H ιστορία μας γράφτηκε στη θάλασσα

H ιστορία μας γράφτηκε στη θάλασσα

5' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H ναυτιλία είναι μια πολύ ιδιωτική υπόθεση, όπως λένε. Ισως γιατί οι επιχειρήσεις που συνδέονται με τη θάλασσα είναι κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις οικογενειακές και η οικογένεια είναι ένα μυστικός πύργος. Ενας μύθος καραβοκύρηδων και εφοπλιστών συμπλέει παράλληλα και ολόγυρα από το νέο ελληνικό κράτος.

Καπετανάδικα σπίτια αντικρίζει κανείς σε όλη την Ελλάδα, όπου υπάρχει λιμάνι. Ακόμη και σε τόπους απόμερους, μακριά, σήμερα, από δίκτυα τουρισμού και εμπορίου, τα ψηλά, αρχοντικά σπίτια των καπεταναίων, συχνά βουβά και κατάκλειστα τους χειμερινούς μήνες, στέκουν σαν κυματοθραύστες, μάρτυρες μιας περασμένης ακμής. H ακμή βρισκόταν (και βρίσκεται) στη θάλασσα. Είναι η άλλη δύναμη της Ελλάδας, για πολλούς ο μέγας, πλωτός, κινητός, αλλά θαυμαστά σταθερός πλούτος της χώρας, αυτός που την αναδεικνύει σε πρώτη παγκόσμια δύναμη των θαλασσών.

Οι άνθρωποι

Είναι μια μακρά και γοητευτική ιστορία, οι άνθρωποι πίσω από τα καράβια, τα προϊόντα από τον έναν τόπο στον άλλο, οι ιστορίες της θάλασσας, τα επιχειρησιακά σχέδια, η επιθυμία του άλλου τόπου και ο νόστος, το αγνάντεμα του ορίζοντα για το πρώτο σημάδι της επιστροφής, η συσσώρευση του πλούτου και τα πρώτα ναυτικά, εμπορικά κέντρα στις ακτές της Μεσογείου.

Πίσω από τον μύθο, οι άνθρωποι. Οι οικογένειες, οι παλιοί καραβοκύρηδες, οι σύγχρονοι εφοπλιστές. Οι οικογένειες που δόξασαν τη μικρή ιδιαίτερη πατρίδα στα πέρατα της γης. Οι μητέρες, οι σύζυγοι, τα μικρά αδέλφια που έμειναν πίσω. Τα όνειρα. Το πορτρέτο του παππού, καραβοκύρης του 1870. Τα δέματα από το Λονδίνο, τη Μασσαλία, την Απω Ανατολή. Τα καινούργια παπούτσια για την Πρωτοχρονιά. O θαυμασμός στη μικρή κοινότητα. Τα γράμματα. Αλλά πάνω από όλα, το χτίσιμο μιας εθνικής περιουσίας.

«Πλωτώ»

Αυτήν τη θαυμαστή πορεία επιτυχίας της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας παρακολουθεί το νέο λεύκωμα «Πλωτώ», που εξέδωσε το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), μια συγκινητική, όσο και αισθητικά άψογη, έρευνα σε οικογενειακά και τοπικά ιστορικά αρχεία. H «Πλωτώ» (όνομα Νηρηίδος) καταγράφει τους Ελληνες καραβοκύρηδες και εφοπλιστές από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και περιλαμβάνει κείμενα της Τζελίνας Χαρλαύτη, του Μάνου Χαριτάτου και της Ελένη Μπενέκη. Είναι η κορύφωση του εξαετούς ερευνητικού προγράμματος για την ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας που εκπονεί το ΕΛΙΑ με τη χορηγία του Ιδρύματος «Σταύρος Σ. Νιάρχος», πρόγραμμα το οποίο έχει ήδη δώσει τον ιστορικό νηογνώμονα του ελληνόκτητου εμπορικού στόλου «Ποντοπόρεια». H «Ποντοπόρεια» ήταν η αρχή, η βάση δεδομένων που «γέννησε» την «Πλωτώ» και που αργότερα θα δώσει ζωή στην «Ευπόμπη», στην οποία θα καταγραφεί η επίδοση των εφοπλιστικών οικογενειών από το 1950 και μετά.

Αποτίμηση

Με την «Πλωτώ» ανά χείρας, ένα εντυπωσιακής πυκνότητας, μεστό ουσίας, λεύκωμα 460 σελίδων με πλήθος πληροφοριών και μεγάλο όγκο ποιοτικού φωτογραφικού υλικού, επιχειρείται η ανάδειξη της σχέσης των ίδιων των ανθρώπων με τη θάλασσα. Είναι μια ανθρωποκεντρική θεώρηση με άξονα τις ναυτιλιακές οικογένειες κάθε τόπου. Δημιουργείται έτσι ένας οικογενειακός άτλας της ελληνικής συμβολής στην παγκόσμια ναυσιπλοΐα, πάνω στον οποίο εξυφαίνονται οι δρόμοι των Ελλήνων στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές. Είναι μια -υπαινικτικά- συγκινητική αποτίμηση των οικογενειακών θρύλων, ενός εκάστου ναυτικού έπους, που με τρόπο αθόρυβο όσο και επίπονο έχτισε ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού εθνικού πλούτου.

Οπως μας λένε οι ερευνητές αυτού του πρωτοπόρου, και πολλά οφειλόμενου, προγράμματος, η «Πλωτώ» είναι κάτι πιο σύνθετο και πιο φιλόδοξο από μια μεθοδική συγκρότηση ενός εξαντλητικού βιογραφικού λεξικού. Δίνοντας έμφαση στην εποχή των ιστιοφόρων, η «Πλωτώ» καταπλέει με τη διεθνή ερευνητική τάση για τη μελέτη της ιστορίας των επιχειρήσεων, που τα τελευταία χρόνια προσελκύει όλο και περισσότερους ιστορικούς. O εφοπλισμός, με την έμφαση που εκ φύσεως δίνει στον «οικογενειακό» καπιταλισμό σε αντίστιξη με τον (απρόσωπο) «διευθυντικό» καπιταλισμό (που διαχωρίζει την ιδιοκτησία από τη διαχείριση), διασώζει μια συγκεκριμένη τυπολογία εμπορικών και οικονομικών σχέσεων, που, τηρουμένων των αναλογιών, συνεχίζουν μιαν αδιάλειπτη παράδοση 200 και πλέον ετών.

Η ελληνική εμπορική ναυτιλία γεννήθηκε τον 18ο αιώνα και αναπτύχθηκε ταχύτατα και ευρέως τον επόμενο αιώνα, όταν η πρόοδος του υλικού πολιτισμού δημιουργούσε νέες αγορές. Πριν από την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, οι Ελληνες ναυτικοί δούλευαν σε μια θάλασσα ενιαία, από τον Εύξεινο Πόντο ώς τη Βόρεια Θάλασσα με τη Μεσόγειο, διάστηκτη από ελληνικής ιδιοκτησίας ιστιοφόρα. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι το άνοιγμα των Ελλήνων ναυτικών και καραβοκύρηδων στη Δύση ήδη από τη δεκαετία του 1770 ήταν μια κινητήριος δύναμη που συνέσφιξε τους δεσμούς της ελληνικής οικογένειας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και επιτάχυνε την κυκλοφορία των ιδεών περί ισοπολιτείας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Εθνική ιδέα

Κατά μία έννοια, η ελληνική ναυτιλία με την αλματώδη πρόοδό της συνέδραμε την εθνική ιδέα και αργότερα ακόμη και στη διάρκεια του 20ού αιώνα ήταν αυτή που συντήρησε κατά ένα μεγάλο βαθμό την εθνική υπερηφάνεια, αλλά και την οικονομική ανάπτυξη της πατρίδας. Ακόμη και ο εσωτερικός πλούτος των αρχοντικών σε πολλά λιμάνια της Ελλάδας, αυτός που σήμερα εντάσσεται με άνεση στο κεφάλαιο της πνευματικής μας κληρονομιάς, ήταν ένα αποτέλεσμα της οικονομικής αρωγής των ναυτικών προς την οικογένεια, που σταδιακά αποκτούσε επαφή με τη δυτική ευμάρεια.

Οι Ελληνες στο κέντρο των θαλασσίων οδών, Βορρά-Νότου, Ανατολής-Δύσης, βρέθηκαν σε μια πλεονεκτική θέση στην καρδιά μιας ευτυχούς συγκυρίας, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλυόταν, ενώ αναδυόταν η εποχή του ελεύθερου εμπορίου στην εποχή του laissez-faire καπιταλισμού μετά το 1850. H μετάβαση από το ιστίο στον ατμό, σταδιακά από το 1880 και μετά, έδωσε μιαν ακόμη αναπτυξιακή ευκαιρία για τη διεθνοποίηση του ελληνικού εμπορίου.

Από τότε μέχρι σήμερα…

Ενδεικτικά και με γεωγραφικό διαχωρισμό αναφέρουμε ορισμένες γνωστές οικογένειες καραβοκύρηδων και εφοπλιστών που μέσα από τους διεθνείς θαλάσσιους δρόμους απέκτησαν πλούτο, κύρος και συνέδραμαν στην εθνική οικονομία.

– Κεφαλονιά: Αθανασούλη, Αμπατιέλου, Βαλλιάνοι, Λυκιαρδόπουλοι, Μεταξά, Ποταμιάνου, Σβορώνου, Φωκά κ.ά. B Ιθάκη: Βλασσόπουλοι, Θεοφιλάτου, Σταθάτου κ.ά. B Γαλαξίδι: Αρβανίτη, Δεδούση, Καμμένου, Κατσούλη, Μπακογιώργη, Οικονόμου, Παπαπέτρου, Τσίπουρα κ.ά. B Ανδρος: Βαλμά, Γουλανδρή, Εμπειρίκου, Καμπάνη, Κυδωνιέως, Παλαιοκρασσά, Πολέμη, Χαδούλη κ.ά. B Μήλος: Δαμουλάκη, Μαλανδράκη, Συρμαλιένου. B Μύκονος: Αμπανόπουλου, Δρακόπουλου, Μαυρογένη, Μπατή κ.ά. B Σαντορίνη: Αλαφούζου, Δακορώνια, Ζάννου, Μανωλέσσου, Νομικού, Σαρρή, Σιγάλα κ.ά. B Σίφνος: Βερνίκου. B Σύρος: Βαφιαδάκη, Καλβοκορέση, Μαυρογορδάτου, Νεγροπόντη, Φουστάνου κ.ά. B Χίος: Δρομοκαΐτη, Ράλλη, Ροδοκανάκη, Σκαραμαγκά, Σκυλίτση, Ανδρεάδη, Γεωργαντή, Καρρά, Λιβανού, Λω, Φαφαλιού, Χανδρή κ.ά. B Οινούσσες: Λαιμού, Πατέρα, Φράγκου, Χατζηπατέρα κ.ά. B Ψαρά: Βαρβάκη, Καλαφάτη, Καλημέρη, Κοτζιά, Φιλίνη, Χατζηκυριάκου κ.ά. B Λέσβος: Κιουρτζή, Σιφναίου. B Σάμος: Ιγγλέση. B Κωνσταντινούπολη – Δαρδανέλια: Αρβανιτίδη, Ζαρίφη, Καβουνίδη, Σιδερίδη, Φώσκολου-Μάγκου κ.ά. B Σμύρνη και Μικρά Ασία: Ευσταθίου, Παπαγιάννη, Ωνάση κ.ά. B Πάτμος: Εμίρη, Κουλουκουντή, Μαυρολέοντος, Νικολάου, Χατζηλία κ.ά. B Λέρος: Ρούσσου. B Σκόπελος: Βαλσαμάκη, Γαρυφάλου, Ρεμπάκη, Σίσκου κ.ά. B Σκιάθος: Γιακουμή, Δαμάσκου, Κόκκινου, Κουμπή, Ματαρώνα κ.ά. B Υδρα: Μιαούλη, Κουλούρα, Κουντουριώτη, Κριεζή, Σαχτούρη, Τομπάζη, Τσαμαδού κ.ά. B Σπέτσες: Αναργύρου, Γουδή, Κούτση, Λαζάρου – Ορλώφ, Μέξη, Μπόταση κ.ά. B Αν. Πελοπόννησος: Χατζηπαναγιώτη-Πολίτη. B Πειραιάς: Καλλιμανοπούλου, Νιάρχου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή