Περισσότερα χρόνια δουλειάς, μικρότερη σύνταξη

Περισσότερα χρόνια δουλειάς, μικρότερη σύνταξη

6' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πολλαπλές κατηγορίες ασφαλισμένων, που έχουν εγκλωβιστεί σε ένα σύστημα γεμάτο από εσωτερικές αδικίες και αντι-ασφαλιστικές αρχές, έχει δημιουργήσει ο νόμος Κατρούγκαλου τρία χρόνια μετά την ψήφισή του. Οι νέες συνταξιοδοτικές αποφάσεις ενσωματώνουν αδικίες, κυρίως μέσω των νέων συντελεστών αναπλήρωσης στο ανταποδοτικό σκέλος της παροχής, με αποτέλεσμα η τελική σύνταξη να είναι σημαντικά μειωμένη, σε σχέση με αυτή που θα λάμβανε κάποιος πριν από την τελευταία ασφαλιστική μεταρρύθμιση, ακόμη και αν έχει υποχρεωθεί λόγω της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης να καταβάλλει εισφορές για περισσότερα χρόνια.

Τη δραματική μείωση των νέων συντάξεων και ένα ανταποδοτικά άδικο νέο σύστημα, όπου όσοι έχουν πληρώσει περισσότερες εισφορές λαμβάνουν τελικά μικρότερες συντάξεις, αποκαλύπτουν οι πρώτες αιτήσεις συνταξιοδότησης που είχαν κατατεθεί μετά τις 13 Μαΐου του 2016 και εκδίδονται με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου.

Μάλιστα, η προοπτική χαμηλότερων συντάξεων και μάλιστα έπειτα από περισσότερα χρόνια δουλειάς, εκτός του ότι δημιουργεί τεράστιες ανισότητες και αδικίες ανάμεσα στους παλαιούς και νέους συνταξιούχους, λειτουργεί ως ισχυρό κίνητρο για εισφοροδιαφυγή και αδήλωτη εργασία. Αυτό με τη σειρά του έχει ως συνέπεια σημαντικές απώλειες στα έσοδα του ΕΦΚΑ και κατ’ επέκταση του κράτους, με άμεσο αντίκρισμα στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού,  το οποίο παραμένει σε έναν φαύλο κύκλο περικοπών.

Η «Κ» με τη βοήθεια του πρώην υπουργού Εργασίας και ειδικού στην κοινωνική ασφάλιση Γιώργου Κουτρουμάνη παρουσιάζει σήμερα μια σειρά από παραδείγματα ασφαλισμένων που καλούνται με το νέο σύστημα να βγουν στη σύνταξη αργότερα και να λάβουν λιγότερα, έχοντας όμως συνεισφέρει περισσότερα.

• Για παράδειγμα, μητέρα ανηλίκου που απασχολείται στον ιδιωτικό τομέα, πριν από το 2015 (που αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης) θα μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί στα 55 έτη, με μειωμένη σύνταξη. Εάν ο μέσος συντάξιμος μισθός της ήταν 1.000 ευρώ, με το προ-Κατρούγκαλου σύστημα θα μπορούσε να λάβει σύνταξη 536 ευρώ, έχοντας καταβάλει εισφορές ύψους 56.000 ευρώ, στον 20ετή εργάσιμο βίο της. Η ίδια γυναίκα, μετά το 2015 θα έπρεπε να παραμείνει στην αγορά εργασίας άλλα 7 χρόνια, έως τη συμπλήρωση των 62 ετών. Η «νέα» της σύνταξη υπολογίζεται σε 496 ευρώ και οι εισφορές που θα καταβάλει συνολικά στο σύστημα ανέρχονται σε 75.600 ευρώ.

• Εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα, με μέσες συντάξιμες αποδοχές 2.000 ευρώ, θα μπορούσε πριν από το 2015 να βγει στη σύνταξη με 37 χρόνια ασφάλισης, σε ηλικία 60 ετών. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του θα έχει καταβάλει στο σύστημα εισφορές ύψους 207.200 ευρώ, και η σύνταξή του θα ήταν 1.325 ευρώ, μετά τις μνημονιακές περικοπές (προ φόρου και εισφορών για περίθαλψη). Πλέον, για να λάβει σύνταξη θα πρέπει να συμπληρώσει 40 έτη ασφάλισης και το 62ο έτος της ηλικίας του. Οι εισφορές που θα πληρώσει ανέρχονται σε 224.000 ευρώ και η σύνταξή του θα είναι 1.240 ευρώ (επίσης μεικτά).

• Δημόσιος υπάλληλος πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με μέσο συντάξιμο μισθό 1.700 ευρώ, θα μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί στα 60,5 έτη ηλικίας, με 35 έτη ασφάλισης, έχοντας πληρώσει εισφορές 142.800 ευρώ. Η σύνταξή του θα ήταν της τάξης των 1.235 ευρώ (μεικτά). Πλέον, έπειτα από επίσης 35 χρόνια, έχοντας όμως συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας του, θα λάβει σύνταξη 961 ευρώ (μεικτά). Επειτα από 40 έτη ασφάλισης, οι εισφορές θα φθάσουν τα 163.200 ευρώ και η σύνταξη με το παλαιό σύστημα τα 1.358 ευρώ, ενώ με το νέο, τα 1.112 ευρώ…

• Ελεύθερος επαγγελματίας (πρώην ΤΕΒΕ) με 20.400 ευρώ μέσο ετήσιο εισόδημα, με το παλαιό σύστημα θα μπορούσε να λάβει σύνταξη 1.325 ευρώ, έχοντας πληρώσει 150.900 ευρώ ως εισφορές. Πλέον, θα πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 40 έτη ασφάλισης και το 62ο έτος της ηλικίας του, που οδηγούν σε πληρωμένες εισφορές ύψους 163.200 ευρώ, για να λάβει σύνταξη 1.118 ευρώ.

• Αυτοαπασχολούμενος μηχανικός, τέλος, με το σύστημα που ίσχυε πριν από την ασφαλιστική μεταρρύθμιση του 2015 θα έπρεπε να πληρώσει 133.200 ευρώ κατά τη διάρκεια 37 ετών ασφάλισης, για να λάβει σύνταξη 1.580 ευρώ. Με το νέο σύστημα, θα πρέπει να εργαστεί 40 χρόνια και να καταβάλει συνολικά εισφορές 144.200 ευρώ, για να λάβει τελικά 1.100 ευρώ μεικτά, σύνταξη.

Τα παραδείγματα μιλούν από μόνα τους, καθώς αποδεικνύουν τη μεγάλη μείωση των συντάξεων, ακόμη και έπειτα από περισσότερα έτη ασφάλισης και κατά συνέπεια υψηλότερη συνεισφορά στο σύστημα, μέσω της πληρωμής εισφορών. Η σύγκριση μάλιστα γίνεται πάντα όχι με τις αρχικές συνταξιοδοτικές αποφάσεις, αλλά με τις συντάξεις όπως έχουν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές της περιόδου 2010-2016.

Και όπως επισημαίνει ο κ. Κουτρουμάνης, σε βάθος 5ετίας οι διαφορές θα είναι ακόμη μεγαλύτερες εις βάρος των νέων συνταξιούχων, καθώς σταδιακά μειώνεται ακόμη περισσότερο η ανταποδοτικότητα. «Εάν δεν λυθεί το πρόβλημα με ενίσχυση της ανταποδοτικής σχέσης εισφορών – παροχών, που θα αποτελέσει και ισχυρό κίνητρο ασφάλισης, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες», καταλήγει.

«Αλχημείες» με τον αριθμό των εκκρεμών συντάξεων 

Δημιουργική λογιστική και στον αριθμό των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης φαίνεται πως εφαρμόζει η κυβέρνηση, γεγονός που την οδήγησε σε αντιπαράθεση και με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στα ασφαλιστικά ταμεία.

Το υπουργείο Εργασίας εκτιμά πως οι ληξιπρόθεσμες αιτήσεις για κύρια σύνταξη, επικούρηση και εφάπαξ ανέρχονται σε 107.180. Συγκεκριμένα, οι αιτήσεις για κύρια σύνταξη που βρίσκονται σε εκκρεμότητα για περισσότερο από τρεις μήνες ανέρχονται σε 48.839, για επικουρικές σε 42.357 και για εφάπαξ σε 5.984. Το συνολικό ποσό που οφείλεται για αυτές τις εκκρεμείς αιτήσεις υπολογίζεται σε 416 εκατ. Ωστόσο, σύμφωνα με τους εργαζομένους στα ασφαλιστικά ταμεία, πρόκειται για ωραιοποιημένη εικόνα, καθώς, όπως λένε οι συνδικαλιστές, το υπουργείο έχει προχωρήσει σε επιμέρους κατηγοριοποιήσεις και ταξινομήσεις –ελαστικές και ανελαστικές περιπτώσεις, ληξιπρόθεσμες και μη ληξιπρόθεσμες κ.λπ.– προκειμένου να παρουσιάσει μικρότερο αριθμό εκκρεμών αιτήσεων. Στον αριθμό που παρουσιάζουν το υπουργείο, ο ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ:

• Δεν εμφανίζονται τα στοιχεία από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για τους δημοσίους υπαλλήλους. Βάσει των υπολογισμών των εργαζομένων, στο Δημόσιο βρίσκονται σε καθυστέρηση αιτήσεις συνταξιοδότησης 15.000 εκπαιδευτικών, 7.500 εργαζομένων σε δήμους και νοσοκομεία, 8.000 στρατιωτικών και τουλάχιστον άλλων 15.000 από τις υπόλοιπες κατηγορίες.

• Στο ΕΤΕΑΕΠ (επικουρικό ταμείο) δεν εμφανίζεται ο αριθμός των εκκρεμών αιτήσεων, στις περιπτώσεις όπου δεν έχει εκδοθεί η απόφαση από τον ΕΦΚΑ για την κύρια σύνταξη.

• Δεν συγκαταλέγονται αιτήσεις για διεθνείς συντάξεις, ή οι λεγόμενες «ατελείς» αιτήσεις.

• Δεν περιλαμβάνονται όσοι λαμβάνουν προσωρινή σύνταξη.

Οι συνδικαλιστές υπολογίζουν πως ο πραγματικός αριθμός των εκκρεμών αιτήσεων για κύριες, επικουρικές συντάξεις και εφάπαξ ξεπερνά τις 250.000. Αυτό από τη μια, διευκολύνει την παραγωγή υπερπλεονασμάτων. Από την άλλη, είναι αποτέλεσμα του χάους που έχει προκαλέσει η «ενοποίηση» των ασφαλιστικών φορέων, η οποία έχει υλοποιηθεί μόνο στα «χαρτιά». Είναι ενδεικτικό αυτό που συμβαίνει με τους υπαλλήλους του Δημοσίου. Οταν οι συντάξεις χορηγούνταν από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, στην αρμόδια διεύθυνση απασχολούνταν 150 υπάλληλοι. Στο τμήμα του ΕΦΚΑ που είναι αρμόδιο για τους υπαλλήλους του Δημοσίου εργάζονται μόνον 50, αποσπασμένοι από το ΓΛΚ. Το τραγελαφικό είναι πως, ενώ πριν από τις ευρωεκλογές η κυβέρνηση εξήγγειλε τη συγκρότηση κλιμακίων για να επιταχυνθεί η απονομή συντάξεων, ξέχασε να ανανεώσει την απόσπαση αυτών των 50, οι οποίοι αναγκαστικά επέστρεψαν στις οργανικές θέσεις τους στο υπουργείο Οικονομικών.

Οι μεγάλοι χαμένοι 

Διπλά άτυχοι θεωρούνται όσοι ασφαλισμένοι υποβάλουν αιτήσεις συνταξιοδότησης εντός του 2019, καθώς συνταξιοδοτούνται εξ ολοκλήρου με το νέο καθεστώς και δεν θα διατηρήσουν έστω ένα μέρος της προσωπικής διαφοράς. Να σημειωθεί ότι από την έναρξη εφαρμογής του νόμου Κατρούγκαλου στις 13 Μαΐου 2016 και έως το τέλος του 2018 είχαν υποβληθεί 358.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης, οι οποίες υπολογίστηκαν ή θα υπολογιστούν, διατηρώντας ένα μέρος της λεγόμενης «προσωπικής διαφοράς», εφόσον αυτή ξεπερνά το 20%. Συγκεκριμένα, όσοι υπέβαλαν αίτηση το 2016 έλαβαν ή θα λάβουν το 1/2 του ποσού, όσοι συνταξιοδοτήθηκαν το 2017 το 1/3, ενώ όσοι συνταξιοδοτήθηκαν το 2018 το 1/4.  Σύμφωνα με τα στοιχεία των συνδικαλιστών, έχουν ήδη εκδοθεί 290.830 συντάξεις, ενώ 67.170 βρίσκονται σε εκκρεμότητα. Συγκεκριμένα, από 13/5/2016 έως το τέλος του έτους κατατέθηκαν 73.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης και εξ αυτών έχει οριστικοποιηθεί το 97%. Το 2017 υποβλήθηκαν 138.000 αιτήσεις και οριστικοποιήθηκε το 87%, ενώ το 2018 ο αριθμός των αιτήσεων ανήλθε σε 147.000, εκ των οποίων οριστικοποιήθηκε το 68%.

Μεσοσταθμικά πάντως, η μείωση εκτιμάται στο 12% με 16% για τους νέους συνταξιούχους και τις μεγαλύτερες απώλειες έχουν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, δημόσιοι υπάλληλοι με 30 χρόνια υπηρεσίας (κατηγορίας πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης), ασφαλισμένοι του ΙΚΑ με υψηλές αποδοχές και τουλάχιστον 30 χρόνια ασφάλισης, καθώς και ασφαλισμένοι στο πρώην ΤΕΒΕ, το Ταμείο Νομικών και του ΤΣΑΥ ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή