Βαρεθήκαμε να είμαστε Eλληνες;

Βαρεθήκαμε να είμαστε Eλληνες;

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουμε τη γλώσσα που μιλάμε και τις σημασίες της, η αμέλεια της εκπαίδευσης απέναντι σε ό,τι το ελληνικόν, μάλλον με υποχρεώνει να απαντήσω καταφατικά στην ερώτηση του τίτλου. Επειδή βλέπω ήδη πολλούς σχολιαστές να με αντιμετωπίζουν ως νοσταλγό της «παλιάς» παιδείας, με τις εθνικοπατριωτικές κορώνες και τη μετατροπή των νέων γενεών σε τροφίμους ενός περίκλειστου ιδρύματος, το ξεκαθαρίζω ευθύς εξαρχής.

Οταν λέω «ό,τι το ελληνικόν», δεν αναφέρομαι στην ελληνοκεντρική αντίληψη που αντιμετώπιζε την Ιστορία ως κατάλογο αιώνων στους οποίους οι Ελληνες είχαν πάντα το δίκιο με το μέρος τους και τους διέκρινε μόνον ο ηρωισμός. Ούτε στην απονεύρωση του κλασικού μας πολιτισμού με την απομνημόνευση πρώτων χρόνων.

Αναφέρομαι σε όλη αυτήν την ύλη που σε πείθει ότι η γλώσσα που μιλάς έχει τη δική της αξία, ότι μπορεί να γεννήσει και να υπερασπιστεί τη σκέψη και τις ευαισθησίες ενός ανθρώπου που ζει στον 21ο αιώνα. Και ότι η εκφραστική της δύναμη δεν περιορίζεται στην παράθεση προκατασκευασμένων σκέψεων με προκατασκευασμένο τρόπο όπως γίνεται στην έκθεση ιδεών, αλλά σου δίνει τη δυνατότητα να δεις και να κρίνεις τον κόσμο που ζεις με τον δικό σου τρόπο. Η ύλη αυτή έχει ένα όνομα: λέγεται λογοτεχνία. Και έχει και υλική υπόσταση. Δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα. Την αποτελούν οι συγγραφείς και τα έργα τους, από τον Σολωμό ώς τον Σεφέρη και από τον Βιζυηνό ώς τον Βαλτινό.

Γιατί ένα δεκαπεντάχρονο παιδί να μην έχει βαρεθεί που είναι Ελληνας; Απ’ τη στιγμή που άρχισε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του του λένε πως έχει πίσω του προγόνους που έζησαν πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια και βάλε.

Επειδή δεν μπορεί να συλλάβει τη χρονική διάρκεια, αν δεν του κάτσει στον λαιμό η ιδέα, την καταπίνει αμάσητη. Κι όταν πια φτάσει στο σημείο εκείνο όπου υποτίθεται θα του εξηγήσουν τη σημασία αυτών των τριών χιλιάδων χρόνων, κοιτάζει γύρω του και λέει: Αν τόσα χρόνια δούλεψαν για να γίνει αυτό που ζω άσ’ τα καλύτερα. Ας ψάξω αλλού. Πού θα βρει τα επιχειρήματα για να αγαπήσει τον τόπο του;

Επειδή μεγάλωσα μέσα στη χούντα έμαθα να τον αγαπάω απ’ τα διαβάσματά μου. Η καθημερινότητα με απωθούσε, όμως οι Ορνιθες του Χατζιδάκι, ο Επιτάφιος του Θεοδωράκη και του Ρίτσου, η ποίηση του Σεφέρη, η ζωγραφική του Τσαρούχη με συμφιλίωναν μαζί του. Οι δάσκαλοί μου στο Παρίσι μού έμαθαν να τον αγαπάω, επειδή κι αυτοί τον αγαπούσαν.

Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης έγραψε ότι τα greeklish είναι κίνδυνος για τις νέες γενιές. Συμφωνώ. Αρκεί να επισημάνουμε τη διαφορά. Αλλο greeklish και άλλο η αγγλική, η «κοινή» του κόσμου μας. Η γλωσσομάθεια είναι απαραίτητο όπλο για το Ελληνόπουλο που ξέρει ότι αν περάσει τα σύνορα της χώρας, ακόμη κι αν δεν χρειαστεί να δείξει διαβατήριο, οφείλει να μιλάει τουλάχιστον μια μεγάλη γλώσσα, κατά προτίμησιν αγγλικά. Ομως, ούτε αυτό μπορεί να του το προσφέρει η εκπαίδευσή του. Η κατάσταση, λόγω Διαδικτύου, έχει βελτιωθεί από τα τουριστικά αγγλικά των προηγούμενων γενεών, όμως η πραγματική γνώση των αγγλικών, των γαλλικών, των γερμανικών εξακολουθεί να παραμένει προνόμιο των επιλέκτων.

Δεν είμαι γλωσσολόγος, πιστεύω όμως ότι αν η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας –όσο κι αν ο όρος αμφισβητείται, εγώ πιστεύω στην ύπαρξή της– δεν σε εξοπλίζει με το απαραίτητο γλωσσικό αίσθημα, τότε και οι υπόλοιπες καταγράφονται μηχανικά. Πώς θα καταλάβεις τον Καμύ αν δεν έχεις νιώσει το ρίγος της λογοτεχνίας στη γλώσσα που μιλάς; Το λέω εκ πείρας. Απελευθερώθηκα με τα γαλλικά όταν ένας σπουδαίος δάσκαλος, ο Πέτρος Παπαδόπουλος, έριξε στο εφηβικό γραφείο μου τον «Ξένο» στα γαλλικά και μου ζήτησε να τον διαβάσω. Ημουν 15 και γαλλικά έκανα από τα 5 μου. Ακολούθησε «Η ελπίδα» του Μαλρώ.

Δύσκολη δουλειά να δηλώνεις Ελληνας εν έτει 2019. Δεν αναφέρομαι στα πρακτικά, τα οικονομικά και τα λοιπά. Αναφέρομαι στο ουσιώδες, στον τρόπο που αντιδρά ο συνομιλητής σου. Οι Ελληνόπαιδες διαπρέπουν εκτός συνόρων. Διαπρέπουν όμως ως άτομα, όχι ως κοινότητα. Απ’ τον Τσιτσιπά έως τον τελευταίο γιατρό. Ως κοινότητα συμπεριφερόμαστε σαν να έχουμε βαρεθεί τον εαυτό μας, και τη συνύπαρξή μας. Αυτό εκφράζουν ο κυνισμός της πολιτικής μας ηγεσίας και η αδράνεια της πνευματικής ελίτ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή