Περί ύφους και ουσίας

2' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης –πρωτίστως η Νέα Δημοκρατία, αλλά και το Κίνημα Αλλαγής– καλούνται να σταθμίσουν τα δεδομένα και να επιλέξουν το ύφος της αντιπολίτευσης που θα ασκήσουν, ειδικά τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές, και στη συνέχεια στη διάρκεια της μακράς (ή πολύ σύντομης) προεκλογικής περιόδου μέχρι τις εθνικές εκλογές. Εάν στόχος τους είναι η συσπείρωση των δεδηλωμένων υποστηρικτών και ψηφοφόρων τους, τότε ενδεχομένως σωστά πράττουν και χρησιμοποιούν υψηλούς τόνους, συχνά δε χαρακτηρισμούς και εκφράσεις που ικανοποιούν απόλυτα το κομματικό ακροατήριο.

Ωστόσο, η ίδια αυτή ρητορική ενίοτε απωθεί ψηφοφόρους που κινούνται στον λεγόμενο μεσαίο χώρο, πολίτες που είναι μεν δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση αλλά δεν έχουν ενταχθεί σε συγκεκριμένο κόμμα, ανθρώπους που προβληματίζονται, αλλά δεν έχουν κατασταλάξει και παραμένουν αναποφάσιστοι.

Εάν δεχτούμε την παραδοσιακή εκτίμηση πως τις κυβερνήσεις «βγάζει» ο ενδιάμεσος χώρος, που συνήθως είναι ένα ποσοστό γύρω στο 10% – 15% ατόμων που δεν έχουν κομματικές παρωπίδες όμως είναι ανοιχτοί στην «άλλη άποψη» και προφανώς δεν ψηφίζουν σταθερά μια παράταξη, τότε το «σκληρό ροκ» της αντιπολίτευσης ενδεχομένως να μην αποτελεί την καλύτερη προσέγγιση.

Οι πολιτικοί μπορούν να φωνασκούν, ενίοτε να υβρίζουν, αλλά τελικά να μην κερδίζουν, διότι απλούστατα με τους πολύ υψηλούς τόνους απωθούν αυτή την κρίσιμη μάζα των αναποφάσιστων ψηφοφόρων.

Για να αυξηθούν τα ποσοστά και να έρθει η νίκη, δεν αρκεί φυσικά ο κομματικός πυρήνας, ούτε μόνον οι ένθερμοι υποστηρικτές. Χρειάζονται και άλλοι, που είναι «εκτός», αλλά πρόθυμοι να ακούσουν και έτοιμοι να πειστούν από το αφήγημα της αντιπολίτευσης.

Αυτή η καθοριστική για το εκλογικό αποτέλεσμα κατηγορία πολιτών είναι απαιτητική και θέλει σοβαρά επιχειρήματα, πολιτικά, οικονομικά, ακόμη και, ναι, ηθικά. Διαφορετικά στελέχη της ίδιας παράταξης με την ίδια ιδεολογία μπορούν να πουν το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο. Και να έχουν διαφορετικά αποτελέσματα.

Ενας μετριοπαθής πολιτικός μπορεί να ασκήσει δριμεία κριτική, με φράσεις όμως και επιχειρήματα που βρίσκουν ευήκοα ώτα στον χώρο των αναποφάσιστων, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες μιας ευρύτερης απήχησης και, τελικά, επικράτησης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των δύο αντιπροέδρων της Ν.Δ. Και οι δύο υπηρετούν, σε γενικές γραμμές, το ίδιο αφήγημα. Και οι δύο έχουν στον πολιτικό τους βίο βρεθεί σε σημαντικά υπουργεία και έχουν διαχειριστεί κρίσιμα χαρτοφυλάκια.

Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι οι επιμέρους ικανότητες ή αδυναμίες του καθενός, αλλά η επισήμανση των διαφορετικών προσεγγίσεών τους. Οι συγκεκριμένοι θα συνεχίσουν να έχουν το ύφος τους. Και στη συνολική κομματική στρατηγική πιθανώς να υπάρχει χώρος, αν όχι ανάγκη, και για τις δύο σχολές. Ωστόσο, το ερώτημα είναι ποιο ύφος θα εκπέμπει το κόμμα συνολικά. Είναι μια στρατηγική επιλογή, όχι ήσσονος σημασίας.

Στη σημερινή συγκυρία, το ύφος με το οποίο θα πορευθεί η αντιπολίτευση στην τελική ευθεία προς τις κάλπες ίσως αποδειχθεί εξίσου σημαντικό και καθοριστικό με την ουσία της κριτικής που θα ασκήσει στην κυβέρνηση και τις συγκεκριμένες προτάσεις που θα καταθέσει στον ελληνικό λαό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή