Εκλογές υπό την απειλή κυβερνο-όπλων

Εκλογές υπό την απειλή κυβερνο-όπλων

6' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, κάποιος αόρατος στρατός μαχητών του πληκτρολογίου γράφει εντολές σ’ ένα κώδικα γλώσσας που πιθανότατα αγνοείτε, προκειμένου να επιφέρει πλήγμα στα υπολογιστικά συστήματα του στόχου του, που μπορεί και να είστε εσείς. Ωστόσο, αν και οι εχθροπραξίες στον ψηφιακό κόσμο έχουν γίνει διαρκείς, δυσνόητες και απεριόριστες, προσιτές κυριολεκτικά στον καθένα, τα κράτη εξακολουθούν να έχουν τη δεσπόζουσα θέση όταν πρόκειται για πολεμικές επιχειρήσεις. Η τεχνολογική επανάσταση, με όλα τα καλά που μας έχει φέρει, κόμισε και μια νέα πραγματικότητα στη διεξαγωγή πολέμων. Εδώ, είναι πασίδηλο ότι έχουμε μπει παγκοσμίως σε αχαρτογράφητα νερά. Αυτοματοποιήσαμε τα πάντα και τώρα είμαστε έκθετοι στο χάκινγκ των πάντων.

Το Διαδίκτυο αποδεικνύεται ένα από τα πλέον ισχυρά σύγχρονα όπλα, ένα κυβερνο-όπλο στα χέρια όλων όσοι έχουν κίνητρο να πλήξουν την όποια πολιτική και οικονομική ισχύ των αντιπάλων τους. Για ενδελεχείς ερευνητές όπως ο Αμερικανός Ντέιβιντ Σάνγκερ, το Διαδίκτυο είναι το «τέλειο όπλο» (The perfect Weapon, War, Sabotage, and fear in the Cyber Age, Scribe, 2018). «Μεγάλες και μικρές δυνάμεις» γράφει ο συντάκτης θεμάτων άμυνας στους New York Times, «ανακαλύπτουν σταδιακά με τι μοιάζει ένα τέλειο όπλο. Είναι μυστικό κι αποτελεσματικό. Κάνει τους αντιπάλους να είναι αβέβαιοι ως προς την προέλευση της επίθεσης, ώστε να μην ξέρουν πού να στρέψουν τα αντίποινά τους». Το βασικό συστατικό που κάνει τη σύγχρονη τεχνολογία τόσο τρομακτικά αποτελεσματική στον πόλεμο της πληροφορίας, είναι η αδιαφάνειά της. Η ανωνυμοποίηση, η ψευδωνυμοποίηση, το θόλωμα των νερών, η ίδια η κρυπτογραφία, αλλά και η αυξανόμενη περιπλοκότητα των συστημάτων, μπορούν από εργαλεία προστασίας της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου να μετατραπούν στα καλύτερα όπλα στα χέρια όσων επιθυμούν να την καταστρέψουν. Ενα τέλειο όπλο δεν μπορεί παρά να διαπράττει ένα τέλειο έγκλημα. Και τέλειο έγκλημα είναι εκείνο που ποτέ δεν εξιχνιάζεται πλήρως.

Το Δόγμα Γερασίμοφ

Οι Ρώσοι φαίνεται να είναι οι πρώτοι που αντιλήφθηκαν τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως κυβερνο-όπλων. Σύμφωνα με τον Σάνγκερ, ο Πούτιν ήταν ένας από τους πρώτους ηγέτες που «κατάλαβαν έγκαιρα ότι στο Twitter είναι εύκολο να εξευτελίσεις έναν αντίπαλο», και προσαρμόστηκαν στην πραγματικότητα του νέου όπλου, δείχνοντας στον κόσμο πώς δουλεύει ο «υβριδικός πόλεμος». «Δεν πρόκειται για κρατικό μυστικό» γράφει, «μιλάμε για το Δόγμα Γερασίμοφ, που πήρε το όνομά του από τον επικεφαλής του ρωσικού στρατού, και το οποίο συνδυάζει άριστα το παλιό με το νέο: Σταλινική προπαγάνδα, μεγεθυμένη από τη δύναμη του Twitter και του Facebook, και ενισχυμένη από ωμή βία». Οι Ρώσοι χάκερ έπιασαν για πρώτη φορά δουλειά στην Ουκρανία το 2014. Εκεί, σύμφωνα πάντα με τον Σάνγκερ, επιχείρησαν για πρώτη φορά επιτυχημένα να χειραγωγήσουν εκλογικό αποτέλεσμα, να σπείρουν διχασμό και σύγχυση μέσα από ψευδώνυμους λογαριασμούς στο Διαδίκτυο και να διαδώσουν αυτό που αργότερα ονομάστηκε «ψευδείς ειδήσεις», τα διάσημα πια, fake news.

Το κυρίως όχημα του ρωσικού βραχίονα διεξαγωγής κυβερνοπολέμου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν η Υπηρεσία Ερευνας του Διαδικτύου (IRA). «Ο Στάλιν χρησιμοποίησε την προπαγάνδα για να στρατολογήσει Αμερικανούς, να υπονομεύσει τον καπιταλισμό, και να σπείρει τρόμο και δυσπιστία. Ο IRA έκανε ακριβώς το ίδιο, αλλά το Facebook και τα άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του έδωσαν τέτοια δύναμη που ο Στάλιν ούτε καν θα φανταζόταν». Ο IRA ξεκίνησε τη δράση του το 2013 και είχε κυρίως ψυχολογικό στόχο. Με το δικό του στρατό τρολ, με τους ψεύτικους λογαριασμούς, τις ψηφιακές δολοφονίες χαρακτήρων, την κυβερνο-προπαγάνδα και τη συνωμοσιολογία πέτυχε όπως όλα δείχνουν να επηρεάσει αποφασιστικά το κλίμα και την ατμόσφαιρα των εκλογών στις ΗΠΑ.

Το πρόβλημα, όμως, των ΗΠΑ είναι ότι τα περισσότερα απ’ τα κυβερνο-όπλα που χρησιμοποιούν σήμερα οι αντίπαλοί της έχουν πρώτα εφευρεθεί και εφαρμοστεί στο έδαφός τους. Για παράδειγμα, η αμφιλεγόμενη τεχνική της «ψυχογραφίας» που υιοθετήθηκε από την προεκλογική καμπάνια του Τραμπ, στην ουσία μπήκε για πρώτη φορά σε λειτουργία από τον Μπαράκ Ομπάμα το 2008. Επιπλέον, όπως γράφει ο Σάνγκερ, «οι ΗΠΑ δεν έχουν ακριβώς καθαρά χέρια όταν μιλάμε για επηρεασμό εκλογών σε τρίτες χώρες». Ωστόσο, το εκρηκτικό κοκτέιλ με τη μεταδοτικότητα μηνυμάτων, συναισθημάτων και συμπεριφορών, την ανωνυμία και την ψευδωνυμία, το φαινόμενο της «φούσκας του φίλτρου» (filter bubble) και των «δωματίων ομοφωνίας» (echo chambers), τα μεγάλα δεδομένα, τις πλήρως αυτοματοποιημένες διαδικασίες, και την ίδια τη συγκέντρωση δύναμης σε μια χούφτα τεχνολογικών παικτών, δεν μπορούσε κανείς να το διανοηθεί πριν αποκαλυφεί το σκανδάλο της Cambridge Analytica, και αποδειχθεί η ανάμειξη των Ρώσων στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016.

Διακομιστές

Τεχνικά, στις ΗΠΑ, η διαφορά αρχικά έγινε από τρεις μόνο ιστοσελίδες, το 4chan, το 8chan, και το Reddit, οι οποίες επιδοτώντας την ανώνυμη δημοσίευση λειτούργησαν ως διακομιστές και πρώτοι υποδοχείς της προπαγάνδας και των ψεμάτων. Εχοντας εξασφαλίσει την αξιοπιστία ενός γνωστού μέσου, η είδηση έπειτα μεταφερόταν στο Twitter κι από εκεί, ενισχυμένη από έναν στρατό αυτοματοποιημένων λογαριασμών (bots), διεκδικούσε την προσοχή κάποιου δημοσιογράφου από πιο σοβαρό μέσο, κι όταν την κέρδιζε, ξεκινούσε το πάρτι της παραπληροφόρησης. Στη συνέχεια, η είδηση «φυτευόταν» με τα διαπιστευτήρια της δήθεν εγκυρότητάς της, στο εργαλείο των ομάδων του Facebook, που αποδεικνύεται το πιο αποτελεσματικό μέσο διάδοσης και ενίσχυσης φημών και ο κύκλος του ψεύδους έκλεινε.

Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκε ευρέως και το παραδοσιακό μέσο της διαφήμισης. Τα μεγάλα δεδομένα, η εκπληκτική επεξεργαστική ισχύς που διαθέτουν οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης, το ταλέντο, η ψηφιακή παρακολούθηση, αλλά και οι εξελίξεις στους αλγόριθμους, την τεχνητή νοημοσύνη και τη μηχανική μάθηση καθιστούν εφικτή μια εντελώς πρωτόγνωρη μέθοδο διαφήμισης, ή αλλιώς προπαγάνδας. Η διαδικασία της «ψυχογραφίας» βασίζεται στην αθρόα συλλογή δεδομένων –που παρέχονται οικειοθελώς από τους χρήστες με αντάλλαγμα τη δωρεάν χρήση των υπηρεσιών– και την εκμετάλλευση αυτών των προσωπικών δεδομένων, ώστε, αφού δημιουργηθούν κατάλληλα προφίλ, να γίνουν συσχετισμοί που θα οδηγήσουν στη διαφημιστική στόχευση. Τώρα, με βάση το ατομικό σου ψυχολογικό προφίλ, που προκύπτει από τις αναρτήσεις, τα ιδιωτικά σου μηνύματα, τα likes, τους φίλους, τις τοποθεσίες που έχεις επισκεφθεί και χιλιάδες άλλα «σημεία δεδομένων», υπάρχει η δυνατότητα να σου αποστέλλεται διαφημιστικό μήνυμα ιδιωτικά, χωρίς κάποιος από τους συμπολίτες σου να γνωρίζει το περιεχόμενό του. Η καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ για παράδειγμα, έστειλε ιδιωτικά διαφημιστικά μηνύματα σε διαφορετικές ομάδες ψηφοφόρων με αντιφατικά μηνύματα, ανάλογα με τις δηλωμένες προτιμήσεις τους. Γιατί να μην μπουν στον πειρασμό να το κάνουν και άλλοι;

Ο δημοσιογράφος και πρώην επικεφαλής στις επικοινωνίες του Εργατικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας, Τομ Μπόλντουιν, σημαίνει συναγερμό ζητώντας ένα «reboot» του πολιτικού κι επικοινωνιακού συστήματος συνολικά (Ctrl Alt Delete, How politics and the media crashed our democracy, Hurst & Company, London, 2018). «Είναι εύκολο» γράφει, «να κατηγορούμε τους Ρώσους, τους αλγορίθμους του Facebook και τα μεγάλα δεδομένα, αλλά αυτά είναι μόνο συμπτώματα μιας βαθιά κακοποιητικής τριαντάχρονης σχέσης μεταξύ της πολιτικής, των μέσων ενημέρωσης και της νέας εποχής της πληροφορίας». Η χρήση της τεχνολογίας και των δεδομένων έχει γίνει ο καταλύτης υπονόμευσης της εκλογικής διαδικασίας, και κατ’ επέκταση της διάλυσης της ίδιας της δημοκρατίας, με την ανοχή, την άγνοια, ή και τη στήριξη των πιο ισχυρών δημοκρατιών του πλανήτη.

Στην Ελλάδα

Ο απώτερος σκοπός κάθε εκστρατείας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η τροποποίηση της συμπεριφοράς των χρηστών. Στις αμερικανικές εκλογές, ο στόχος της καμπάνιας του Τραμπ ήταν, αφενός, να ενισχυθεί ο κόσμος που πείθεται από τη συνωμοσιολογία και, αφετέρου, να πεισθούν πιθανοί ψηφοφόροι του αντιπάλου να απόσχουν από τις εκλογές. Εύλογα αναρωτιέται κάποιος αν υπάρχει φάρμακο. Απ’ τα υπάρχοντα δεδομένα προκύπτουν τρία επίπεδα άμυνας. Στο πρώτο είναι οι ρυθμιστικές αρχές, τα κράτη, οι κυβερνήσεις που ορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, στο δεύτερο οι ίδιες οι επιχειρήσεις που κατέχουν τις πλατφόρμες και στο τρίτο οι χρήστες. Είναι προφανές ότι χωρίς μια ολιστική οπτική είναι απίθανο να αντιμετωπιστούν τα αποτελέσματα του κυβερνοπολέμου. Στην Ελλάδα τώρα, καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, κι επειδή δεν έχουμε ακόμη δείγμα εξελιγμένης πολιτικής καμπάνιας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά ούτε και ισχυρά τεχνολογικά αντανακλαστικά, θα πρέπει να ιδρυθεί άμεσα ένα ανεξάρτητο παρατηρητήριο διαδικτυακής προεκλογικής καμπάνιας. Θα είναι σίγουρα ένα καλό πρώτο βήμα για τον εγχώριο έλεγχο των κυβερνοόπλων. Το γεγονός ότι μπορεί σήμερα πολύ εύκολα μια καμπάνια να «ψιθυρίσει» στο αυτί των ψηφοφόρων προσωποποιημένα και κρυφά μηνύματα, που θα εξαφανιστούν αμέσως μετά την εμφάνισή τους, εν αγνοία μάλιστα των υπολοίπων πολιτών, καθώς και η δυνατότητα εξατομικευμένης διάδοσης ψευδών ειδήσεων και η ψυχολογική χειραγώγηση, καθιστούν ένα ελεύθερα προσβάσιμο παρατηρητήριο απαραίτητο. Γιατί μπορεί πολλά απ’ τα κυβερνοόπλα να μοιάζουν ηθικά, ακίνδυνα ή δύσκολο να κατανοηθούν ή να ρυθμιστούν, αλλά υποσκάπτουν αποδεδειγμένα τα θεμέλια της δημοκρατίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή