Το μεγάλο έλλειμμα της Γερμανίας

Το μεγάλο έλλειμμα της Γερμανίας

2' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η αναπτυξιακή απόδοση της Γερμανίας υστερεί. Ακόμη και στην ομάδα των κρατών της Ευρωζώνης, δηλαδή μια ομάδα που δεν διακρίνεται ιδιαίτερα για υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, η Γερμανία έχει υποχωρήσει στις χαμηλότερες θέσεις της κατάταξης με βάση τον ρυθμό αύξησης του  ΑΕΠ το 2018 και το 2019, μία μόλις θέση υψηλότερα από την Ιταλία. Προς το παρόν, η αδύναμη ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας δεν αποτελεί μεγάλο ζήτημα στον δημόσιο διάλογο κυρίως χάρη στα καλά, ακόμη, στοιχεία για την απασχόληση και στη χαμηλή ανεργία. Ωστόσο, είναι μόνο ζήτημα χρόνου προτού η ύφεση του κλάδου της μεταποίησης, που υφίσταται εδώ και ένα χρόνο, αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά και άλλους κλάδους. Τα γερμανικά εργοστάσια έχουν πληγεί από την επιβράδυνση της οικονομίας και τελευταία από τη συρρίκνωση του παγκόσμιου εμπορίου. Από μόνη της η Γερμανία λίγα πράγματα μπορεί να κάνει για να διορθώσει τις αδυναμίες του παγκόσμιου εμπορίου. Γι’ αυτό θα πρέπει να κάνει ό,τι μπορεί για να δημιουργήσει περισσότερο εσωτερικό δυναμισμό στη γερμανική οικονομία μέσω των επενδύσεων και της καινοτομίας.

Ατυχώς, αυτή η περιοχή της οικονομικής δραστηριότητας έχει παραμεληθεί για χρόνια. Ως αποτέλεσμα, μειώνεται η ελκυστικότητα της Γερμανίας ως επενδυτικού προορισμού και κεφάλαια εξάγονται σε μεγάλη κλίμακα. Επιπλέον, η περίφημη γερμανική παραγωγικότητα μόλις και μετά βίας έχει αυξηθεί μετά το 2017, ενώ μισθοί και μη μισθολογικό κόστος αυξάνονται ταχύτερα απ’ ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Στον κλάδο της μεταποίησης, το επίπεδο των μισθών είναι εδώ και πολλά χρόνια πολύ υψηλό με βάση διεθνή μέτρα. Το ίδιο ισχύει και για το επίπεδο της φορολογίας. Μετά την εφαρμογή φορολογικής μεταρρύθμισης σε άλλες χώρες, η Γερμανία συγκαταλέγεται για μία ακόμη φορά μεταξύ των βιομηχανικών χωρών με το υψηλότερο επίπεδο φορολογίας επιχειρήσεων και φορολογικών επιβαρύνσεων σε μικρά και μεσαία εισοδήματα.

Επιπλέον, το πολύ υψηλό μέσο κόστος της ενέργειας εμποδίζει την επέκταση βιομηχανιών στη Γερμανία. Η τριάδα αυτή των υψηλών μισθών, υψηλών φόρων και υψηλών τιμών ενέργειας δεν θα αποτελούσε ζήτημα εάν μπορούσαν οι επιχειρήσεις που λειτουργούν στη Γερμανία να βασιστούν σε πρώτης τάξεως υποδομές και σε υψηλού επιπέδου εργατικό δυναμικό, που θα δικαιολογούσαν αυτούς τους υψηλούς φόρους και το υψηλό κόστος για τις επιχειρήσεις. Ομως, αυτά τα ισχυρά παραδοσιακά πλεονεκτήματα της γερμανικής οικονομίας διαβρώνονται τις τελευταίες δεκαετίες. Παρ’ όλα αυτά, οποιαδήποτε ουσιαστική μορφή φορολογικής μεταρρύθμισης απορρίπτεται εκ των προτέρων με τη δικαιολογία των περιορισμένων πόρων, πάρα την άνοδο των φορολογικών εσόδων σε επίπεδο ρεκόρ και τη μεγάλη μάλλον αύξηση των δημόσιων δαπανών. Θέτοντάς το απλά, η αύξηση των δημόσιων δαπανών φαντάζει ελκυστικότερη πολιτικά. Η σημαντικότερη αύξηση δαπανών μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης το 2018 αφορά τις συντάξεις, τα οικογενειακά επιδόματα και τη διαρκή υποστήριξη περιοχών που επηρεάζονται από το κλείσιμο εργοστασίων παραγωγής ενέργειας από άνθρακα.

* Ο αρθρογράφος είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή