Με τα λεφτά των άλλων

4' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​κρίση όφειλε να μας είχε μάθει ότι, όταν ξοδεύουμε τα λεφτά των άλλων, κάποια στιγμή θα υποχρεωθούμε να κάνουμε μεγάλες θυσίες ώστε να αποπληρώσουμε το χρέος – εκτός, βεβαίως, αν καταφέρουμε να το φορτώσουμε σε άλλους. Είτε αυτοί είναι συμπολίτες μας είτε απόγονοί μας, οι «κληρονόμοι του χρέους» ανήκουν σε κοινωνικές ομάδες που δεν απολαμβάνουν την ίδια επιρροή με τη δική μας – είτε επειδή δεν έχουν πολιτική δύναμη είτε επειδή δεν έχουν γεννηθεί. Η κρίση φαίνεται να ενίσχυσε τη νοοτροπία της αναζήτησης θυμάτων στους οποίους θα μετακυλίσουμε τα βάρη μας.

Ενώ οι πολλοί μάθαμε με τον σκληρότερο τρόπο ότι η έξις των δανεικών οδηγεί στη σφοδρότατη σύγκρουση με την πραγματικότητα, ενδεικτικό της γοητείας της παλιάς εθνικής μακαριότητας είναι ότι οι λιγότερο ταλαιπωρημένοι, αυτοί που έχασαν λιγότερο απ’ άλλους ή που ευνοήθηκαν κιόλας από την κρίση, παραμένουν οι πιο γενναιόδωροι όταν πρόκειται για τη διανομή των χρημάτων των άλλων. Αυτό αφορά ανθρώπους που εργάζονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, στη διοίκηση και στους θεσμούς, καθώς και πολιτικούς που αναδείχθηκαν και βρέθηκαν στην εξουσία τα χρόνια της κρίσης. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, τα κόμματα που ευθύνονται για τις σπατάλες και την κακοδιαχείριση που οδήγησαν στην κρίση, αναγκάστηκαν να επωμιστούν το κόστος των σκληρών μέτρων που ακολούθησαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ βρέθηκαν στην εξουσία χάρη στην απαξίωση των «κομμάτων εξουσίας», με την υπόσχεσή τους να οδηγήσουν τη χώρα πίσω στις προ κρίσης πρακτικές – αυτές που οδήγησαν στην κρίση, στα μνημόνια και στη συρρίκνωση των κομμάτων του Κέντρου. Οταν οι αντιδράσεις των εταίρων και ο φόβος μιας καταστροφικής εξόδου από την Ε.Ε. ανάγκασαν τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ να αλλάξουν πορεία και να πιουν το πικρό φάρμακο νέου μνημονίου, ήταν φανερό ότι αυτή ήταν μια τακτική υποχώρηση. Τώρα, με το τυπικό «τέλος των μνημονίων», ο ΣΥΡΙΖΑ (απαλλαγμένος από τους υστερομακεδονομάχους των ΑΝΕΛ) απολαμβάνει όσα ονειρευόταν: μαζεύει υπερπλεονάσματα, φορτώνοντας τους λίγους με φόρους και εισφορές, ενώ σκορπάει χρήματα σε διορισμούς και επιδόματα για να αυξήσει την εκλογική του πελατεία. Τα «λεφτά των άλλων» δεν αφορούν δάνεια από το εξωτερικό, πλέον, αλλά την αναδιανομή χρημάτων εντός Ελλάδας. Είναι δίκαιο οι έχοντες να βοηθούν τους πιο αδύναμους· όμως, η αύξηση στο κόστος εργασίας (κυρίως λόγω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών και όχι τόσο του καθαρού μισθού), καθώς και το πάντα υψηλό κόστος του ασφαλιστικού συστήματος, σε συνδυασμό με το δημογραφικό πρόβλημα και το brain drain, σημαίνει ότι ολοένα λιγότεροι θα πληρώνουν περισσότερο για ολοένα περισσότερους, που θα βρίσκονται είτε στον δημόσιο τομέα είτε στην ανεργία είτε στη σύνταξη.

Οταν το δημόσιο χρέος κυμαίνεται στα 334,9 δισ. ευρώ (ή 182,2% του ΑΕΠ), ενώ το 2009 ήταν 299,7 δισ. (129,7% του ΑΕΠ) και όταν θα απαιτούνται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για δεκαετίες, είναι σαφές ότι η βιασύνη της «αναδιανομής πλούτου» δεν βασίζεται στην επιδίωξη μιας βιώσιμης και δίκαιης οικονομίας, δεν βασίζεται σε παραγωγικότητα και επενδύσεις, αλλά στην εξαγορά ψήφων για βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος. Εάν το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες με τα κόκκινα δάνεια δεν λυθεί και οδηγήσει στη λεηλασία καταθέσεων, τότε θα ολοκληρωθεί το έγκλημα εναντίον όσων ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, προς όφελος κάποιων πολιτικών που και ενθάρρυναν τη νοοτροπία τού «δεν πληρώνω» και μετά δεν τόλμησαν να αναλάβουν την ευθύνη για αυτή την τακτική· επιδιώκουν να φορτώσουν τις συνέπειες σε άλλους – στους οπαδούς του «Μένουμε Ευρώπη», όπως στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προσδιορίζουν τον ταξικό εχθρό. Πάλι η πολιτική θα βασίζεται στα «λεφτά των άλλων». Οι δικαστικές αποφάσεις για επιστροφή χρημάτων για κομμένα δώρα και μισθούς στο Δημόσιο, καθώς και για μειώσεις συντάξεων, όσο ευπρόσδεκτές και αν είναι για τους δικαιούχους, θα προσθέσουν πολλά δισ. στο χρέος. Αυτά τα λεφτά κάποιος θα πρέπει να τα πληρώσει, και δεν θα είναι ξένοι δανειστές. Τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων δεν επιτρέπουν τέτοιου μεγέθους δανεισμό. Εάν δεν ληφθούν μέτρα για την ανάπτυξη της οικονομίας, η μόνη λύση θα είναι το ακόμη πιο άγριο «στύψιμο» μέσω φόρων για τη συντήρηση ενός συστήματος που το 38% των κρατικών δαπανών πάει σε συντάξεις και το 20% σε μισθούς του Δημοσίου (στοιχεία του 2017). Οταν τα δώρα καταργούνταν και οι μισθοί και οι συντάξεις μειώνονταν, ήταν αισθητή η στέρηση – όλοι ένιωθαν ότι πληρώνουν. Κάποιοι δέχθηκαν φιλοσοφικά το βάρος, άλλοι αισθάνθηκαν αδικημένοι. Τώρα που η πίτα είναι μικρότερη και οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα λιγότεροι, ποιος θα πληρώνει; Κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η οικονομία αναμένεται να φθάσει στα προ κρίσης μεγέθη το 2035. Πώς θα επιτευχθεί αυτό, έστω τότε, όταν οι φορολογούμενοι εξαντλούνται ενώ οι δικαιούχοι του Δημοσίου αυξάνονται, όπως και το κόστος των μισθών και συντάξεων;

Μάθαμε να ζούμε με αυτό το αδιέξοδο. Κανένα κόμμα δεν μπορεί να μειώσει ουσιαστικά το Δημόσιο ούτε να αλλάξει το ασφαλιστικό σύστημα με τρόπο που θα αδικεί ανθρώπους που ήδη πλήρωσαν πολλά. Αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν θα ήταν να συμβάλουν στη δημιουργία μιας κοινωνικής συνείδησης ότι όλοι μοιραζόμαστε την ίδια μοίρα, ότι πρέπει να βρεθούν λύσεις που στηρίζονται στη βιωσιμότητα και στη δικαιοσύνη. Με τη νοοτροπία «εμείς» και «οι άλλοι» φθάσαμε εδώ· με αυτήν θα παραμείνουμε στο τέλμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή