Η τέχνη της συζήτησης, τα λάθος σήματα, οι παρεξηγήσεις

Η τέχνη της συζήτησης, τα λάθος σήματα, οι παρεξηγήσεις

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μαθαίνουμε να μιλάμε πριν καν αποκτήσουμε συνείδηση του εαυτού μας και κατά κανόνα διατηρούμε αυτή την ικανότητα μέχρι το τέλος της ζωής μας, έχουμε δηλαδή άπλετο χρόνο για να τελειοποιήσουμε την «τέχνη» της συζήτησης. Κι όμως, οι περισσότεροι από εμάς προσεγγίζουμε τους συνομιλητές μας με ανάμεικτα συναισθήματα άγχους και αμηχανίας. Συχνά, «ξαναπαίζουμε» στο μυαλό μας τους διαλόγους, για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ήταν γεμάτοι παρερμηνείες και άχαρες σιωπές, για τις οποίες σπεύδουμε να επωμιστούμε την ευθύνη. Αν κάποιος μας ζητούσε να αξιολογήσουμε την ικανότητά μας να συζητούμε, πιθανότατα θα επιδεικνύαμε πολύ μεγαλύτερη αυστηρότητα από ό,τι αν μας ζητούσε, για παράδειγμα, να κρίνουμε την απόδοση μας στην οδήγηση ή στο μαγείρεμα. Κι όμως, στην πραγματικότητα, τα καταφέρνουμε πολύ καλύτερα από ό,τι πιστεύουμε, μας διαβεβαιώνουν οι μελετητές της ανθρώπινης επικοινωνίας. Αρκετοί εξ αυτών συγκεντρώθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο στο Πόρτλαντ των ΗΠΑ για να συμμετάσχουν σε επιστημονική συνάντηση με τίτλο «Γιατί οι συζητήσεις πάνε καλύτερα από ό,τι νομίζουμε», στο πλαίσιο ενός διεθνούς συνεδρίου κοινωνικής ψυχολογίας.

Περισσότεροι από 700 εθελοντές έχουν λάβει μέρος στις μέχρι τώρα έρευνες της Erica Boothby και της ομάδας της από το Πανεπιστήμιο Cornell. Οι περισσότεροι δεν φάνηκαν να δυσκολεύονται ιδιαίτερα όταν κλήθηκαν να συνομιλήσουν με άτομα του ίδιου ή του αντίθετου φύλου, αρχικά για πέντε λεπτά και αργότερα για μεγαλύτερα διαστήματα. Ωστόσο, μετά το τέλος της συζήτησης, σχεδόν όλοι δήλωσαν ότι είχαν συμπαθήσει τους συνομιλητές τους, αλλά ένιωθαν πως οι ίδιοι δεν είχαν γίνει αρεστοί. Κύριο αίτιο αυτής της «παρεξήγησης», υπογραμμίζουν οι ερευνητές, δεν είναι πως δεν εκπέμπουμε τα σωστά «σήματα» με τη συμπεριφορά ή τις κινήσεις μας, αλλά ότι είμαστε τόσο απορροφημένοι στην προσωπική μας αγωνία, την (ψευδ)αίσθηση ότι η αβεβαιότητά μας είναι εμφανής και τη λαχτάρα μας να γίνουμε αποδεκτοί, που αγνοούμε όλα τα μηνύματα. Και πράγματι, οι εθελοντές που παρακολούθησαν κινηματογραφημένες συνομιλίες τρίτων μπορούσαν να προβλέψουν με ακρίβεια ποιος συμπαθούσε ποιον, αν και δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς είχαν καταλήξει σε αυτά τα συμπεράσματα.

Ο φόβος μας πως η συζήτηση θα «αποτύχει» κρύβεται πίσω από την τάση μας να αποφεύγουμε τον διάλογο με αγνώστους, μολονότι αυτές οι φαινομενικά ασήμαντες καθημερινές ανταλλαγές επηρεάζουν σημαντικά τη διάθεσή μας. Οι συμμετέχοντες στις έρευνες της Gillian Sandstrom, η οποία διδάσκει Κοινωνική Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Essex και δραστηριοποιείται στην εκστρατεία «Eξαλείψτε τη μοναξιά» (Campaign to End Loneliness), με στόχο την υποστήριξη των 9 εκατομμυρίων μοναχικών ανθρώπων στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενθαρρύνονταν να έχουν οπτική επαφή και σύντομες συνομιλίες με ταμίες στο σούπερ μάρκετ, σερβιτόρους, συνεπιβάτες στα μέσα μαζικής μεταφοράς κ.ο.κ. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά, καθώς όλοι ανεξαιρέτως δήλωναν πιο ικανοποιημένοι και αισιόδοξοι τις μέρες που είχαν μεγαλύτερη αλληλεπίδραση με τους γύρω τους.

Αναζητώντας την ουσία

Φυσικά, η κουβέντα με αγνώστους δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη βαθιά επικοινωνία, γι’ αυτό και, όπως καταδεικνύουν παλαιότερες μελέτες, η ευτυχία μας σχετίζεται άμεσα με τη συχνότητα που εμπλεκόμαστε σε συζητήσεις με «βάθος». Τα περίπου 500 άτομα που συμμετείχαν σε έρευνα του Πανεπιστημίου της Αριζόνας κατέγραφαν σε καθημερινή βάση τις συνομιλίες τους και οι ερευνητές τις κατηγοριοποιούσαν ως «ουσιαστικές» ή «επιφανειακές» ανεξαρτήτως θεματολογίας.

Σε γενικές γραμμές, εκείνοι που είχαν τις περισσότερες ουσιαστικές συζητήσεις δήλωναν πιο ικανοποιημένοι με τη ζωή τους. Είναι προφανές ότι αναζητούμε παντού την ουσία, κι αυτό ίσως εξηγεί γιατί μας εκνευρίζουν οι απόπειρες πωλητών να μας προσεγγίζουν με υποκριτική φιλικότητα ή γιατί, όπως δεν άργησε να ανακαλύψει η γκουρού της επικοινωνίας Elizabeth Stokoe, η γραμμή της μητροπολιτικής αστυνομίας για την αποτροπή των αυτοκτονιών είχε χαμηλά ποσοστά επιτυχίας. «Οταν ο διαμεσολαβητής έλεγε “Γεια σας, σας ευχαριστώ που δεχθήκατε να μου μιλήσετε, θα ήθελα να συζητήσουμε για το τι συνέβη, είναι σημαντικό για εσάς και για μένα…”, ο άνθρωπος σε κρίση απλώς έκλεινε το τηλέφωνο», αναφέρει η Stokoe σε συνέντευξή της στον Guardian. «Η προσχεδιασμένη ομιλία είναι το αντίθετο της ειλικρινούς επαφής». Οταν οι διαμεσολαβητές άρχισαν να μιλούν με αμεσότητα, χρησιμοποιώντας φράσεις όπως «Μπορείτε να μου πείτε τι χρειάζεστε ώστε να μπορέσω να κάνω κάτι γι’ αυτό», και μπαίνοντας απευθείας στο θέμα, οι παρεμβάσεις τους έγιναν πιο αποτελεσματικές.

Εν ολίγοις, η μαγική συνταγή για επιτυχημένες συζητήσεις είναι η αμεσότητα και ο αυθορμητισμός – κάτι που γνωρίζαμε και πριν αρχίσουν να μας το λένε οι ειδικοί. Οσο για τον φόβο ότι ο συνομιλητής μας μπορεί να μαντέψει όλες μας τις ανασφάλειες, όλα δείχνουν πως είναι αβάσιμος: κατά πάσα πιθανότητα, το πρόσωπο που έχουμε απέναντι μας βασανίζεται υπερβολικά από τις προσωπικές του ανησυχίες για να αντιληφθεί τις δικές μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή