Τι θα ψήφιζε ο Κέινς;

3' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κορυφαίος κοινωνιολόγος που με τιμά με τη φιλία του, ο Νίκος Μουζέλης («Η Γέφυρα και ο Νεοφιλελευθερισμός», Νέα 6/4) αντικρούει την κριτική μου στο κείμενο διακήρυξης της «Γέφυρας», της φιλο-ΣΥΡΙΖΑ πρωτοβουλίας κεντροαριστερών διανοουμένων και στελεχών (Καθημερινή, 3/3).

Ο Ν.Μ. μου προσάπτει παρερμηνεία της διακήρυξης, όμως ο ίδιος παρερμηνεύει τη δική μου θέση, γράφοντας ότι «στο άρθρο του ο συγγραφέας τονίζει πως είναι […] υπέρ του νεοφιλελευθερισμού». Πρώτον, αυτό δεν ισχύει και, δεύτερον, ούτε είμαι ούτε υπήρξα «υπέρ του νεοφιλελευθερισμού». Εάν έπρεπε να αυτοπροσδιοριστώ, θα περιέγραφα τον εαυτό μου ως προοδευτικό κεντρώο ή φιλελεύθερο σοσιαλδημοκράτη. Στις ΗΠΑ με εκφράζει η αριστερή (liberal) πτέρυγα των Δημοκρατικών, στην Ευρώπη οι δυνάμεις του προοδευτικού Κέντρου και της φιλελεύθερης Κεντροαριστεράς. Το μότο του πρώτου βιβλίου μου ξεκινάει με τον Κέινς. Πάντως «νεοφιλελεύθερος» δεν είμαι. Δηλαδή δεν πιστεύω στο ελάχιστο, αλλά στο αναγκαίο κράτος, δεν θεωρώ ότι οι αγορές αυτορρυθμίζονται επιτυχώς – οι αποτυχίες τους συναγωνίζονται τις αποτυχίες του κράτους.

Αυτό ακριβώς όμως ήθελα να αναδείξω: ότι η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιβάλλει μια συνειδητή, συστηματική στροφή ενίσχυσης των αγορών, εξωστρέφειας, διεθνοποίησης, ιδιωτικών επενδύσεων, μείωση της γραφειοκρατίας και των φόρων τέτοια, που να μπορεί να υπηρετηθεί μόνο από έναν πολιτικό φορέα πεπεισμένο για την αναγκαιότητά της. Και αυτός δεν μπορεί να είναι ένας φορέας που επιτίθεται στους ανεμόμυλους του «νεοφιλελευθερισμού» ενώ κατοικούμε στην πιο κρατικιστική, κλειστή, υπερπαρεμβατική και εσωστρεφή οικονομία της Ευρωζώνης. Μιας Ευρωζώνης στην οποία, ελλείψει συναλλαγματικής υποτίμησης, οι προσαρμογές ανταγωνιστικότητας απαιτούν κατ’ εξοχήν ευέλικτες αγορές.

Σημασία έχει από πού ξεκινάς. Σε μια οικονομία αβυσσαλέων ανισοτήτων εισοδήματος και πλούτου, υποτυπώδους κοινωνικού κράτους, πανίσχυρου χρηματοπιστωτικού τομέα, μονοπωλιακής ισχύος πολυεθνικών επιχειρήσεων, εκεί η αναγκαία πολιτική πρέπει να κλίνει προς τα αριστερά. Αυτές είναι οι ΗΠΑ, εν μέρει και η Βρετανία.

Οχι όμως και η Ελλάδα. Οπως δέχεται ο ίδιος ο Ν.Μ., «η χώρα μας είχε μια κρατικιστική, αναποτελεσματική οικονομία και παραμένει σε αυτή την κατάσταση σήμερα». Τότε όμως δεν είναι λογικό να υποστηρίζει κάποιος ότι πρέπει να πάμε προς περισσότερη αγορά, διεθνοποίηση, ανταγωνισμό, προσέλκυση επενδύσεων; Υποθέτω ότι εάν ο Κέινς εγκατέλειπε προσωρινά τις αιώνιες μονές και κατερχόταν στην Ελλάδα, επενδυτής ο ίδιος και θαυμαστής των animal spirits, θα έκλινε να ψηφίσει Κυριάκο Μητσοτάκη (ιδίως καθώς η βραχύτητα της επίσκεψης θα τον προφύλασσε από μια πλήρη εικόνα του βαθέος κόμματος Ν.Δ.).

Αλλά κι η διάκριση ιδιωτικού – κρατικού είναι εν μέρει παρωχημένη. Η Mariana Mazuccato έχει δείξει ότι πολλές διεθνώς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις τεχνολογίας στηρίχθηκαν σε εύστοχες κρατικές πολιτικές υποστήριξης και επιδοτήσεων. Επομένως, όσο θέλουμε τις αγορές να αναπτυχθούν, άλλο τόσο αναγνωρίζουμε έναν καίριο ρόλο στο κράτος, έξυπνης ενίσχυσης και όχι απλώς «νυχτοφύλακα».

Oμως εμείς έχουμε το πιο εχθρικό προς το επιχειρείν κράτος στην Ε.Ε. Το σύνολο (stock) των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα είναι μόλις 16% του ΑΕΠ. Στην Ισπανία είναι 47%, στην Πορτογαλία 60%, 22% στην αμέσως επόμενη Ιταλία (που έχει τις δικές της πολυεθνικές), 52% στην Ε.Ε. (στοιχεία 2017). Η υστέρησή μας δεν είναι συνέπεια της κρίσης – έτσι ήταν πάντα. Είναι όμως σαφές ότι η άνοδος στην αλυσίδα αξίας και τεχνολογικής ποιότητας (που βελτιώνει την παραγωγικότητα και αυξάνει τα εισοδήματα) απαιτεί επιθετική διεθνοποίηση και άνοιγμα στις παγκόσμιες αγορές προϊόντων, υπηρεσιών, κεφαλαίων, τεχνολογίας.

Γράφει ο Ν.Μ.: «Oι ανισότητες και η απίστευτη συγκέντρωση πλούτου οδήγησαν στη φτωχοποίηση και περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, φαινόμενο που εξηγεί την άνοδο του Τραμπ και του λαϊκισμού στην Ε.Ε.». Oμως αυτό ισχύει κυρίως για τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Στην ηπειρωτική Ευρώπη οι ανισότητες είναι σχετικά χαμηλότερες και ο λαϊκισμός είναι κυρίως απόρροια εθνικισμού, αντιμεταναστευτικής ρητορικής – στην Ιταλία επιπλέον οικονομικής στασιμότητας. Στον Νότο είχαμε τον αντιμνημονιακό λαϊκισμό των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, του πρώτου γνήσια λαϊκιστικού συνασπισμού στην Ε.Ε. Καταλήξαμε σε υφεσιακή λιτότητα χρεοκοπώντας λόγω ανεξέλεγκτων δημοσίων ελλειμμάτων και υπέρογκου δημοσίου χρέους. Δεν συνιστούμε ακριβώς παράδειγμα νεοφιλελευθερισμού.

Eχουμε τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη σε διεθνή ανταγωνιστικότητα, ευκολία του επιχειρείν, ελκυστικότητα προς τις επενδύσεις. Οι δείκτες ανισότητας δεν είναι χειρότεροι από την ηπειρωτική Ευρώπη, οι δείκτες απόλυτης φτώχειας είναι, αποτέλεσμα της μακράς ανεργίας, που απαιτεί ανάκαμψη οικονομικής δραστηριότητας, ιδιωτικές επενδύσεις, ευελιξία θεσμών και αγορών για να βελτιωθεί. Η οικονομία μας αντιμετωπίζει βαριά προβλήματα και προκλήσεις που απειλούν την επιβίωση της χώρας. O «νεοφιλελευθερισμός» δεν είναι μεταξύ αυτών.

* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης. αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή