Ο Ασάντζ, η Αμερική του Τραμπ και ο Τύπος

Ο Ασάντζ, η Αμερική του Τραμπ και ο Τύπος

5' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Επί επτά ολόκληρα χρόνια, ο Τζούλιαν Ασάντζ δεν εννοούσε να εγκαταλείψει τα λιγοστά τετραγωνικά μέτρα που του είχε παραχωρήσει η πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Λονδίνο, υποστηρίζοντας ότι με το που θα πατήσει το πόδι του στον έξω κόσμο, θα συλληφθεί και θα εκδοθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι φόβοι του δεν ήταν υπερβολικοί. Από την Πέμπτη, ο 47χρονος Αυστραλός βρίσκεται στις λονδρέζικες φυλακές, περιμένοντας την απάντηση των βρετανικών αρχών στο αίτημα των ΗΠΑ για έκδοση.

Ο εκδότης/δημοσιογράφος/χάκερ που ενημέρωσε τους Αμερικανούς για το τι συνέβη στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και για το πώς λειτουργούσε το Γκουαντάναμο, ο άνθρωπος που προσέφερε στους ιστορικούς, στους μελετητές των διεθνών σχέσεων αλλά και στους λαούς του κόσμου μία πρωτόγνωρα διεισδυτική ματιά στη διπλωματία της υπερδύναμης, κινδυνεύει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή.

Το ομοσπονδιακό δικαστήριο της ανατολικής Βιρτζίνια, το οποίο έχει δικάσει και καταδικάσει όσους έχουν αποκαλύψει διαβαθμισμένες πληροφορίες ακόμη και αν έχουν λειτουργήσει στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, απήγγειλε στον Ασάντζ κατηγορία για συνεργασία με την Τσέλσι Μάνιγκ σε απόπειρα εισόδου στο δίκτυο υπολογιστών του Πενταγώνου.

Ο ιδρυτής των WikiLeaks δεν κατηγορείται για υποκλοπή πληροφοριών, αφού αυτές τις απέσπασε η Μάνινγκ συνδεόμενη στο σύστημα με τους δικούς της κωδικούς, αλλά για προσπάθεια εξεύρεσης άλλων κωδικών, τους οποίους θα χρησιμοποιούσε η Μάνινγκ ώστε να καλυφθούν τα ίχνη της.

Ο στόχος του δικαστηρίου

Οπως προκύπτει από το κατηγορητήριο, η προσπάθεια του Ασάντζ απέτυχε. Ποινικοποιώντας τη συνεργασία του δημοσιογράφου με την πηγή των πληροφοριών και όχι την ίδια τη δημοσίευση των πληροφοριών αυτών, το αμερικανικό δικαστήριο προσπαθεί να προλάβει μια υπερασπιστική γραμμή που θα βασίζεται στην ελευθερία του λόγου.

Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα που προκύπτουν από την παραπομπή του Ασάντζ στη Δικαιοσύνη για τον πυρήνα της δουλειάς του, τις αποκαλύψεις του 2010, είναι τεράστια. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι η υπόθεση Ασάντζ είναι η πλέον κομβική όλων των εποχών γύρω από το ζήτημα της σύγκρουσης του δημοσίου συμφέροντος με την τάση των ισχυρών οργανισμών να προστατεύουν με πέπλο μυστικότητας τις ενέργειές τους, επικαλούμενες λόγους εθνικής ασφαλείας.

Η μόνη υπόθεση που θα μπορούσε να τη συναγωνιστεί, αυτή που αφορά τις αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν για την αρχιτεκτονική ολοκληρωτικής παρακολούθησης, δεν έχει φθάσει στη Δικαιοσύνη γιατί ο Σνόουντεν κατορθώνει μέχρι στιγμής να διαφεύγει τη σύλληψη.

Το CNN μετέδωσε ότι θα απαγγελθούν και άλλες κατηγορίες εις βάρος του Ασάντζ, πέρα από την παρούσα, η οποία επισύρει ποινή φυλάκισης έως και πέντε ετών – αλλά ακόμη και αν αυτό δεν ισχύει και το κατηγορητήριο μείνει ως έχει, τίθενται πολύ σημαντικά ζητήματα φίμωσης του Τύπου.

Δεν είναι τυχαίο ότι δημοσιογράφοι, μέσα ενημέρωσης και οργανισμοί που είχαν έντονες προστριβές με τον Ασάντζ έσπευσαν σε υπεράσπισή του. «Οποιαδήποτε νομική θεωρία μπορεί να χρησιμοποιήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης εναντίον του Ασάντζ, μπορεί να τη χρησιμοποιήσει εναντίον όλων μας», έγραψε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» η Μισέλ Γκόλντμπεργκ, ξεκαθαρίζοντας ότι το κίνητρό της δεν είναι η συμπάθεια προς τον Ασάντζ, τον οποίο χαρακτηρίζει «μισητή προσωπικότητα».

Ο βρετανικός «Γκάρντιαν», εφημερίδα που αρχικά συνεργάστηκε με τον Ασάντζ και εν συνεχεία διατηρούσε μαζί του μια σχέση που μπορεί να περιγραφεί ως «βεντέτα», έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου. «Ο Ασάντζ πιστεύει στη δημοσιοποίηση πραγμάτων που δεν θα έπρεπε να δημοσιευθούν, αλλά έχει ρίξει και φως σε πράγματα που δεν έπρεπε να μείνουν κρυμμένα», έγραψε ο «Γκάρντιαν» στο κύριο άρθρο του. «Οταν έρθει το αίτημα από την Ουάσιγκτον, η απάντηση πρέπει να είναι ένα ξεκάθαρο όχι. Δεν θα ήταν ούτε ασφαλές ούτε σωστό να εκδοθεί ο Ασάντζ στην Αμερική του Τραμπ».

Επί Μπαράκ Ομπάμα, το υπουργείο Δικαιοσύνης είχε εξετάσει το ενδεχόμενο απαγγελίας κατηγοριών εις βάρος του Ασάντζ, αλλά το είχε απορρίψει με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε τρόπος να στραφεί εναντίον της WikiLeaks, χωρίς να στραφεί παράλληλα εναντίον των New York Times, της Washington Post, της Le Monde, του Der Spiegel και άλλων εντύπων που συστηματικά δημοσιεύουν διαβαθμισμένες πληροφορίες. Είτε επειδή κάποιος αξιωματούχος προχωράει σε επιλεκτικές «διαρροές» προς τον Τύπο, είτε επειδή οι ρεπόρτερ καλλιεργούν σχέσεις με πηγές στο εσωτερικό κυβερνήσεων και οργανισμών, η αποκάλυψη εγγράφων βρίσκεται στον πυρήνα της λειτουργίας της δημοσιογραφίας.

Διαδεδομένη πρακτική

Οι λεπτομέρειες της συνεργασίας του Ασάντζ με τη Μάνινγκ, που περιγράφονται ως επιβαρυντικά στοιχεία στο κατηγορητήριο (το ότι επικοινωνούσαν με κρυπτογραφημένα μηνύματα, το ότι η WikiLeaks διέθετε μηχανισμό ανώνυμης υποβολής εγγράφων, το ότι ο Ασάντζ ζήτησε από τη Μάνινγκ να έχει τα μάτια της ανοικτά κοιτάζοντας για περισσότερο υλικό), είναι πρακτικές στις οποίες επιδίδονται όλοι οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί που σέβονται τον εαυτό τους. «Νομίζω ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ξεκινάει μια προσπάθεια ποινικοποίησης της δημοσιογραφίας», υποστήριξε ο ιδρυτής της ιστοσελίδας The Intercept, Γκλεν Γκρίνγουολντ.

Στο μεταξύ, ο ρόλος των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers) έχει ήδη ποινικοποιηθεί, όπως διαπίστωσε η Τσέλσι Μάνινγκ, που καταδικάστηκε σε 35ετή κάθειρξη, ποινή από την οποία εξέτισε τα επτά χρόνια, πριν λάβει χάρη από τον Μπαράκ Ομπάμα.

Επειτα από σχεδόν δύο χρόνια ελευθερίας, η Μάνιγκ επέστρεψε στη φυλακή τον περασμένο μήνα, γιατί αρνήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας στην προκαταρκτική έρευνα γύρω από τον Τζούλιαν Ασάντζ, υποστηρίζοντας πως ό,τι έχει να πει, το είπε. Το 2013, όταν περνούσε από στρατοδικείο, της είχε ζητηθεί επανειλημμένως να εμπλέξει τον ιδρυτή της WikiLeaks στην αφαίρεση των 750.000 εγγράφων. Η απάντησή της: «Αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη όσων έπραξα».

Οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ και η λάθος εκτίμηση

Η ψυχολογική εξόντωση, τόσο της Μάνινγκ όσο και του Ασάντζ, παραμένει ζητούμενο για όσους εξέθεσαν οι αποκαλύψεις τους. Η εικόνα του Ασάντζ, γερασμένου 40 χρόνια μέσα σε διάστημα επτά ετών, που μεταφερόταν σηκωτός από επτά άνδρες της βρετανικής ασφάλειας έξω από την πρεσβεία του Εκουαδόρ προσέφερε βαθιά ικανοποίηση στο κατεστημένο εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, αλλά και στο κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο αποδίδει στον Ασάντζ την ευθύνη για την ήττα της Χίλαρι Κλίντον το 2016.  Από τα έγγραφα του Δημοκρατικού Κόμματος που δημοσίευσαν τη χρονιά εκείνη τα WikiLeaks, φάνηκε μεταξύ άλλων ότι η Χίλαρι Κλίντον είχε χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό του κόμματος για να εξασφαλίσει το χρίσμα εις βάρος του Μπέρνι Σάντερς. Αντί το κόμμα να αναλάβει τις βαριές ευθύνες του για την αποτυχία της πολιτικής του, που οδήγησε στην ανάδυση του φαινομένου Τραμπ, συντηρεί ώς τώρα τον βολικό μύθο ότι για όλα φταίει ο Ασάντζ.  Ο Ασάντζ ίσως πράγματι κάποια στιγμή πίστεψε ότι αν εκλεγεί ο Τραμπ, μπορεί να του δώσει χάρη – εκτίμηση που αν μη τι άλλο δείχνει το μέγεθος της απελπισίας του. Πάντως, οι εκλογές που έδωσαν τη χαριστική βολή στην προστασία του έγιναν στο Εκουαδόρ.

Ο Λένιν Μορένο

Ο νέος πρόεδρος Λένιν Μορένο του έκοψε το Ιντερνετ, του πήρε τη γάτα και του απαγόρευσε τις επισκέψεις, ενώ, στην τελευταία πράξη, του αφαίρεσε το άσυλο και ανέστειλε την ισχύ των εγγράφων με τα οποία το 2017 είχε λάβει υπηκοότητα Εκουαδόρ. Το άσυλο δεν αφαιρείται παρά μόνον αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο δόθηκε, ενώ η υπηκοότητα δεν αφαιρείται παρά μόνον σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις – και φαίνεται ότι για τον Μορένο οι αμερικανικές πιέσεις ήταν μια τέτοια εξαιρετική περίπτωση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή