Γκιστάβ Φλομπέρ: ο άνθρωπος πένα

Γκιστάβ Φλομπέρ: ο άνθρωπος πένα

5' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O Γκιστάβ Φλομπέρ στα τελευταία του χρόνια είχε την άποψη ότι αν περισσότεροι άνθρωποι είχαν διαβάσει την «Αισθηματική αγωγή» (1869), τα δεινά που είχαν επιπέσει στη Γαλλία το 1871, η ήττα από τους Πρώσους, η Παρισινή Κομμούνα, δεν θα είχαν συμβεί. Οσο μισητοί τού ήταν οι μπουρζουάδες άλλο τόσο περιφρονητέοι τού ήταν οι ιδεολόγοι κομμουνάροι, ο λαός.

Η Μαντάμ Μποβαρί

Δεκατρία χρόνια νωρίτερα, η «Μαντάμ Μποβαρί» είχε σύρει στα δικαστήρια τον συγγραφέα, τον εκδότη και τον τυπογράφο. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, το βιβλίο προσέβαλε τη δημόσια αιδώ, την αξιοπρέπεια και τη θρησκευτική πίστη. «Αυτό που σας δείχνει ο συγγραφέας», είπε ο δημόσιος κατήγορος, «είναι η ποίηση της μοιχείας και σας ξαναρωτώ αν αυτές οι έκλυτες σελίδες, δεν είναι βαθιά ανήθικες».

«Αντίθετα», αντείπε ο Φλομπέρ, «σαν κάθε καλός συγγραφέας καταδείχνω την τιμωρία του ένοχου» (η μοιχαλίδα πίνει δηλητήριο και πεθαίνει φρικτά). Την ιδέα αυτήν απηχεί και η φίλη του Γεωργία Σάνδη: «H ανάγνωσή του θα κάνει καλό σε όλες τις επίδοξες Μαντάμ Μποβαρί που κυοφορούνται κάτω από παρόμοιες συνθήκες, στην επαρχία».

Ο Φλομπέρ απαλλάχτηκε. Το επόμενο μυθιστόρημά του «Σαλαμπό», θα τον έκανε διάσημο και περιζήτητο στα πιο λαμπρά σαλόνια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και στην εμπιστοσύνη πριγκιπισσών. Λίγο πριν να πεθάνει τον επισκέφθηκε ο Χένρι Τζέιμς, αποτίοντας φόρο τιμής, στον Δάσκαλο, τον αρχιερέα της υψηλής τέχνης.

Ολος αυτός υπάρχει στη νέα βιογραφία του από τον Τζέφρι Γουόλ – «Φλομπέρ, ο βίος», που κυκλοφόρησε πρόσφατα (Φέιμπερ, 415 σελ., 25 στερλίνες).

Αλλά όχι μόνο. Αυτός ήταν ένας τρόπος που έβλεπε ο ίδιος τον εαυτό του, αλλά καλό είναι να υπενθυμίζεται ότι είχε κι άλλους πιο προσγειωμένους τρόπους, εάν όχι ωφελιμιστικούς για τα μυθιστορηματικά του πλάσματα, τα οποία με την τραγική ιλαρότητά τους και ιλαρή τραγωδία τους, ζουν και τρέφουν ακόμη τη φαντασία.

Τρία ολοκληρωμένα μυθιστορήματα, το ένα εντελώς διαφορετικό από το άλλο που δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε (ένα τέταρτο, ημιτελές, όταν πέθανε), ένα «φιλοσοφικό δράμα» δουλεμένο και ξαναδουλεμένο επί 25 χρόνια και τρία διηγήματα, ήταν η παραγωγή του. H δίκη για την Μποβαρί τον έκανε διάσημο και παρώθησε την τεράστια επιτυχία του. Στους ομοτέχνους του για τους οποίους είχε μια μισομυθική διάσταση (στα 36 του δεν είχε δημοσιεύσει ούτε λέξη), παρίστανε τον τρομοκρατημένο από τον πάταγο: «πόσο νοσταλγώ την ψαρίσια σιωπή που μέσα της υπήρχα ώς τώρα». Σ’ έναν δημοσιογράφο αυτοχαρακτηρίσθηκε ως ο ρεαλιστής-πρότυπο και τον σκοπό του, σαν τον σκοπό ολόκληρης της σύγχρονης λογοτεχνίας? «στόχος της επίθεσης δεν ήταν μόνο το βιβλίο μου αλλά όλα τα βιβλία».

Αντεπίθεση, θα ήταν ο σωστότερος όρος μια και τα βιβλία του Φλομπέρ εξαπολύουν σφοδρό πόλεμο εναντίον της μπουρζουάδικης υποκρισίας την οποία σιχαινόταν των κλισέ και των ηλιθιοτήτων της σκέψης και του λόγου, της ναρκωτικής κενολογίας, των ψευδαισθήσεων, του έρωτα, της πολιτικής, της θρησκείας, της επιστήμης. Το μόνο που σέβεται είναι το αίσθημα καθαυτό (όχι το αντικείμενό του), την ένταση της επιθυμίας που φλέγεται στην προσπάθειά της να ξαναφτιάξει τον κόσμο κατ’ εικόνα της.

Ο Φλομπέρ και οι φίλοι της νιότης του, ο Λουί Μπουγιέ, ο Αλφρέ λε Πουατβέν, ο Μαξίμ ντι Καν, αυτοαποκαλούνταν ρομαντικοί (θαύμαζαν τους ήρωες του Μπάιρον και του Σατομπριάν), αλλά τούτο δεν σήμαινε ότι ενστερνίζονταν τα ουτοπικά ιδανικά του 1830 και 1840. H επανάσταση του 1848 που ταξίδεψε στο Παρίσι για να την δει, τον προσέλκυσε ως θέαμα. Ολοι τους, ήταν άνθρωποι του αισθήματος και σίγουρα ήταν o Φλομπέρ. Γνώριζε τις βαριές απογνώσεις και τις βαθιές εκστάσεις που κάποτε αιτίες τους ήταν γυναίκες και συχνότερα το γράψιμο.

Γιγαντόσωμος άνθρωπος με τη θωριά και τους τρόπους της αρκούδας είχε και εξίσου μεγάλες ορέξεις, για τη μοναξιά, το φαΐ, το πιοτό, το σεξ – αυτό με πόρνες, το συχνότερο που τις διαδέχονταν περίοδο μανιασμένης αποχής. H έλξη του για το τερατικό και το γκροτέσκο και η εφηβική του άποψη για τα αστεία, κούραζαν τους φίλους του, αλλά το ανταπέδιδε -στους άντρες κυρίως- με αγάπη και πίστη. Την Λουίζ Κολέ, τον μόνο σοβαρό έρωτα της ζωής του, την κρατούσε χρόνια σε απόσταση, ενώ όμνυε όρκους υποταγής στη χήρα μητέρα του. Αποκαλούσε τον εαυτό του «άνθρωπο πένα» που ζούσε για να γράφει.

Ο πατέρας του Φλομπέρ ήταν πλούσιος και σεβαστός χειρουργός και ο βιογράφος του, καθώς γράφει ο Αλαν Τζένκινς στη «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», συνδέει το «κλινικό» στυλ του ώριμου συγγραφέα με τα χρόνια που πέρασε παιδί κοντά στους άρρωστους και τους ετοιμοθάνατους στη Ρουέν, όπως και με τον λίθινο κόσμο των μπουρζουάδικων αρετών. H τελειομανία του όμως, le mont just η ακριβής λέξη, μπορεί να είναι η αντίστασή του στην αταξία του κόσμου και στον φόβο της τρέλας. Σε όλη σχεδόν τη ζωή του έπασχε από κρίσεις επιληψίας, η πρώτη στα 20 του χρόνια, που τον έσωσαν από τις νομικές σπουδές τις οποίες είχε ξεκινήσει για να ικανοποιήσει τον πατέρα του. Λίγο αργότερα πέθανε και ο πατέρας του κι η πολυαγαπημένη του αδελφή. Τότε κατέφυγε με την κληρονομιά του στη φωλιά του, στη «σπηλιά» που στην πραγματικότητα ήταν μια όμορφη έπαυλη στην όχθη του Σηκουάνα (χτισμένη με τους κόπους του πατέρα του) όπου εγκαταλείποντας τις προφάσεις για μια πλούσια σταδιοδρομία, περνούσε τις μέρες του ονειροπολώντας στον καναπέ και παράγοντας, με ρυθμό 500 λέξεων την εβδομάδα τα επονείδιστα έργα του. Αναδυόταν κατά διαστήματα ξεκινώντας για μακρινά ταξίδια, γυρεύοντας τον έρωτα ή απλώς την απόλαυση στο Παρίσι. Και για να σκανδαλίσει τον λογοτεχνικό κόσμο. Πάντα όμως γύριζε στην ασφάλεια του σπιτιού του στο Κρουασέ, εγκαταλείποντάς το μόνο, με οργή περιφρόνηση όταν οι Πρώσσοι το έκαναν αρχηγείο τους.

Μπουβάρ και Πεκισέ

Εφυγε και ο κόσμος που γνώριζε. Οι στενότεροι φίλοι του είχαν πεθάνει, η υγεία του ήταν κακή και είχε οικονομικά προβλήματα. Παρά μια συμφιλίωση με την ανιψιά του που χρόνια πριν ανεξήγητα την είχε παρωθήσει αν όχι της είχε επιβάλει, ένα δυστυχισμένο γάμο, παρά την παρουσία της Σάνδη και το γράψιμο του «Μπουβάρ και Πεκισέ», τα τελευταία του χρόνια ήταν θλιμμένα.

Να διαβάζει κανείς ή να μη διαβάζει Φλομπέρ; Δεν υπάρχει δικαιολογία για να μην τον διαβάζει – τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα, τα θαυμάσια (και στην αθυροστομία τους) γράμματά του (πολύτιμο βοήθημα της βιογραφίας), τα ταξιδιωτικά γραφτά του, όλα κυκλοφορούν στο πρωτότυπο, σε μεταφράσεις και σε χαρτόδετες εκδόσεις. Για τον άνθρωπο και τη ζωή του, εάν κανείς δεν έχει διέξοδο στο κολοσσιαίο σε όγκο «Ηλίθιο της οικογένειας» του Ζαν Πολ Σάρτρ, η βιογραφία του Τζέφρι Γουόλ είναι μια καλή λύση. Αν και όχι τόσο καλή, για τον συγγραφέα, το γράψιμο και τα βιβλία του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή