Το τσιμέντο πλησιάζει το κύμα

Το τσιμέντο πλησιάζει το κύμα

7' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Aλήθεια: ένα σπίτι ή ένα ξενοδοχείο «επάνω στην άμμο» είναι για πολλούς το όνειρο των θερινών διακοπών. Ο αιγιαλός, όμως, εκτός από αποδέκτης… των διακοπών μας είναι ένα σύνθετο οικοσύστημα, η ανάγκη προστασίας του οποίου γίνεται επιτακτικότερη λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η πολιτεία, όμως, αντί να τον θωρακίσει για τις επόμενες γενιές έρχεται τα τελευταία χρόνια να μειώσει την απόσταση της δόμησης από τον αιγιαλό και να νομιμοποιήσει αυθαίρετα. Ολα αυτά, ενώ οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι η στάθμη της θάλασσας στη χώρα μας θα ανέβει έως δύο μέτρα μέσα στον αιώνα που διανύουμε και περισσότερα από 1.000 χλμ. ακτογραμμής θα εξαφανιστούν.

Ακόμα και έμπειροι μηχανικοί διστάζουν να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό: «Σε τι απόσταση από τον αιγιαλό μπορώ να χτίσω;». Δεν είναι τυχαίο. Υπάρχει ένα πλήθος διάσπαρτων διατάξεων, γενικά (για όλη τη χώρα) και ειδικά (συγκεκριμένα για κάποια περιοχή) νομοθετήματα, εγκύκλιοι που γνωρίζουν και επικαλούνται μόνο οι «γνώστες». Και φυσικά, όλα αυτά επηρεάζονται σε κάθε περίπτωση από τη γραμμή αιγιαλού και παραλίας –που λειτουργεί ως αφετηρία για τον υπολογισμό της ελάχιστης απόστασης– όπου αυτή έχει χαραχθεί (η νομοθεσία περί χάραξης αιγιαλού ανάγεται στη δεκαετία του ’40, άλλο αν δεν εφαρμόστηκε συστηματικά).

«Βάση» της νομοθεσίας για τη δόμηση κοντά στη θάλασσα είναι ένα νομοθετικό διάταγμα της δικτατορίας (439/1970), που έθεσε ως ελάχιστο όριο τα 30 μέτρα από τη γραμμή του αιγιαλού για τις κατοικίες και τα 50 μέτρα για τα ξενοδοχεία. Το 1983, ο οικιστικός νόμος (ν.1337) προέβλεψε τη θέσπιση ζώνης 500 μέτρων από την ακτογραμμή, μέσα στην οποία ο χώρος οργανώνεται με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος και του οικοσυστήματος, αλλά και τη βελτίωση της διακίνησης προς τον αιγιαλό. Η διάταξη αυτή ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούν διάφορα μικρά και μεγάλα συμφέροντα. Με τον ίδιο νόμο προβλέφθηκαν και οι Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ), που σε κάποιες περιοχές επέβαλλαν μεγαλύτερη απόσταση από τον αιγιαλό. Αργότερα, το ίδιο έπραξαν και ειδικά διατάγματα για κάποια νησιά, θέτοντας ειδικούς όρους προστασίας.

Ομως, ο βασικός κανόνας παρέμεινε ο ίδιος. Μια ρύθμιση της δικτατορίας, που εξυπηρετούσε τότε την προσπάθειά της να νομιμοποιηθεί πολιτικά μέσω της πριμοδότησης «ημέτερων» και οποιουδήποτε υποσχόταν επενδύσεις, παραμένει σε ισχύ επί σχεδόν πέντε δεκαετίες. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια άρχισαν να ανοίγονται «παράθυρα» για την περαιτέρω μείωση του περιορισμού της ελάχιστης απόστασης: για παράδειγμα ο ν. 4179/2013 επέτρεψε σε μεγάλες τουριστικές μονάδες να χτίσουν εγκαταστάσεις υπό κάποιες προϋποθέσεις σε απόσταση 10 μέτρων από τη γραμμή και των εξαιρέσεων ουκ έστιν τέλος.

Ολα αυτά με βάση τη γενική νομοθεσία. Γιατί στην πράξη είναι συχνό φαινόμενο η δόμηση να φθάνει «νόμιμα» επάνω στην αμμουδιά. Τι έχει συμβεί; Κατά την οριοθέτηση του αιγιαλού, η επιτροπή όρισε μια πάρα πολύ μικρή ζώνη παραλίας (σήμερα επιχειρείται αυτό να αλλάξει), επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο στο τσιμέντο να «πλησιάσει». Επίσης, σε πολλές περιοχές ανά τη χώρα οι κτηματικές υπηρεσίες έχουν εσχάτως ανακαλύψει γραμμές αιγιαλού… μέσα στη θάλασσα κι αυτό όχι λόγω της ανόδου της στάθμης της.

Στο συρτάρι το πρωτόκολλο

Την ίδια στιγμή που η δόμηση αργά αλλά σταθερά πλησιάζει το κύμα, αποτρέπεται κάθε προσπάθεια αυστηροποίησης της νομοθεσίας. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το έβδομο πρωτόκολλο της Σύμβασης της Βαρκελώνης για την προστασία της Μεσογείου, το οποίο υπεγράφη το 2008 στη Μαδρίτη, αλλά δεν έχει ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο, πρέπει να εκπονηθεί και να εφαρμοστεί μια εθνική στρατηγική μέσω διαχειριστικών σχεδίων και προγραμμάτων για τον παράκτιο χώρο. Ως βασικό εργαλείο προστασίας και ολοκληρωμένης διαχείρισης των ακτών προβάλλει τον καθορισμό ζώνης πλάτους κατ’ ελάχιστον 100 μέτρων, στην οποία θα απαγορεύεται η δόμηση λαμβάνοντας υπόψη τις περιοχές, οι οποίες επηρεάζονται άμεσα και αρνητικά από την αλλαγή του κλίματος και τους φυσικούς κινδύνους. Το πρωτόκολλο έφθασε λίγο πριν τη Βουλή το 2017, όμως η αύξηση της ελάχιστης απόστασης από τον αιγιαλό στα 100 μέτρα προκάλεσε την παρέμβαση σημαντικών οικονομικών φορέων προς την κυβέρνηση και τελικά το πρωτόκολλο μπήκε και πάλι στο συρτάρι.

Εν τω μεταξύ, όλες οι μελέτες των τελευταίων ετών προειδοποιούν για τις συνέπειες της ανόδου της στάθμης της θάλασσας και γενικά της κλιματικής αλλαγής στα παράκτια οικοσυστήματα. Οπως αναφέρει ο καθηγητής Χρήστος Ζερεφός, συντονιστής της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της Τραπέζας της Ελλάδος, περίπου 1.000 χλμ. από τις 16.300 χλμ. της ελληνικής ακτογραμμής αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιματική αλλαγή. «Η ευπάθεια έγκειται στον κίνδυνο ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα μας, η οποία εκτιμάται ότι θα κυμανθεί, μέχρι το 2100, μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων. Βεβαίως, η ευπάθεια των ακτών δεν καθορίζεται μόνο από τον κίνδυνο ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας και τις ακραίες κλιματικές καταστάσεις, αλλά και από άλλους τοπικούς παράγοντες, τεκτονικούς και γεωμορφολογικούς», αναφέρεται στη μελέτη. Σε αυτά τα 1.000 χλμ. της ακτογραμμής που αντιστοιχούν σε δελταϊκές περιοχές υψηλής τρωτότητας, θα πρέπει να προστεθούν ακόμα 2.400 χλμ. με μαλακά ιζήματα, περιοχές με υψηλή τουριστική δραστηριότητα που κινδυνεύουν άμεσα από τις επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης. Η μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος καταλήγει ότι το κόστος της απώλειας της οικιστικής και τουριστικής γης σε παράκτιες περιοχές της χώρας μέχρι το τέλος του αιώνα θα είναι από 347 εκατ. ευρώ (για άνοδο στάθμης μισού μέτρου) έως 630 εκατ. ευρώ (για άνοδο στάθμης ενός μέτρου). 

Τα συμφέροντα

«Η προστασία και γενικότερα η οργάνωση των ακτών και του ευρύτερου παράκτιου χώρου δεν υπήρξε αντικείμενο συστηματικής και συνεπούς φροντίδας από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας. Αντιθέτως, αποτέλεσε τον στόχο πολλών μικρών και μεγάλων συμφερόντων που αντιστοιχούν σε διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την πελατειακή υφή του πολιτικού μας συστήματος και τις εγγενείς οργανωτικές αδυναμίες της διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό έλλειμμα στη διαχείριση και στον σχεδιασμό της παράκτιας ζώνης», εκτιμά ο Ηλίας Μπεριάτος, ομότιμος καθηγητής χωροταξικού σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. «Κατά τη γνώμη μου, είναι προς το συμφέρον όλων μας να αυξηθεί η ελάχιστη απόσταση της δόμησης από τον αιγιαλό στα 100 μέτρα, όπως ορίζει το πρωτόκολλο για την ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης. Δεν είναι το ιδανικό, αλλά είναι σίγουρα μια πρόοδος σε σχέση με αυτό που ισχύει σήμερα. Πρέπει κάποια στιγμή να λάβουμε συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία της ακτογραμμής μας και να μην αρκούμαστε σε μελέτες και ευχολόγια».

Το «συγχωροχάρτι» σε αυθαίρετα στον αιγιαλό

Μόνο ως οικονομικός και όχι ως φυσικός πόρος αντιμετωπίζεται από την ελληνική πολιτεία η ακτογραμμή. Η θέσπιση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής είναι απαραίτητη, επισημαίνουν οι ειδικοί. Ομως, το μόνο που έχει η πολιτεία να αντιπροτείνει είναι… τη νομιμοποίηση κάθε είδους αυθαιρεσιών στον αιγιαλό και στην παραλία από ξενοδοχεία, βιομηχανίες και εταιρείες του χώρου της ενέργειας, μια κίνηση που θα σφραγίσει για πάντα τη ζημιά που έχει ήδη συντελεστεί και θα δικαιώσει όσους ανεύθυνα προσπορίζονται ένα δημόσιο αγαθό.

«Η ύπαρξη μιας επαρκούς ζώνης που θα είναι ελεύθερη από κατασκευές και ανθρώπινη δραστηριότητα είναι θεμελιώδους σημασίας για την προστασία των παράκτιων οικοσυστημάτων και, εντέλει, του ανθρώπου», εκτιμά ο Δρόσος Κουτσούμπας, καθηγητής θαλάσσιας βιολογίας στο τμήμα Ωκεανογραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. «Δεν είναι μόνο θέμα νομοθεσίας, ούτε μόνο προστασίας του φυσικού πόρου, αλλά και των οικονομικών επενδύσεων. Μια ολοκληρωμένη θεώρηση πρέπει να λάβει υπόψη περιβαλλοντικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά δεδομένα για να καταλήξει στον προσδιορισμό των διαχειριστικών εργαλείων που είναι απαραίτητα για κάθε περιοχή. Πρέπει να σταματήσουμε να νομοθετούμε με βάση το εφήμερο κέρδος».

Οι διατάξεις για τον αιγιαλό και την παραλία, που συζητούνται στη Βουλή από τις αρχές της περασμένης εβδομάδας, προβλέπουν έναν μηχανισμό νομιμοποίησης κάθε είδους παράνομων κατασκευών που ανεγέρθηκαν από επιχειρήσεις που είχαν κάποτε επιδοτηθεί από αναπτυξιακό νόμο. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα διασταλτική –και συνεπώς επικίνδυνη– ρύθμιση, καθώς δυνητικά μπορεί να αφορά βιομηχανίες, ξενοδοχειακές μονάδες, εγκαταστάσεις που σχετίζονται με την παραγωγή ενέργειας και πλήθος άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Η προσχηματική και εκ των υστέρων περιβαλλοντική τους αδειοδότηση ουσιαστικά δεν είναι αρκετή για να απαλύνει την παγίωση της παρανομίας. Κι όλα αυτά για την εξυπηρέτηση μιας αμιγώς ιδιωτικής δραστηριότητας, αφού με νόμους των τελευταίων ετών δόθηκε η δυνατότητα νομιμοποίησης κάθε είδους παρανομίας του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημοσίου τομέα.

«Ο ν.1337/83 είχε ορίσει πως ό,τι βρίσκεται παράνομα στον αιγιαλό είναι δημόσιο και συνεπώς η πολιτεία μπορεί να το διαχειριστεί όπως επιθυμεί, ανεξαρτήτως του ποιος το έχτισε, μέχρι τελικά να το κατεδαφίσει», λέει ο κ. Μπεριάτος. «Ηταν μια έξυπνη ιδέα, που θα απέτρεπε την παρανομία, η οποία όμως δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Σήμερα έχουμε φθάσει στο εντελώς αντίθετο άκρο, να δίνουμε συγχωροχάρτι σε κάθε είδους ιδιωτικό αυθαίρετο, αγνοώντας την καταστροφή που έχει προκαλέσει. Είναι κρίμα, γιατί στις συγκεκριμένες διατάξεις περιλαμβάνονται και πολλές που βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση, όπως ο ορισμός ελάχιστου πλάτους της ζώνης παραλίας. Χάνονται όμως υπό το βάρος των διατάξεων για τα αυθαίρετα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή