Πλησιάζει το τέλος των ορυκτών καυσίμων;

Πλησιάζει το τέλος των ορυκτών καυσίμων;

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δημήτρης Ιμπραήμ*: Οικονομικώς ασύμφορα

Το πρόγραμμα ανάπτυξης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη ανακολουθία με τις τεκτονικές αλλαγές στη διεθνή αγορά ενέργειας και αποτελεί κίνδυνο για την εθνική οικονομία. Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), η παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου και φυσικού αερίου πρέπει να μειωθεί κατά 34,3% και 26,2% αντίστοιχα έως το 2030, ώστε να συγκρατήσουμε την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από το ασφαλές όριο του 1,5 βαθμού Κελσίου. Ακόμα και ο παραδοσιακά συντηρητικός Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) παραδέχεται ότι σε σενάριο τήρησης των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, η παγκόσμια ζήτηση για υδρογονάνθρακες θα μειωθεί κατά τουλάχιστον 33% έως το 2040.

Oι υδρογονάνθρακες αναμένεται να αντικατασταθούν κυρίως από την ηλεκτροπαραγωγή μέσω ΑΠΕ, ακόμα και στον κλάδο των μεταφορών, ενώ το κόστος της καθαρής ηλεκτροπαραγωγής και των τεχνολογιών αποθήκευσης έχει καταρρεύσει μέσα σε λίγα χρόνια και ήδη ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τα ορυκτά καύσιμα.

Οι προεκτάσεις των παραπάνω εξελίξεων για τα οικονομικά των υδρογονανθράκων είναι αμείλικτες. Ο συνδυασμός διεθνών και ευρωπαϊκών πολιτικών (φορολογία άνθρακα, σταδιακή απαγόρευση κινητήρων εσωτερικής καύσης κ.ά.) και τεχνολογικής καινοτομίας (π.χ. ηλεκτροκίνηση, τεχνολογίες διαχείρισης της ζήτησης) θα μειώσουν τη ζήτηση για υδρογονάνθρακες, καθιστώντας πολλά κοιτάσματα μη αποδοτικά και αχρηστεύοντας τρισεκατομμύρια δολάρια επενδύσεων σε αυτά. Γι’ αυτό άλλωστε η διεθνής επενδυτική κοινότητα ανησυχεί για την έκθεσή της σε επενδύσεις υδρογονανθράκων, μιλάει για το ρίσκο «αδρανών κεφαλαίων» (stranded assets) και στρέφεται προς την καθαρή ενέργεια.

Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, η ελληνική και ξένη πετρελαϊκή βιομηχανία επιλέγει μια πάγια στάση στρουθοκαμηλισμού. Ποντάρει στο ότι είτε θα καταφέρει τελικά (βλ. υπόθεση Exxon στο Ευρωκοινοβούλιο) να υπονομεύσει τις προσπάθειες των κρατών να επιβάλουν τις απαραίτητες πολιτικές για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής είτε στο ότι θα τη διασώσουν εντέλει οι φορολογούμενοι. Οπως όμως μας διδάσκει η οικονομική ιστορία, οι βιομηχανίες που αποτυγχάνουν να προσαρμοστούν στην εξέλιξη έχουν κατά κανόνα (παραφράζοντας τον Βρετανό φιλόσοφο Τόμας Χομπς) έναν «άσχημο, κτηνώδη και σύντομο» βίο.

* Ο κ. Δημήτρης Ιμπραήμ είναι υπεύθυνος εκστρατείας του WWF ενάντια στους υδρογονάνθρακες.

Λιάνα Γούτα*: Η ζήτηση θα συνεχιστεί

Ηκλιματική αλλαγή αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες προκλήσεις. Στην Ε.Ε. ηγούμαστε της παγκόσμιας κλιματικής δράσης, προωθώντας τη μετάβαση προς μια Οικονομία Χαμηλού Ανθρακα, με σενάρια μείωσης CO2 για το 2050, από 80-100%.

Το σύνολο της ευρωπαϊκής διύλισης συμμερίζεται τους φιλόδοξους αυτούς στόχους και επιθυμεί να συμβάλει στην επίτευξή τους. Είναι ο πρώτος βιομηχανικός κλάδος που παρουσίασε μια ολοκληρωμένη πρόταση για την ενεργειακή μετάβαση με τον τίτλο «Οραμα 2050». Συμμετέχοντας ενεργά στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού οράματος, ο όμιλος ΕΛΠΕ επενδύει σε ΑΠΕ, προηγμένα βιοκαύσιμα και αναδυόμενες τεχνολογίες, με ένα ευρύ επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 200-250 εκατ. ευρώ για την επόμενη πενταετία. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε τον μελλοντικό ρόλο των υγρών καυσίμων και των διυλιστηρίων. Η Ε.Ε. και οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν ότι μέχρι το 2050 τα πετρελαϊκά προϊόντα θα αποτελούν σημαντικό ποσοστό του ενεργειακού μείγματος της Ε.Ε., ενώ η παγκόσμια ζήτησή τους θα αυξάνεται μέχρι το 2040. Κι αυτό γιατί η μείωση κατανάλωσης που αναμένεται σε επιβατικά αυτοκίνητα, κτίρια και στην ηλεκτροπαραγωγή, θα υπερκερασθεί από την αύξηση σε αερομεταφορές, ναυτιλία και παραγωγή χημικών – κλάδους για τους οποίους δεν υπάρχουν τεχνολογίες για αντικατάσταση των υγρών καυσίμων.

Ετσι, η διύλιση έχει μια διπλή πρόκληση μπροστά της: να μειώνει συνεχώς τις εκπομπές CO2, συνεχίζοντας να τροφοδοτεί αξιόπιστα την οικονομία με τα απαραίτητα υγρά καύσιμα. Πώς θα γίνει αυτό; Tο «Οραμα 2050» δείχνει έναν διπλό δρόμο, αφενός με τεχνολογίες μείωσης των εκπομπών άνθρακα και αφετέρου με σταδιακή τροφοδοσία των διυλιστηρίων με νέες πρώτες ύλες: βιοκαύσιμα, υδρογόνο, απόβλητα, ΑΠΕ, ανανεώσιμο ηλεκτρισμό, επαναχρησιμοποίηση CO2. Τα υγρά καύσιμα του μέλλοντος θα είναι χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα και θα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, προηγμένα βιοκαύσιμα ή ακόμα και συνθετικά καύσιμα. Το διυλιστήριο του μέλλοντος θα μετεξελιχθεί σε ενεργειακό κέντρο χαμηλού άνθρακα, σε στενή συνεργασία με τους κλάδους πετροχημικών, βιοκαυσίμων, ηλεκτροπαραγωγής και τηλεθέρμανσης. Ετσι, ο κλάδος της διύλισης μπορεί και οφείλει να αποτελέσει μέρος της λύσης για τη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα, συνεχίζοντας να παρέχει ενεργειακή ασφάλεια και αξιοπιστία.

* Η κ. Λιάνα Γούτα είναι διευθύντρια Ενεργειακής Πολιτικής & Διεθνών Σχέσεων του ομίλου Ελληνικά Πετρέλαια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή