Το παρασκήνιο μιας σκληρής διαπραγμάτευσης

Το παρασκήνιο μιας σκληρής διαπραγμάτευσης

6' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τρεις φορές στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς η ελληνική πλευρά θεώρησε πως έχει φτάσει σε συμφωνία για το πλαίσιο της πρώτης κατοικίας και τρεις φορές διαψεύσθηκε. Χρειάστηκαν αρκετές εβδομάδες για να αντιληφθεί ότι αυτή τη φορά απέναντί της δεν βρισκόταν ο «φιλικός» Μοσκοβισί ή ο «ανεκτικός» Γιούνκερ, αλλά ένας από τους σκληρούς της Κομισιόν, ο αντιπρόεδρός της και αρμόδιος για θέματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας Βάλντις Ντομπρόβσκις.

Και, μάλιστα, όχι μόνος, αλλά σε κοινό μέτωπο με την ΕΚΤ, η οποία μπορεί να μην υψώνει τους τόνους, αλλά υποχωρεί δύσκολα απ’ ό,τι έχει ορίσει ως κόκκινη γραμμή σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Ο επικεφαλής των τεχνικών κλιμακίων στις συζητήσεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας δεν ήταν, όπως συμβαίνει συνήθως, στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων (DG Ecfin), αλλά της Γενικής Διεύθυνσης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις κεφαλαιαγορές (DG Fisma), επικεφαλής της οποίας είναι ο κ. Ντομπρόβσκις. Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν και η ΕΚΤ «υποχρέωσαν» τον επικεφαλής των θεσμών και υφιστάμενο του επιτρόπου Μοσκοβισί, Ντέκλαν Κοστέλο, να κρατήσει άτεγκτη στάση μέχρις ότου η κυβέρνηση υποχρεωθεί να κάνει τις απαιτούμενες αλλαγές, ακόμη και μετά την κατάθεση της τροπολογίας. Να σημειωθεί άλλωστε ότι για να ανάψει το πράσινο φως, κυβέρνηση και θεσμοί έχουν ξεκινήσει ήδη τις διαπραγματεύσεις και για τη δευτερογενή νομοθεσία, δηλαδή τις υπουργικές αποφάσεις που θα εξειδικεύουν την εφαρμογή του νέου νόμου.

Η πρώτη κυβερνητική αναδίπλωση έγινε από την αρχική φάση των διαπραγματεύσεων, όταν πέραν του ορίου της οφειλής και της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, άρχισαν να μπαίνουν οι διάφοροι «κόφτες», με βασικότερο τα περιουσιακά κριτήρια. Η ουσιαστική όμως υπαναχώρηση της κυβέρνησης έγινε σε δύο βασικά θέματα. Το πρώτο ήταν το ύψος της περιουσίας που μπορεί να διαθέτει κάποιος για να ενταχθεί στη ρύθμιση και το δεύτερο η μείωση του ύψους της οφειλής και της αντικειμενικής αξίας της πρώτης κατοικίας ειδικά για όσους έχουν οφειλές από επιχειρηματικά δάνεια. Στο θέμα των επιχειρηματικών δανείων η κυβέρνηση υποχρεώθηκε σε πρώτη φάση να συναινέσει μειώνοντας την αντικειμενική αξία της πρώτης κατοικίας από τις 250.000 ευρώ που προστατεύεται για τα φυσικά πρόσωπα, στις 175.000 ευρώ για τη συγκεκριμένη κατηγορία δανειοληπτών. Στη συνέχεια, υποχρεώθηκε να συναινέσει και στη μείωση του υπολοίπου της οφειλής που μπορεί να ενταχθεί για ρύθμιση από τις 130.000 ευρώ που ισχύει για τα φυσικά πρόσωπα στις 100.000 ευρώ για όσους έχουν οφειλή από επιχειρηματικό δάνειο. Υπενθυμίζεται ότι οι θεσμοί και δη η ΕΚΤ σε απόλυτη ευθυγράμμιση με την αρμόδια διεύθυνση της Κομισιόν, ήταν εξαρχής αντίθετοι με την ένταξη των επιχειρηματικών δανείων, κρατώντας σκληρή γραμμή που οδήγησε τελικώς σε μια ενδιάμεση συμβιβαστική λύση.

Η απόλυτη ωστόσο επικράτηση των Βρυξελλών αποτυπώθηκε στο θέμα των περιουσιακών στοιχείων που μπορεί να έχει στη διάθεσή του ο οφειλέτης, προκειμένου να ρυθμίσει την οφειλή του και εκεί είναι σαφές ότι η κυβέρνηση ηττήθηκε κατά κράτος. Τα αρχικά όρια που είχε προτείνει η κυβέρνηση, προσδιορίζοντας στο 200% της οφειλής το ύψος της λοιπής ακίνητης περιουσίας που μπορεί να έχει ο δανειολήπτης και στο 50% της οφειλής το ύψος των καταθέσεων, οδηγώντας το επιτρεπόμενο όριο στις 260.000 και στις 65.000 ευρώ αντίστοιχα, πετσοκόπηκαν πριν ακόμη το νομοσχέδιο κατατεθεί στη Βουλή. Ετσι, τα νέα όρια που ισχύουν τόσο για όσους έχουν στεγαστικό δάνεια όσο και για αυτούς που πήραν επιχειρηματικό με προσημείωση της πρώτης κατοικίας τους, περιορίστηκαν στις 80.000 ευρώ ως αξία ακίνητης περιουσίας και μάλιστα αθροιστικά, δηλαδή όχι μόνο για τον οφειλέτη, αλλά για το ζευγάρι και όλα τα εξαρτώμενα μέλη, σε μια προσπάθεια να προβλεφθεί το γεγονός ότι αρκετές οικογένειες έχουν διαμοιράσει την ακίνητη περιουσία τους μεταξύ των μελών της. Χαρακτηριστικό της αυστηρότητας με την οποία αντιμετωπίστηκε το θέμα από την πλευρά των θεσμών, είναι ότι στην αξία της ακίνητης περιουσίας συνυπολογίζονται και τα μεταφορικά μέσα της οικογένειας. Αντίστοιχη αυστηρότητα υπήρξε και στο θέμα των καταθέσεων και των χρηματοοικονομικών προϊόντων που μπορεί να έχει κάποιος, το όριο των οποίων περιορίστηκε στις 15.000 ευρώ, συνυπολογίζοντας όχι μόνο τα μετρητά αλλά και κάθε είδους χρηματοοικονομικό προϊόν, όπως τα ασφαλιστήρια συμβόλαια αλλά και τα πολύτιμα μέταλλα.

«Φρένο» στους στρατηγικούς κακοπληρωτές

Συντριπτική ήταν η υπαναχώρηση της κυβέρνησης στον τρόπο αντιμετώπισης των στρατηγικών κακοπληρωτών, καθώς οι ασφαλιστικές δικλίδες που μπήκαν στον νόμο κατ’ απαίτησιν των θεσμών επιχειρούν να κλείσουν τα «παράθυρα» της εύκολης μετάβασης από την εξωδικαστική ρύθμιση στη δικαστική προστασία και να περιορίσουν τη δυνατότητα κατάχρησης του νέου πλαισίου.

Η ύπαρξη δύο παράλληλων διαδικασιών προστασίας, της εξωδικαστικής διαδικασίας και της δικαστικής, ήταν άλλωστε σταθερό σημείο διαφωνίας το τελευταίο διάστημα με τους θεσμούς, που επέμειναν ότι ο νόμος Κατσέλη θα πρέπει να αναθεωρηθεί άμεσα προκειμένου η προστασία να είναι μία και ενιαία. Για τον αποκλεισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών ο νέος νόμος προβλέπει τις εξής περιπτώσεις:

• Ο δανειολήπτης κάνει αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, αλλά η αίτησή του απορρίπτεται λόγω μη επιλεξιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να καταφύγει δικαστικώς για τη ρύθμιση των δανείων του καταβάλλοντας το 10% της δόσης που του αναλογούσε με βάση τη σύμβαση που είχε με την τράπεζα.

• Ο δανειολήπτης κάνει αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και πληροί τα κριτήρια. Η τράπεζα του προτείνει τη ρύθμιση, αλλά ο δανειολήπτης την απορρίπτει και καταφεύγει στο δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να καταβάλλει το 100% της δόσης που του πρότεινε η τράπεζα.

• Ο δανειολήπτης κάνει αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, πληροί τα κριτήρια, αλλά η τράπεζα δεν προτείνει ρύθμιση. Ο δανειολήπτης μπορεί να καταφύγει στο δικαστήριο για να επιτύχει προσωρινή προστασία της πρώτης κατοικίας του, αλλά υποχρεούται να πληρώνει το 30% της τελευταίας ρυθμισμένης δόσης.

• Ο δανειολήπτης κάνει αίτηση στην ηλεκτρονική πλατφόρμα και κρίνεται επιλέξιμος, δηλαδή ότι πληροί τα κριτήρια για να ρυθμίσει την οφειλή του. Στην περίπτωση αυτή, ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται στην πλατφόρμα και η οφειλή ρυθμίζεται με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο, οι τράπεζες υποχρεούνται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης να απευθύνουν πρόταση για τη ρύθμισης της οφειλής. Αντιστοίχως, ο οφειλέτης έχει διάρκεια ενός μήνα από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της πρότασης από την πλευρά του πιστωτή ή των πιστωτών να αποδεχθεί ή να απορρίψει την αίτηση.

Αν η προθεσμία παρέλθει άκαρπη, θεωρείται ότι η πρόταση απερρίφθη και η διαδικασία συναινετικής ρύθμισης λύεται. Σε μια προσπάθεια να κάμψει τις επιφυλάξεις των θεσμών και κυρίως της ΕΚΤ για τον κίνδυνο δημιουργίας κουλτούρας ασυνέπειας, το νομοσχέδιο προβλέπει επιπλέον πέναλτι για τις περιπτώσεις που ο δανειολήπτης απορριφθεί και από την πλατφόρμα και από το δικαστήριο ως μη επιλέξιμος. Συγκεκριμένα, εάν ο οφειλέτης δεν πληροί τα κριτήρια του νόμου και μετά την ηλεκτρονική αίτηση επιμείνει καταφεύγοντας στη δικαστική προστασία και το δικαστήριο κρίνει τον αιτούντα ως μη επιλέξιμο, θα τον υποχρεώσει να πληρώσει ως πέναλτι το 5% της συνολικής οφειλής για την οποία ζήτησε ρύθμιση, με κατώτερο όριο τα 1.500 ευρώ και ανώτερο τις 5.000 ευρώ. Να σημειωθεί ότι το δικαστήριο θα αξιολογήσει τον οφειλέτη που επικαλείται ότι κακώς απορρίφθηκε από την πλατφόρμα και αιτείται την προστασία της πρώτης κατοικίας του, με βάση τα κριτήρια του νέου νόμου. Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει επίσης ασφαλιστικές δικλίδες για τις περιπτώσεις που ο οφειλέτης δεν τηρήσει τη ρύθμιση.

Ετσι, εάν αθετήσει την καταβολή των δόσεων, με συνέπεια το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση να υπερβεί την αξία τριών μηνιαίων δόσεων, ο οφειλέτης χάνει την προστασία και εκπίπτει της ευνοϊκής ρύθμισης. Η άρση της προστασίας αφορά τόσο την πρώτη κατοικία όσο και την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, για την οποία η τράπεζα μπορεί να ζητήσει τη ρευστοποίησή της.

Σε περίπτωση επίσης κατά την οποία η υπεύθυνη δήλωση περί ακρίβειας των στοιχείων του αποδειχθεί ψευδής και εφόσον η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντος, προβλέπονται η ακύρωση της ρύθμισης, η έκπτωση όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν και η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή ο πλειστηριασμός της πρώτης κατοικίας από την τράπεζα. Με τον ίδιο τρόπο το Δημόσιο ζητεί την επιστροφή της επιδότησης και μάλιστα εντόκως με επιτόκιο 5%.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή