Τέχνη σε βιτρίνες και σούπερ μάρκετ

Τέχνη σε βιτρίνες και σούπερ μάρκετ

3' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε ένα μανιφέστο του 1961 ο Κλάες Ολντενμπουργκ ρωτούσε εάν αποκλειστικός σκοπός της τέχνης είναι να βρίσκεται κλεισμένη σε ένα μουσείο. Την ίδια χρονιά άνοιγε ένα «Μαγαζί» στο Ιστ Βίλατζ της Νέας Υόρκης, όπου εξέθεσε μια σειρά από καθημερινά πράγματα, τρόφιμα, νυχτικά κ.ά., όλα καμωμένα με ύφασμα και γύψο βαμμένο με χρώματα φωτεινά. Τα πουλούσε και ο ίδιος και μερικά δεν ήταν διόλου φτηνά.

Φωτεινές κούκλες

Η πράξη εκείνη του Ολντενμπουργκ υπήρξε καθοριστική για την Ποπ Αρτ, το κίνημα που έσυρε την τέχνη έξω από την κορνίζα και το βάθρο και την τοποθέτησε στον δρόμο, μέσα στην οχλαγωγία και την ελαφρότητα της ζωής του 20ού αιώνα. Μια ανακατασκευή του «Μαγαζιού του Ολντενμπουργκ» παρουσιάζεται τώρα στην έκθεση «Ψώνια» στην Αίθουσα Τέχνης Σιρν της Φρανκφούρτης. Σκοπός της έκθεσης που γίνεται σε συνεργασία με την Τέιτ του Λίβερπουλ είναι να ορίσει τη σχέση τέχνης και κατανάλωσης στον 20ό αιώνα.

Τι έχει να κάνει η τέχνη με τα ψώνια (shopping); Και τι έχει μάθει ή σφετεριστεί η τέχνη από την παραγωγή, έκθεση και πώληση των, μαζικής κατασκευής, καταναλωτικών αγαθών; Ο Παρισινός φωτογράφος Ευγένιος Ατζέ ήταν ο πρώτος που απεικόνισε τη γοητεία της φωτισμένης βιτρίνας. Σήμερα, δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να μην τη νιώθει, όμως τότε στο γύρισμα του 19ου στον 20ό αιώνα, το παρισινό Μπον Μαρσέ, ανάλογο των σημερινών πολυκαταστημάτων, έσπειρε τους σπόρους του καταναλωτισμού με το πλήθος των αγαθών του, της αγοράς δηλ. για χάρη της απόκτησης και όχι για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών. O Ατζέ θέλησε να το αποτυπώσει αυτό και οι φωτογραφίες του με τις ντυμένες κούκλες, τα άφθαστης σαγήνης αυτά πρότυπα της γυναίκας, απρόσιτα πίσω από τη βιτρίνα και προσιτά μόνο στα μάτια, ήταν τα πρώτα, εκτός τέχνης, ξεστρατίματα του ερωτισμού σε σφαίρες ιδεατές και αφύσικες. Κατόπιν ήρθαν ο Μαν Ρέι και ο Σαλβαντόρ Νταλί που αποθέωσαν ερωτικά τις κούκλες της βιτρίνας, γυμνές, ντυμένες, μασκοφορεμένες ή φυλακισμένες.

Η έκθεση, καθώς γράφει ο Μάικλ Γκλόβερ στη «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», είναι πολύ έξυπνα διαρρυθμισμένη. Στον κεντρικό χώρο, φθάνει ο επισκέπτης, διασχίζοντας ένα μακρύ, στενό διάδρομο φωτισμένο από πάνω με άσπρα φώτα νέον. Μοιάζει με το λαμπερό εσωτερικό πολυκαταστήματος που απλώνεται στο άπειρο. Οπως και ο καταναλωτισμός είναι ένα πάθος που δεν έχει τέλος. Γωνιές καλύπτουν άλλες εγκαταστάσεις, πλην του «Μαγαζιού» του Ολντενμπουργκ, όπως το «Αμερικανικό σούπερ μάρκετ» (πλήρες, με φτηνή μουσική) που δημιούργησαν το 1964 ο Γουορχόλ, ο Λιχτενστάιν κ.ά. στην γκαλερί Μπιανκίνι της Νέας Υόρκης.

Σε αυτήν την εγκατάσταση και την ανασύστασή της στην έκθεση, θα πρέπει να επιμείνει κανείς, λόγω των πολλαπλών μηνυμάτων της. Είναι ένα μείγμα τέχνης και βιομηχανίας με τα κουτιά σούπας Κάμπελ του Γουορχόλ να αιωρούνται σε πυραμίδα, το καθένα με την τιμή του κολλημένη επάνω. H ποπ δεν τόνιζε μόνο την αισθητική αξία των καταναλωτικών αγαθών, αλλά έβαζε και την τέχνη στη θέση του ανταγωνιστή τους.

Γιατί η τέχνη θα πρέπει να είναι υπερκόσμια, κλεισμένη και καταδικασμένη να ζει μια άλλη ζωή μέσα στους μισοσκότεινους διαδρόμους ενός μουσείου; H συμπλοκή της τέχνης με τον δρόμο σημαίνει και εμπλοκή της με την πολιτική. Μια από τις μορφές του κινήματος Φλούξους της δεκαετίας του 1960 ήταν ο Μπερνάρ Βοτιέ που γι’ αυτήν την έκθεση της Φρανκφούρτης δημιούργησε ένα βουερό, πολύχρωμο παζάρι με κόσμο και ένα αραβικό καφενείο. Πάνω του από το ταβάνι κρέμεται μια υφήλιος, η μισή πραγματική κι η άλλη μισή, συντριμμένη και καμένη. Το όραμα του καλλιτέχνη για το μέλλον του κόσμου εάν συνεχισθεί η ραγδαία παραγωγή όπλων μαζικής καταστροφής.

Ο Τζεφ Κουνς παρουσιάζει μια εγκατάσταση φτιαγμένη από όλα τα περιττά, αλλά τόσο απαραίτητα αντικείμενα καλλωπισμού ενός αστικού σπιτιού της Δύσης, πολύ γυαλιστερά, τέλεια και λαμπρά φωτισμένα. Δεν είναι παρά τα δείγματα της περσινής μόδας, στη σειρά παραταγμένα σαν μεσαιωνικά κτερίσματα, περαστικά, φτιαγμένα για τις ανάγκες τις στιγμής και όμως μεταμορφωμένα σε κάτι αιώνιο και απαράλλακτο. H έκθεση τελειώνει με το «Φαρμακείο» (1992) του Ντάμιεν Χερστ που πρώτη φορά ταξιδεύει στο εξωτερικό μετά την αγορά του από την Τέιτ.

Σύγχυση ορίων

Λίγο πιο πέρα από την Αίθουσα Τέχνης Σιρν, βρίσκεται το Μουσείο Εφαρμοσμένων Τεχνών της Φρανκφούρτης, όπου στεγάζεται η συγγενική έκθεση «Σκέφτομαι, άρα ψωνίζω». Αποτελείται ολόκληρη από αντικείμενα των συλλογών του μουσείου, όλα καταναλωτικά αγαθά, αλλά κάτω από το φως της σημερινής αξίας τους. Και όλα, ασχέτως του πόσο παλιά είναι, έχουν την τιμή τους επάνω. Ορισμένα παράγονται και σήμερα και μπορούν να αγοραστούν επί τόπου. Πράγμα που θέτει το ερώτημα, εάν τα κομμάτια της τελευταίας παραγωγής, είναι αναπαραγωγές ή πρωτότυπα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή