδες του «Δράκουλα» δεν τρομάζουν πια, περισσότερο συγκινούν με τον τρόπο που παρηγοριόμαστε με ό,τι δεν υπάρχει. ■