Μικροαστική υποκρισία

3' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οσο σοβαρή και αν είναι για την τριτοβάθμια εκπαίδευση η μη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, υπάρχει κάτι ακόμη πιο κρίσιμο. Είναι οι λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση αρνήθηκε να ψηφίσει την αναθεώρηση. Τα (μη) επιχειρήματα θα διαλυθούν χάρη στην οικονομία της μνήμης να διαχωρίζει το ουσιώδες από το επουσιώδες. Γιατί, δηλαδή, κάποιος να συγκρατήσει την αντίδραση του υπουργού Παιδείας Κ. Γαβρόγλου; «Οι Ελληνες γονείς, μόλις ιδρυθούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στη χώρα μας, θα σπεύσουν να δανειστούν για να πληρώνουν τα δίδακτρα των παιδιών τους. Ετσι, θα δημιουργηθεί “φούσκα σπουδαστικών δανείων, όπως στις ΗΠΑ”», είπε («Κ» 15/02). Από την άλλη, πολλοί αντέδρασαν υπέρ της αναθεώρησης, θρηνώντας τη χαμένη ευκαιρία, μετά την πρόσφατη ψηφοφορία στη Βουλή. Το συνόψισε ωραία η πρώην υπουργός Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου («Κ» 14/02): «Το κυβερνών κόμμα […] αποφάσισε πως, για άλλα δέκα χρόνια, η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα στον πλανήτη όπου ο πολίτης δεν θα έχει δικαίωμα επιλογής στην ανώτατη εκπαίδευση μέσα στη χώρα του. Το δικαίωμα αυτό θα συνεχίσει να το ασκεί εκτός Ελλάδος. Για άλλα δέκα χρόνια, οι νέοι θα σπουδάζουν στις γειτονικές χώρες, η προσέλκυση ξένων φοιτητών στην Ελλάδα θα είναι ανέκδοτο, λαμπροί επιστήμονές μας θα συνεχίζουν να διδάσκουν σε ξένα ΑΕΙ, τα κάθε λογής κολέγια θα αναγνωρίζουν, ελέω Ε.Ε., επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά δεν θα διακινδυνεύουν επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία. Το δημόσιο πανεπιστήμιο (περήφανο για τις εξαιρέσεις του) θα ασφυκτιά κάτω από τον αποπνικτικό έλεγχο και τον σχεδιασμό του κράτους, χωρίς δικαίωμα ανάπτυξης, συνεργασιών και ισότιμης συμμετοχής στον διεθνή ανταγωνισμό».

Το θέμα έκλεισε. Δεν θα επιτραπεί η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων και ΤΕΙ, όπως συμβαίνει παντού στον κόσμο, τα δημόσια πανεπιστήμια θα συνεχίσουν να επιβιώνουν (;) ως ΝΠΔΔ, αγκομαχώντας από τον πλήρη έλεγχο του κράτους (μέχρι και για την αγορά συνδετήρων), οργανισμοί δυσκίνητοι, εξαρτημένοι από την εκάστοτε εξουσία, αδύναμοι να αυτοδιοικηθούν. Κρατισμός υπέρ πάντων, κυρίαρχος, φοβικός, απρόθυμος να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών, ισχυρός στην εσωστρέφεια της άρνησης, επιθετικός σε οτιδήποτε προτείνει τη βελτίωση διά του ανταγωνισμού, προτάσσει την αξιολόγηση, την ανάγκη της αριστείας.

Λίγο-πολύ, όλα έχουν καταγραφεί. Ο κοινωνικός παλμογράφος αρχίζει να αποκτά δυσανεξία στην καθήλωση, σιγά σιγά αντιδρά στη διαρκή εξαίρεση από το μέλλον, πυκνώνουν οι φωνές που συντάσσονται με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Η κοινωνία αρχίζει να εμφανίζει συμπτώματα αλλεργίας στον δογματισμό και στην ιδεοληψία, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Δεν είναι μόνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ξιφουλκεί υπέρ των ελεύθερων επιλογών στην εκπαίδευση. Που αναρωτιέται πώς προστατεύεται η δημόσια Παιδεία διά των αποκλεισμών. Είναι και ένα ποσοστό πολιτών, «άστεγο» ίσως κομματικά, που δεν ανήκει ούτε στο ΚΙΝΑΛ ούτε στο Ποτάμι, το οποίο αντιλαμβάνεται ότι αυτή η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τομές, μόνο με την επίκληση της ανάπτυξης και την ακύρωσή της στην πράξη.

Πόσο μπορεί να υπάρξει στον πολιτισμένο κόσμο (να συνδέεται δηλαδή με τα προηγμένα κράτη) μια χώρα που προσπαθεί να καμουφλάρει τα τραγικά ελλείμματά της στην αξιοκρατία και στην αξιολόγηση; Που τα προβλήματα που δημιουργούνται κάθε φορά –όποτε προκύπτει θέμα αξιολόγησης– είναι κατακλυσμιαία και υπερδιπλάσια από τις πιθανές λύσεις τους; Η βαθύτερη απώθηση, που καθιστά τόσο ανεπιθύμητη την αναθεώρηση του άρθρου 16, δεν είναι μόνο η προστασία των μετριοτήτων ή των κομματικών στελεχών. Εκτός από τη βαθιά υπόκλιση του ΣΥΡΙΖΑ στο παλαιότερο παλιό και την εξίσου βαθιά αδιαφορία του για την επόμενη μέρα στην εκπαίδευση και στη χώρα, τον κάθε φορά αναθεματισμό της «αγοράς» και την παθολογική άρνηση στις «ιδιωτικές επενδύσεις», με διαρκή προσκόμματα, είναι και κάτι ακόμη: η μικροαστική υποκρισία. Η δήθεν προοδευτικότητα, που κάνει σημαία το σύμφωνο συμβίωσης, αλλά στις δομικές αλλαγές της κοινωνίας, οι οποίες επέρχονται και κατακτώνται μέσω της εκπαίδευσης, δεν έχει τίποτα να συνεισφέρει. Η μικροαστική υποκρισία που φοβάται ό,τι δεν μπορεί να ελέγξει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή