Ανδρέας Κωνσταντίνου στην «Κ»: «Ιβάνωφ» είναι όποιος νιώθει ξοφλημένος στα 35 του

Ανδρέας Κωνσταντίνου στην «Κ»: «Ιβάνωφ» είναι όποιος νιώθει ξοφλημένος στα 35 του

5' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την εβδομάδα του ο Ανδρέας Κωνσταντίνου τη μοιράζεται ανάμεσα στον Κάσιο και στον Ιβάνωφ. Δύο μεγάλους ρόλους, σε δύο από τις πιο γερές ομάδες του θεάτρου μας: Με την «Kursk» παρουσιάζει τα Δευτερότριτα τον «Οθέλλο» του Σαίπξηρ στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία του Χάρη Φραγκούλη. Από την Πέμπτη έως και την Κυριακή τον βρίσκουμε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων στην Κυψέλη, όπου το Θέατρο Δωματίου παίζει τον «Ιβάνωφ» του Τσέχωφ όπως τον παρουσιάζει η αντισυμβατική Αντζελα Μπρούσκου.

«Δεν είναι το βάρος του Σαίξπηρ και του Τσέχωφ, αλλά το πώς συναντιέσαι με κάθε κείμενο. Οι φορές που αισθάνθηκα να έχω περισσότερο βάρος, ήταν όταν έπρεπε να ενσαρκώσω στο σινεμά ιστορικά πρόσωπα, όπως τον Σουκατζίδη στο «Τελευταίο Σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη ή τον Βασίλη Τσιτσάνη στην ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη. Στο θέατρο, όσο πιο σπουδαίος είναι ο συγγραφέας, τόσο πλουσιότερο υλικό έχεις στη διάθεσή σου να επεξεργαστείς. Είναι ένα “δούναι και λαβείν” μεταξύ του κειμένου και του εαυτού σου». Η Αντζελα Μπρούσκου θεωρεί ότι ο «Ιβάνωφ» είναι μια παράσταση «για τα όνειρα των ανθρώπων και την αισιοδοξία τους για έναν καλύτερο κόσμο». «Τα έργα», λέει ο πρωταγωνιστής της, «επηρεάζονται από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής στην οποία γράφονται. Το συγκεκριμένο χτυπάει ένα κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Κοιτάζοντας τον καθρέφτη, αλλά και γύρω μου, συναντώ “Ιβάνωφ”. Ο “Ιβάνωφ” υπάρχει σε όλους μας, είναι οι ανεκπλήρωτες ζωές».

Παγιδευμένος

Είναι εκείνος που ονειρεύτηκε, διαψεύστηκε και νιώθει ξοφλημένος στα 35 του. Εκείνος που δεν είχε άλλη ευκαιρία. Το έργο καταπιάνεται με τη διάψευση της ελπίδας, την πλήξη, τη συναισθηματική αδράνεια, το σαθρό κοινωνικό σύστημα. «Ο ήρωας του Τσέχοφ δεν μπορεί να επιστρατεύσει έναν μηχανισμό, όπως έχουν άλλοι γύρω του. Μένει παγιδευμένος στην τρύπα που τον ρουφάει. Μπορείς να του φορτώσεις κι άλλα, όπως ναρκισσισμό και μια γυμνή ειλικρίνεια που είναι ανυπόφορη για τους άλλους και για τον ίδιο».

Εργο γραμμένο στα τέλη του 1880, ο «Ιβάνωφ» –σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα– «αποτελεί μια θαυμάσια προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου Αμλετ». Κάποτε πρωτοπόρος των επιστημονικών γεωργικών μεθόδων και της εκπαίδευσης για τους αγρότες, ο ήρωας πνίγεται στη γραφειοκρατία και τα χρέη, είναι ένας πικραμένος ιδεαλιστής που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ανάγκη της άρρωστης συζύγου του για αγάπη. Βρίσκεται παγιδευμένος σε μια επαρχιακή κοινωνία που δεν επιδοκιμάζει τα αισθήματά του.

«Κι εγώ έχω αγωνίες, άγχη, στόχους και μέσα σε αυτά έχω βιώσει ματαιώσεις και ταπεινώσεις σε όλα τα επίπεδα», λέει ο Ανδρέας Κωνσταντίνου. Οταν αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, γνώριζε λίγο-πολύ για την αβεβαιότητα του χώρου. «Ομως, όταν το ζεις είναι αλλιώς. Είναι απίστευτο το πόσο πολύ χρειάζεται να δουλέψεις για τόσα λίγα χρήματα που θα πάρεις. Τα τελευταία χρόνια ξαναμπήκα σε μια θεατρική πραγματικότητα από την οποία είχα βγει λόγω του κινηματογράφου που απαιτεί να είσαι διαρκώς διαθέσιμος αν θέλεις να κάνεις μεγάλες δουλειές και στο εξωτερικό, όπως έκανα».

Αναγνωρίσιμος

Το σινεμά τού έδωσε αναγνωρισιμότητα μέσα από 14 ταινίες και πρωταγωνιστικούς ρόλους: «Μικρά Αγγλία» και «Τελευταίο σημείωμα» (Παντελής Βούλγαρης), «Ουζερί Τσιτσάνης» (Μανούσος Μανουσάκης), «Ψυχραιμία» και «Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στη στεριά» (Νίκος Περάκης), «Παράδεισος» (Παναγιώτης Φαφούτης), «Οχθες» (Πάνος Καρκανεβάτος), «Ο θάνατος που ονειρεύτηκα» (Παναγιώτης Κράββας). Αυτό δεν σημαίνει ότι άλλαξε η ζωή του ή ότι δέχθηκε μεγάλες αμοιβές. «Αν πήγαινα σε κάτι πιο εμπορικό θα μπορούσα ενδεχομένως να διεκδικήσω καλύτερες αμοιβές. Δεν το απορρίπτω, άλλωστε δεν προχωράω με έναν σταυρό στο χέρι. Βλέπω ότι στην πραγματικότητα που ζω, δεν θα αντέξω πολύ καιρό. Δουλεύω δέκα ώρες την ημέρα και με δυσκολία βγαίνω οικονομικά. Προσπαθώ να βρω καλύτερη λέξη, αλλά η μόνη που ταιριάζει είναι η ξεφτίλα».

Ζητάει συγγνώμη, εξηγώντας ότι αυτό βιώνει η γενιά του. «Δεν ξέρω πόση δύναμη έχω για να συνεχίσω έτσι και του χρόνου. Κάτι σπάει». Λέει πως είναι θέμα αντοχής και επιβίωσης. «Ο ηθοποιός πρέπει να έχει χρόνο και σιωπές για να ανασυγκροτηθεί. Χρόνο να μελετήσει αλλά και για να φροντίσει τον εαυτό του, τον ύπνο του, το σώμα του, τη διατροφή του».

Οπως και άλλοι συνομήλικοί του, αγαπά το ίδιο τον κινηματογράφο και το θέατρο. «Σημασία έχει πώς συναντιέσαι με τους ανθρώπους, πώς συνδημιουργείς. Το θέατρο έχει φοβερή γοητεία και αμεσότητα, είναι η επιτομή της στιγμής. Το σινεμά αιχμαλωτίζει την ψευδαίσθηση για πάντα. Είναι εξίσου γοητευτικά και τα δύο».

Πιο γοητευτικά, για εκείνον, από το επάγγελμα του κοινωνικού λειτουργού που σπούδασε. «Στα 17 μου δεν ήξερα ακριβώς τι θα κάνω. Μου άρεσαν το θέατρο και η μουσική και βαθιά μέσα μου ίσως γνώριζα ότι θα ασχοληθώ με το πρώτο. Δεν ήμουν από τα παιδάκια που κοκκινίζουν». Μετά τις σπουδές στο Ηράκλειο στο τμήμα Κοινωνικής Εργασίας και την πρακτική στο Ελληνικό Παιδικό Χωριό στη Θεσσαλονίκη, έπρεπε να διαλέξει. «Αποφάσισα να κοιτάξω αυτό που έμοιαζε να με “κοιτά” πολύ καιρό».

Οι συνεργασίες

Από το 2008, που τελείωσε τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, συνεργάστηκε με τους Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο («Εχθροί εξ αίματος»), Εφη Θεοδώρου («Γλυκό πουλί της νιότης»), Γιώργο Λάνθιμο («Πλατόνοφ»), Λευτέρη Βογιατζή («Αμφιτρύων»), Μπάρμπαρα Βέμπερ («Ο Ορφέας στον Αδη»), Αντζελα Μπρούσκου («Εντα Γκάμπλερ»), ενώ αναμετρήθηκε με τις περφόρμανς «Βάκχες» και το «Moth».

«Σου επιστρέφει κάτι το θέατρο. Μέσω του ρόλου βλέπεις τον άνθρωπο και τον εαυτό σου. Είναι μια ζωντανή και δύσκολη σχέση, συχνά είμαι στα όριά μου, αναρωτιέμαι τι κάνω και γιατί το κάνω. Πάντα υπάρχουν ανασφάλειες. Η αναγνωρισιμότητα που δίνει ο κινηματογράφος μη νομίζετε ότι απαλύνει κάποιον πόνο, μπορεί να τον εντείνει. Με απασχολεί το γεγονός ότι ένας άνθρωπος νομίζει ότι κάτι ξέρει από εσένα επειδή σε είδε σε μια ταινία. Ξέρει μόνο αυτό το κάτι που ίσως αιχμαλώτισε ο φακός. Νομίζω ότι περισσότερο σε εγκλωβίζει η αναγνωρισιμότητα παρά σε ελευθερώνει». Το γεγονός ότι γεννήθηκε στο Τίμπιγκεν της Γερμανίας δεν τον επηρέασε, όπως λέει, σε κάτι. «Ημουν μωρό όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα». Θα ήθελε να εργαστεί στο εξωτερικό, το έχει κάνει σε κάποιες ταινίες και παραστάσεις, αλλά «δεν θέλω να φύγω από την Ελλάδα». Του φέρνω το παράδειγμα του Λάνθιμου με τον οποίο άλλωστε δούλεψε μαζί το 2011 στην παράσταση του «Πλατόνοφ». «Ναι, αλλά ο Γιώργος μένει ήδη εδώ και δέκα χρόνια έξω». Στις περφόρμανς «Βάκχες» και «Moth» έδειξε ότι τον ενδιαφέρει η σκηνοθεσία. Δεν το αρνείται. «Για να δρομολογήσεις κάτι πρέπει να έχεις χρόνο και κάποια χρήματα. Αν σκεφθούμε τι συμβαίνει στον χώρο μας, σε καλά σχήματα όπως η ομάδα “Kursk” του Χάρη Φραγκούλη που έχει άποψη, ιδιαίτερη ματιά, πρωταγωνιστές που έχουν βραβευθεί, είναι απογοητευτικό όταν βλέπεις πως τέτοιες ομάδες δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Για ποιον πολιτισμό να μιλήσουμε;».

 

Αντον Τσέχοφ, «Ιβάνωφ». Πέμπτη – Κυριακή, Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Σκηνοθεσία: Αντζελα Μπρούσκου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή