Πειράματα όπως το παράλληλο νόμισμα δεν είναι λύση

Πειράματα όπως το παράλληλο νόμισμα δεν είναι λύση

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αν δεν είχε συμβεί η Ντοβίλ, ίσως το ελληνικό πρόγραμμα να είχε πετύχει». Ο Χάρολντ Τζέιμς του Πρίνστον, διαπρεπής οικονομικός ιστορικός και ο πρώτος ειδικός που δεν ανήκει στο προσωπικό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που συμμετέχει στη συγγραφή της επίσημης ιστορίας του οργανισμού, είναι προσεκτικός στις τοποθετήσεις του. Δεν είναι καθόλου βέβαιος ότι το πρώτο μνημόνιο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί επιτυχώς· αλλά είναι σίγουρος ότι «μετά την Ντοβίλ, δεν υπήρξε καμία ελπίδα επιτυχίας. Ηταν η επιλογή που οδήγησε την ευρωπαϊκή κρίση από ένα καλό σε ένα κακό σημείο ισορροπίας. Είναι σαφές ότι η Μέρκελ, ο Σαρκοζί και οι στενοί τους συνεργάτες δεν μίλησαν με το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών, με την ΕΚΤ ή με το ΔΝΤ πριν ανακοινώσουν την απόφασή τους».

Ενα από τα σημαντικά ερωτήματα που προκύπτουν από τη διαχείριση της ελληνικής κρίσης, ειδικά στα αρχικά της στάδια, σύμφωνα με τον Χάρολντ Τζέιμς, είναι «το αν οι Ευρωπαίοι σε εκείνη τη φάση είχαν υπερβολική επιρροή στο Ταμείο». Για τον Βρετανό καθηγητή, «οι δύο εμπειρίες που είχαν στιγματίσει το ΔΝΤ» στα χρόνια πριν ξεσπάσει η ελληνική κρίση ήταν η Αργεντινή και η κρίση της Ανατολικής Ασίας. «Οι περισσότεροι σχολιαστές έχουν εστιάσει στα διδάγματα της Αργεντινής –μην επιτρέψεις το χρέος να αυξηθεί ανεξέλεγκτα– αλλά η περίπτωση της Ανατολικής Ασίας δίδαξε κάτι διαφορετικό: την ανάγκη συνεργασίας του Ταμείου με τους περιφερειακούς θεσμούς της δοκιμαζόμενης περιοχής. Ο Στρος-Καν, που το είχε κατανοήσει αυτό, ήταν αποφασισμένος να συνεργαστεί στενά με την Ε.Ε. στην ελληνική περίπτωση».

Το μάθημα

Μήπως το ΔΝΤ έμαθε υπερβολικά καλά αυτό το μάθημα; Μήπως στο όνομα αυτής της συνεργασίας συναίνεσε σε αδιέξοδες πολιτικές, με αποτέλεσμα να δεχθεί δριμεία κριτική στη συνέχεια όταν το ελληνικό πρόγραμμα επανειλημμένως εκτροχιάστηκε; «Είναι σίγουρο ότι σε διάφορες φάσεις –την τελευταία αξιολόγηση του δεύτερου ελληνικού προγράμματος, το ιρλανδικό πρόγραμμα– η σχέση του Ταμείου με τα άλλα μέλη της τρόικας έγινε δύσκολη». Ηταν λάθος του Ταμείου να μην πάρει θέση στις αρχές του 2015, με την αλλαγή της κυβέρνησης, υπέρ μιας νέας ελάφρυνσης του χρέους και χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων; «Ναι, νομίζω ότι εκ των υστέρων έγινε σαφές ότι ήταν λάθος». Πάντως, σημειώνει, «σε μία εποχή που η παγκόσμια οικονομία παίρνει τη μορφή ισχυρών, αντιπαρατιθέμενων περιφερειακών μπλοκ, το ΔΝΤ είναι πιο αναγκαίο από ποτέ».

Ο Τζέιμς θεωρεί ότι από το 2012 και μετά, το ενδιαφέρον της ευρωκρίσης μεταφέρεται από τα διλήμματα του ΔΝΤ σε αυτά της ΕΚΤ, η οποία, ως «ο θεσμός που διατήρησε την ακεραιότητα της Ευρωζώνης», βρέθηκε αντιμέτωπη με σειρά επιλογών που αναπόδραστα την ενέπλεκαν σε επιλογές «με πολιτικό αντίκτυπο». Ο καθηγητής του Πρίνστον σχολιάζει το πρόβλημα της απουσίας λογοδοσίας της ευρωτράπεζας, που έχει ως αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε με τι κριτήρια έγιναν αυτές οι επιλογές. Υπενθυμίζει, δε, για να δείξει ότι η ένταση μεταξύ του εθνικού και του ευρωπαϊκού στοιχείου υπήρχε από την αρχή της λειτουργίας της, ότι στην πρώτη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ υπήρξε διαφωνία για το αν τα μέλη έπρεπε να καθίσουν αλφαβητικά ανάλογα με τη χώρα προέλευσής της ή ανάλογα με το όνομά τους (τελικά επελέγη το δεύτερο).

Το μέλλον της Ευρωζώνης

Το τι πρέπει να γίνει για να εξασφαλιστεί το μέλλον της Ευρωζώνης συνάγεται από την εξήγηση του Τζέιμς για τους λόγους που πέτυχε το «whatever it takes» του Ντράγκι. Μετά το «χαμένο» 2011, λέει, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχαν νέα ηγεσία και η Ε.Ε., υπό την έντονη πίεση της νέας γενικής διευθύντριας του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, συμφώνησε τον Ιούνιο του 2012 στην τραπεζική ένωση.

Χωρίς αυτή τη συμφωνία, σημειώνει, η δήλωση Ντράγκι δεν θα είχε πετύχει τον σκοπό της. «Μπορείτε να βρείτε πολλές δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων κατά τη διάρκεια της κρίσης περί διάσωσης του ευρώ· χωρίς θεσμικό υπόβαθρο, οι δηλώσεις αυτές ήταν απλά αέρας».

Η «ατελής φύση» της τραπεζικής ένωσης «εξακολουθεί να καθιστά την Ευρωζώνη ιδιαίτερα ευάλωτη», σημειώνει ο καθηγητής του Πρίνστον. «Οι μεγάλες ιταλικές τράπεζες δεν είναι απλά ιταλικές· έχουν ισχυρή παρουσία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης – όπως είχαν και οι ελληνικές τράπεζες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αποτελώντας σημαντικό παράγοντα σταθεροποίησης της περιοχής. Αν υπάρξουν λοιπόν κλυδωνισμοί στις ιταλικές τράπεζες, θα γίνουν αισθητές πολύ πέρα από την Ιταλία». 

Ο Τζέιμς εξηγεί γιατί πειράματα όπως το παράλληλο νόμισμα, η σπερμολογία γύρω από το οποίο αναβίωσε προ ημερών στην Ιταλία, δεν αποτελούν λύση αλλά παράγοντα αποσταθεροποίησης. «Aν [τα IOUs] γίνουν φορολογικά κουπόνια, θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων. Ετσι, τα μελλοντικά φορολογικά έσοδα μειώνονται. Αρα η δημοσιονομική στενότητα παραμένει. Αυτό δεν είναι πρόβλημα αν το δημόσιο χρέος είναι χαμηλό· αν όμως είναι υψηλό, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας, μπορεί μία τέτοια κίνηση να σπρώξει τη χώρα από μία περιοχή χαμηλών επιτοκίων και διατηρησιμότητας του χρέους σε υψηλά επιτόκια. Το βλέπουμε αυτό στην επίδραση που έχουν οι δηλώσεις του κ. Σαλβίνι στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή