Γιατί πάω μάρτυρας στη δίκη της 17N

Γιατί πάω μάρτυρας στη δίκη της 17N

14' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθηγητής στον τομέα Εφαρμοσμένων Μαθηματικών του ΕΜΠ, ο Βένιος Αγγελόπουλος είναι γνωστός στο Πολυτεχνείο για το πάθος του με τη γεωμετρία, αλλά και για την εκτίμηση που του τρέφουν οι φοιτητές – και δη οι νεότεροι. Στο πανελλήνιο έγινε, όμως, γνωστός με την πρόσφατη περιπέτειά του στις ΗΠΑ – όταν κατά την είσοδό του στη χώρα για συμμετοχή σε συνέδριο του New York University κρατήθηκε επί ώρες με δεσμά σε χέρια και πόδια για μία… «φιλική συζήτηση» ως προς τις σχέσεις του με τον Αλέκο Γιωτόπουλο και τυχόν πληροφορίες που θα μπορούσε να δώσει για τη «17 Νοέμβρη». Παλιός φίλος του Α. Γιωτόπουλου από τα πολύβουα φοιτητικά χρόνια στο Παρίσι, ο κ. Αγγελόπουλος δεν έκρυψε -ούτε στο FBI- ότι προτίθεται να καταθέσει ως μάρτυς υπεράσπισής του. Στο κείμενό του, που φιλοξενεί σήμερα η «Κ», ο κ. Αγγελόπουλος εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόφαση αυτή. Λόγους που δεν οφείλονται μόνο στην πεποίθηση ότι δεν πρέπει κανείς να εγκαταλείπει τους παλιούς φίλους τη δύσκολη ώρα, αλλά και στην πίστη του κ. Αγγελόπουλου ότι ο Α. Γιωτόπουλος είναι αθώος. Αιρετική από πολλές πλευρές, η τοποθέτηση του καθηγητή είναι βέβαιο ότι πολλούς θα ξενίσει. H «K» τη δημοσιεύει ακριβώς γι’ αυτήν της τη διαφορετικότητα, πιστή στην άποψή της ότι στη δημοκρατία ο διαφορετικός λόγος πρέπει να βρίσκει βήμα έκφρασης.

Το ερώτημα «γιατί πάω μάρτυρας υπεράσπισης του Γιωτόπουλου» μου έχει τεθεί από πολλούς, είτε προσωπικά σε μένα είτε σε γενικότερη μορφή, είτε ιδιωτικά, είτε δημόσια, είτε άμεσα με μορφή απορίας. Είναι καιρός να απαντήσω, δημόσια.

Αυτοί που θέτουν το ερώτημα χωρίζονται, σχηματικά, σε δύο κατηγορίες. Αυτοί που δεν μπορούν να καταλάβουν το γιατί και αυτοί που δεν θέλουν να καταλάβουν το γιατί1. Για τους δεύτερους το ερώτημα είναι ρητορικό: εκφράζει τη διαφωνία τους, εκφράζει μομφή, μέχρι και οργή: «πώς τολμάς και υπερασπίζεσαι τρομοκράτες!».

Σ’ αυτούς απαντώ: «Δικαίωμά μου είναι να πάω σε όποια δίκη θέλω», και η συζήτηση τελειώνει. Οσα θα πω παρακάτω δεν γράφονται γι’ αυτούς.

Οι άλλοι όμως, που εκφράζουν ειλικρινή απορία, με ενδιαφέρει να καταλάβουν και γιατί πάω, και πώς έφτασα σ’ αυτή την απόφαση. Το γιατί είναι απλό – το είπα εξάλλου και στο FBI: Θεωρώ ότι είναι αθώος, ότι είναι θύμα πλεκτάνης, και θέλω να τον βοηθήσω διότι υπήρξε φίλος μου. Και επιπλέον, κάτι που δεν είπα στο FBI, το θεωρώ και χρέος μου.

Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι…

Δεν ξεκίνησα με αυτή την απόφαση. Σ’ αυτήν κατέληξα. Οταν έπιασαν τον Γιωτόπουλο ήμουν ήδη προϊδεασμένος ότι τον κυνηγούσαν για «αρχηγό» της 17N, καθώς με είχαν ειδοποιήσει διάφοροι – είτε κοινοί γνωστοί, είτε άτομα που δεν τον ήξεραν: «Ξέρεις εσύ κάποιον Γιωτόπουλο από το Παρίσι; Αυτός είναι». Το όνομά του, όπως και άλλα ονόματα, κυκλοφορούσε πριν ακόμα από τη βόμβα Ξηρού.

Είδα την προσαγωγή του στην τηλεόραση. Τα συναισθήματά μου ήταν περίεργα – δεν είναι καθόλου ευχάριστο να μαθαίνεις νέα ενός παλιού φίλου που εκτιμούσες, μετά τόσα χρόνια, με αυτόν τον τρόπο. Και μάλιστα δεν τον αναγνώρισα. Είπα «πιάσανε λάθος άνθρωπο». Μόνο την επομένη πείσθηκα ότι αυτός ήταν, όταν το παραδέχτηκε μέσω του δικηγόρου του.

Με αγωνία περίμενα να μάθω τι θα έλεγε. Αν ήταν μέλος ήμουν σίγουρος ότι θα έκανε πολιτικές δηλώσεις ή ενδεχομένως να επιφυλασσόταν για αργότερα, από τον φόβο της διαστρέβλωσης: ας μην ξεχνάμε ότι μόνη πηγή πληροφόρησης εκείνες τις μέρες ήταν οι διωκτικές αρχές – πολλοί συλληφθέντες ούτε δικηγόρο δεν είχαν. Αλλά αυτός αρνήθηκε ρητά τη συμμετοχή του. Ποιον έπρεπε να πιστέψω; Τον φίλο μου, ή τον αρχηγό της αστυνομίας;

Οι αμφιβολίες μου για την ενοχή του ενισχύθηκαν από μια λεπτομέρεια. Στις μετέπειτα συλλήψεις κάποιος ομολόγησε ότι τον είχε δει μερικές φορές πριν από το 1980, μετά δεν τον ξαναείδε, και μόλις τον είδε στην τηλεόραση, μετά τη σύλληψη, τον αναγνώρισε αμέσως. Αυτό το «αμέσως» ήταν περιττό. Αυτό το «αμέσως» ήταν υπερβάλλων ζήλος. Εγώ τον έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα τόσα χρόνια και δεν τον αναγνώρισα (και από ό,τι διαπίστωσα δεν ήμουν ο μόνος) και αυτός με λίγες φορές; Ηταν για μένα σαφές. H ομολογία αυτή ήταν καθ’ υπαγόρευση.

Ακολούθησε ένα καταιγισμός λάσπης εναντίον του. Τα τηλεπαράθυρα και οι εφημερίδες συναγωνίστηκαν ποιος θα περιγράψει καλύτερα αυτό το ανθρωπόμορφο τέρας. Σταλινικός, αρχομανής, χαφιές, κομπλεξικός και άλλα πολλά. Μέχρι και ο πατέρας του προέκυψε συνεργάτης της χούντας – από τον τάφο του, έχοντας πεθάνει το 1965.

Προσπαθώντας να καταλάβω

Μη έχοντας ακόμη κατασταλάξει τι είναι αλήθεια, έπρεπε να πάρω κάποια θέση. Με ρωτούσαν αν τον γνώριζα – δεν μου πήγαινε να σφυρίζω αδιάφορα, να μη θυμάμαι, να κάνω την πάπια. Πέρα από τους άλλους, μέσα μου όφειλα να απαντήσω: μπορώ να τον αντιμετωπίσω σαν λεπρό;

Κάτι τέτοιο μου ήταν αδύνατο.

Μη έχοντας ακόμη καταλήξει, όφειλα να του σταθώ. Στην περίπτωση που ήταν αθώος, να βοηθήσω να αποκαλυφθεί η πλεκτάνη. Εάν ήταν ένοχος, να μαρτυρήσω για τον «πρότερο έντιμο βίο». Ούτως ή άλλως, να βοηθήσω να αποκρουστεί η λάσπη. Και παράλληλα, να ψάξω να μάθω, να σχηματίσω γνώμη, όσο αυτό ήταν δυνατόν.

Ισως ηχεί περίεργα που χρησιμοποιώ λέξεις όπως «όφειλα» ή «χρέος» για έναν άνθρωπο που είχα να τον δω κοντά τριάντα χρόνια, όσο φίλος μου και να ήταν. O Αλέκος όμως δεν ήταν απλά ένας φίλος. Ηταν επίσης ένας εξαιρετικός συναγωνιστής, τον καιρό του αγώνα κατά της δικτατορίας. Ηταν ένας άνθρωπος που χαρακτηριζόταν και από ευθυκρισία, και από πολιτική διορατικότητα, και από αγάπη για τη ζωή, και από χιούμορ, και από σεμνότητα. Από το θάρρος της γνώμης του. Από το θάρρος, απλά. Πάρα πολλοί φοιτητές της Δυτικής Ευρώπης συνδύαζαν σπουδές και αντιδικτατορική δραστηριότητα. Λίγοι εγκατέλειψαν τις σπουδές τους για τον αγώνα. Ενας από αυτούς ήταν ο Αλέκος.

Επρεπε να διαλέξω ανάμεσα στον λόγο αυτού του ανθρώπου που διακήρυσσε την αθωότητά του, και τον λόγο των διωκτικών αρχών. Πολύ θα ‘θελα να έχω τυφλή εμπιστοσύνη στις διωκτικές αρχές της χώρας μου. Δυστυχώς δεν έχω, και δεν είμαι ο μόνος. Από πολύ παλιά τα αποτελέσματά τους ήταν διαβλητά, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση: υπόθεση Πολκ, υπόθεση Τσάπμαν, υπόθεση κυρίας Νιάρχου. Το «στιγμιαίο» του πραξικοπήματος επέτρεψε την ομαλή προσγείωση των μηχανισμών της δικτατορίας στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οι μηχανισμοί αυτοί αντιμετώπισαν το φαινόμενο της ατομικής τρομοκρατίας με μνημειώδη ανεπάρκεια, κατηγορώντας, διασύροντας, συλλαμβάνοντας διάφορους «συνήθεις υπόπτους» – οι οποίοι και αθωώνονταν εάν η υπόθεση έφτανε στο ακροατήριο. Κατασκευάζοντας ενδεχομένως ψεύτικες «τρομοκρατικές οργανώσεις»2. Απορροφώντας κονδύλια για επιχειρήσεις που κατέληγαν σε φιάσκο. Με παράλληλη απασχόληση αρκετών μελών τους στα επικερδή χόμπι της προστασίας νυκτερινών κέντρων, μαστροπείας, διακίνησης ναρκωτικών ή λαθρεμπορίου3 – εξάλλου τις μέρες της σύλληψης Γιωτόπουλου εξαρθρώθηκε σπείρα λαθρεμπόρων που υπηρετούσαν στο Λιμενικό Σώμα και που ελάχιστα σχολιάστηκε, καθώς η 17μονοπωλούσε την επικαιρότητα.

Οι καταστάσεις βέβαια είχαν αλλάξει. Οι διωκτικές αρχές διεκδικούσαν πλέον σοβαρά την υπευθυνότητα, τον επαγγελματισμό και την αποτελεσματικότητα. Με δύο κυρίως επιχειρήματα: αφενός τη σειρά συλλήψεων που ακολούθησε την έκρηξη του Πειραιά, και αφετέρου τη συνεργασία με τις ξένες υπηρεσίες, βασικά τις βρετανικές. Από την άλλη, παρόλο που συναισθηματικά θα ‘θελα πολύ ο Αλέκος να είναι αθώος, δεν μπορούσα λογικά να παραβλέψω την εκδοχή να λέει ψέματα: εξάλλου είχα και τόσα χρόνια να τον δω. Κάλλιστα μπορεί τα λευκά μαλλιά να συμβαδίζουν με αλλαγή νοοτροπίας και κριτηρίων.

Εβαλα λοιπόν στον εαυτό μου τα εξής τρία ερωτήματα?

– Πόσο έχει αλλάξει ο Αλέκος που ήξερα;

– Τι ευρήματα οδηγούν στην ενοχή του;

– Πόσο αξιόπιστες έχουν γίνει οι διωκτικές αρχές;

Τα στοιχεία εναντίον του Γιωτόπουλου

Ετσι ξεκίνησα μια προσωπική αναζήτηση, προσπαθώντας να ανακαλύψω έστω και ένα εύρημα που αναμφισβήτητα τον ενοχοποιούσε. Ούτε ένα δεν με έπεισε: όσα αποτυπώματα ή γραπτά του βρέθηκαν ήταν σε κινητά αντικείμενα (βιβλία, χαρτιά κ.λπ.) μέσα, λέει, σε μια νάιλον σακούλα, που τοποθετήθηκε στο κρησφύγετο της 17για όσο θα έλειπε διακοπές. Δεν διευκρινίστηκε αν αυτή η μεταφορά από το σπίτι του (όπου θα ήταν άχρηστο ως αποδεικτικό υλικό) προς το κρησφύγετο γινόταν κάθε χρόνο από το 1980 (ημερομηνία των αρχαιτέρων ευρημάτων) ή μόνο το 2002. Επιπλέον, τα ευρήματα αυτά ακόμη και σήμερα δεν έχουν δοθεί στην υπεράσπιση για διασταύρωση απόψεων από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες. Ούτε καν υπήρξε και πλήρης καταγραφή τους, με αποτέλεσμα να διαρρέουν (από ποιον άραγε;) διάφορα «Γιωτοπουλικά» έγγραφα, από μεταφράσεις του Μαριγκέλα μέχρι οδηγίες για αυτοσχέδιες χειροβομβίδες, τα οποία ουδέποτε ενσωματώθηκαν στη δικογραφία, διοχετεύθηκαν όμως στα MME για να εντυπωσιάσουν την κοινή γνώμη. Μαζί με διάφορα άλλα παραπλανητικά, όπως ο εντοπισμός του επειδή «έπαιρνε το αυτοκίνητό του στο φέρι μποτ για κάποιο νησί μετά την Πάτμο» – μόνο που, όπως διαπίστωσα, στους Λειψούς πήγαινε χωρίς αυτοκίνητο. Οπως ο μάρτυρας στην υπόθεση Μομφεράτου, που είχε δει δύο δράστες το 1984, αλλά τον Σεπτέμβρη του 2002 θυμήθηκε κι έναν τρίτο, τον Γιωτόπουλο, που τον είχε δει από ψηλά, από το μπαλκόνι, και είχε εντυπωσιαστεί από το βλέμμα του.

Δεν υπήρχε ούτε ένα αδιάσειστο εύρημα. Τον ενοχοποιούσαν μόνον τρεις ομολογίες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον καθ’ υπαγόρευση (αυτή με το «αμέσως», που προαναφέρθηκα) και οι άλλες δύο ποιος ξέρει κάτω από ποιες συνθήκες. Δεν με έπειθαν. Εξάλλου, όλες αυτές έχουν καταγγελθεί. Εναντίον του παραμένει επίσης το ψευδώνυμο Οικονόμου – σ’ αυτό θα επανέλθω.

Αντίθετα, παρουσιάστηκαν κατά κόρον διάφορα «στοιχεία» εναντίον του, μερικά μάλιστα τελείως κοινότοπα (λογαριασμοί, τηλεφωνική ατζέντα κ.λπ.). Ενώ κανένα δεν άντεχε κριτική από μόνο του, το πλήθος τους υπέβαλε το «δεν μπορεί, κάτι θα αληθεύει»4. Υπήρχαν τόννοι λάσπης από αυτόκλητους και ετερόκητους ειδήμονες, τηλεοπτικές αυθεντίες που χωρίς συζήτηση, τον αποκαλούσαν αρχηγό των δολοφόνων. Και κυρίως, προϋπήρχε η θεωρία, η εκ Βρετανών εκπορευομένη, ότι ο Γιωτόπουλος ήταν ο αρχηγός της 17N: αυτό το γνώριζαν, πριν από τη βόμβα Ξηρού, οι δημοσιογραφικοί κύκλοι, το γνώριζαν και οι παλιοί αγωνιστές που είχαν «φιλικούς διαλόγους» με τη Σκότλαντ Γιαρντ5. Γιατί η έκρηξη να μη συνδυαστεί με την προϋπάρχουσα θεωρία; Και αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μ’ αυτήν, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα…

Για ποιο λόγο αυτή η μανία; Για ποιο λόγο η απαγόρευση επικοινωνίας των κρατουμένων με τον έξω κόσμο, με ποινή την πλήρη απομόνωση για όποιον τολμήσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Για ποιο λόγο ο διασυρμός διαφόρων στα MME; Για ποιο λόγο η υπόθεση 17έγινε το μοναδικό πρόβλημα που έπρεπε να απασχολεί την κοινή γνώμη, κατάντησε ένα ζωντανό ριάλιτι σόου, που εκτόπισε μάλιστα όλα τα υπόλοιπα; Μήπως για να θεωρούν όλοι ένοχο τον Γιωτόπουλο, επειδή όλοι τον Γιωτόπουλο θεωρούν ένοχο; Οπως θεωρούσαν τη γη ακίνητη πριν από τον Γαλιλαίο;

Τι απέγινε ο Αλέκος που ήξερα;

Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα ξεπερνάει τον Γιωτόπουλο, εμένα, τον οποιονδήποτε – θα επανέλθω. Προς το παρόν επισημαίνω ότι με αυτά τα καμώματα οι διωκτικές αρχές δεν κέρδισαν σε αξιοπιστία, τουλάχιστον στα δικά μου τα μάτια. O βρετανικός επαγγελματισμός δεν οδηγούσε απαραίτητα στην αλήθεια -ένα αληθοφανές ψέμα ήταν εξίσου ενδεχόμενο, όπως είχε συμβεί με την περίπτωση τεσσάρων Ιρλανδών, στους οποίους ζητήθηκε συγνώμη έπειτα από 15 χρόνια φυλάκισης για τρομοκρατικές ενέργειες6 – και πιο πρόσφατα στον πόλεμο του Ιράκ7. Μένει το πρώτο ερώτημα, που αφορά τον ίδιο τον Αλέκο. Εψαξα ανθρώπους με τους οποίους έκανε παρέα την τελευταία εικοσαετία. Ολοι όσους είδα είχαν γι’ αυτόν παρόμοιες απόψεις με μένα. Περιέγραφαν έναν άνθρωπο συμπαθή, κοινωνικό, έξυπνο, πολιτικοποιημένο, αλλά ανένταχτο κομματικά. Πάνω από δέκα από αυτούς που μένουν στη Γαλλία προτίθενται να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης8 – άτομα τα οποία ουδεμία συμπάθεια προς την ατομική τρομοκρατία τρέφουν. Πείσθηκα ότι ο χαρακτήρας του δεν είχε αλλάξει.

Οι πολιτικές του απόψεις

Διάβασα με προσοχή τη συνέντευξή του στον «Λαμιακό Τύπο». Πολυσυζητημένη και όχι πάντα καλόπιστα. H θέση του είναι σαφής: δεν διαφωνεί με την ανάλυση της 17N, διαφωνεί με την πρακτική της. Διαφωνεί, αλλά δεν την καταδικάζει.

Πολλοί θεώρησαν ότι έπιασαν λαβράκι: «O Γιωτόπουλος ταυτίζεται πολιτικά με τη 17N!». Λάθος οικτρό. H ανάλυση της 17συνίσταται στα εξής δύο στοιχεία: Πρώτον, η Ελλάδα είναι εξαρτημένη χώρα. Δεύτερον, η κοινωνία χωρίζεται στους από πάνω και τους από κάτω. Στοιχεία κοινά σε όλες τις αριστερές αναλύσεις (και όχι μόνο σε αυτές, δεν εφεύρε ο Μαρξ την πάλη των τάξεων). Σκόπιμα χρησιμοποιώ τους (σχετικά ουδέτερους) όρους «από πάνω» και «από κάτω». Στην πολυδιασπασμένη Αριστερά της χώρας μας, της οποίας πολλά κομμάτια θεωρούν τον εαυτό τους τον μοναδικό γνήσιο εκφραστή, η διαμάχη αρχίζει ήδη από τις λέξεις με τις οποίες χαρακτηρίζονται οι αντιμαχόμενες τάξεις. Δίπολα όπως κεφάλαιο – εργασία, μπουρζουαζία – προλεταριάτο, προνομιούχοι – μη προνομιούχοι, κ.τ.λ., σηματοδοτούν κομματικές επιλογές εντός της Αριστεράς. Δηλώνουν ταυτότητα.

Δεν είναι η ανάλυση της 17που τη διαφοροποιεί από την υπόλοιπη Αριστερά. Είναι οι πολιτικές επιλογές, η πρακτική της. H οργάνωση αυτή θεωρούσε ότι υπήρχαν συνθήκες εμφυλίου πολέμου και δρούσε σαν απόσπασμα κάποιου φανταστικού επαναστατικού στρατού9. Με αυτήν την πρακτική διαφωνεί ο Γιωτόπουλος.

Τι σημαίνει λοιπόν το «διαφωνώ με την πρακτική της 17και όχι με την ανάλυσή της»; Σημαίνει απλά ότι τη θεωρεί τμήμα της Αριστεράς, παρόλο που διαφωνεί πολιτικά μαζί της.

Αρνείται όμως να την καταδικάσει. Και καλά κάνει. Οντας μέσα στη φυλακή, η διατήρηση μιας στοιχειώδους αλληλεγγύης μεταξύ συγκρατουμένων είναι, νομίζω, αναγκαία. Ακόμα και όταν υπάρχει πολιτική διαφωνία: τους ίδιους ανακριτές και τους ίδιους φύλακες βλέπουν όλοι. Αλλο το ρήμα «διαφωνώ», άλλο το «καταδικάζω». Οποιος δεν αρκείται στη διαφωνία και απαιτεί καταδίκη, στην ουσία ζητεί ρήξη αυτής της αλληλεγγύης. H διαφορά είναι πολιτική. Και δεν έχει να κάνει με το συναίσθημα. Αλλο η φρίκη, ο αποτροπιασμός που προξενεί ένα έγκλημα – άλλο η καταδίκη του δράστη, διαδικασία συλλογική, όχι ατομική. Κακώς τα δύο συγχέονται. Οποτε απαιτείται καταδίκη σε προσωπικό επίπεδο, δήλωση νομιμοφροσύνης10 απαιτείται.

Κατέληξα, λοιπόν, ότι ο φίλος μου ο Αλέκος δεν έχει χάσει το πολιτικό του κριτήριο. Ούτε αρχηγό ούτε απλό μέλος της 17μπορώ να τον φανταστώ. Από όλες τις αδιέξοδες πολιτικές οργανώσεις που υπάρχουν, σε αυτήν θα έμπαινε; Αδιανόητο.

Το ψευδώνυμο Οικονόμου είναι τελικά επιχείρημα;

Το μόνο που μένει ως επιχείρημα εναντίον του είναι το ψευδώνυμο. H αστάθεια της μεταπολίτευσης το δικαιολογεί πολιτικά για μια χρονική περίοδο. Οχι για πάντα. Από την άλλη όμως, για ποιο λόγο να συνδέεται το ψευδώνυμο με τη 17N; Εκτός από τον Κουφοντίνα, όλοι οι υπόλοιποι που αποδέχονται τη συμμετοχή τους στην οργάνωση ζούσαν με τα πραγματικά τους ονόματα. O Γιωτόπουλος ούτε καταζητούμενος ήταν ούτε κρυβόταν και δεν δίστασε να τα βάλει με τον δήμαρχο των Λειψών για το χρώμα του σπιτιού του. Γιατί να έχει ψευδώνυμο;

Το έχω σκεφτεί πολλές φορές και το κλειδί, πιστεύω, είναι η σχέση του με τη στρατολογία. Οντας ανυπότακτος θα ‘πρεπε, αν ξανάπαιρνε το όνομά του, να τακτοποιήσει τη σχέση του με το στράτευμα. Μια διαδικασία δυσάρεστη για τον κάθε ανυπότακτο. Για κάποιον που δεν επωφελήθηκε τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η ανυποταξία τι τίμημα θα είχε αργότερα; Το ψευδώνυμο Οικονόμου θα πέρναγε απαρατήρητο ή θα τον κατέτασε στους «συνήθεις ύποπτους»; Μήπως το σοφότερο ήταν να ακολουθήσει την ενδεκάτη εντολή, «ου μπλέξεις»;

Δυστυχώς, δεν ήταν το σοφότερο. Το ψευδώνυμο, όταν κάποτε αποκαλύφθηκε, τον κατέστησε ύποπτο. Οχι συνήθη ύποπτο, σκέτα ύποπτο.

Ηταν λάθος μεγάλο. Εχοντας ξεκόψει από τους παλιούς γνωστούς όλα αυτά τα χρόνια, έχοντας στην ουσία ιδιωτεύσει, έγινε ευάλωτος11. Ανύπαρκτος για τους νέους, μια σκιά από το παρελθόν για τους παλιούς. Ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος.

Γιατί, τελικά, πάω μάρτυρας;

Με ενοχλεί η χώρα μου να εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή της λιθοβολώντας αποδιοπομπαίους τράγους. Με ενοχλεί να θεωρούνται ένοχοι οι κατηγορούμενοι επειδή «έτσι λένε όλοι». Με ενοχλεί να ζω σε μια κοινωνία του θεάματος όπου η άκριτη αποδοχή εξοβελίζει τη δημιουργική σκέψη. Με ενοχλεί να κυνηγιούνται αγωνιστές της αντίστασης που (επειδή;) δεν έχουν πολιτική ή κοινωνική κάλυψη. Με ενοχλεί η κατασκευή ενόχων να μην αφήνει θέση, χρόνο και διαθέσιμη ενέργεια για την απαραίτητη περί τρομοκρατίας συζήτηση.

Με ενοχλεί η νεολαία μας να εκπαιδεύεται σαν ρομπότ, η παιδεία μας να είναι βιομηχανία παραγωγής πιστοποιητικών κάθε βαθμίδας, στέλνοντας στην απόγνωση όσους δεν καταφέρνουν να μπουν σε καλούπια. Με ενοχλεί η πολιτεία να εκδικείται οργανώσεις που έχουν πολιτικά ηττηθεί αναζωπυρώνοντας εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. Με ενοχλεί αυτοί που θεωρούν αριστούργημα τη «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», που χλευάζουν την πλύση εγκεφάλων υπέρ του πολέμου στις ΗΠΑ, να μη διακρίνουν τα σκουπίδια στη δικιά τους αυλή.

Πολλά με ενοχλούν. Και δεν το διαπίστωσα χτες. H παλιά μου φιλία με τον Γιωτόπουλο ίσως ήταν το ερέθισμα – αν δεν ήταν αυτός, μπορεί και να μην πήγαινα μάρτυρας. Αλλά εφόσον αποφάσισα να πάω, δεν πάω μόνο γι’ αυτόν. Πάω επίσης για όσα με ενοχλούν. Και δεν είμαι ο μόνος που ενοχλείται.

1. Υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν μπαίνουν εύκολα σε αυτόν τον διαχωρισμό, όπως π.χ. το FBI.

2. Βλέπε περίπτωση Κρυστάλλη, του μετέπειτα «ειδικού περί τρομοκρατίας» στα τηλεπαράθυρα.

3. Δεν προσάπτω τίποτα ιδιαίτερο στην ΕΛ.ΑΣ.: όταν παντού βασιλεύει η παραοικονομία, θα ήταν παράδοξο η αστυνομία να έμενε άθικτη.

4. Συνηθισμένη πρακτική, την οποία, απ’ όσο γνωρίζω, ο Γκέμπελς πρωτοδιατύπωσε.

5. Και ας μην ξεχνάμε ότι για τις αγγλοσαξονικές υπηρεσίες, παράνομη δράση και «τρομοκρατία» έχουν ασαφή όρια, χωρίς να θεωρείται αναγκαστικά «ελαφρυντικό» η ύπαρξη κάποιας χούντας.

6. Βλ. «Ελευθεροτυπία»…

7. O Μπλερ χρησιμοποίησε στη Βουλή των Κοινοτήτων μια προ δεκαετίας διδακτορική διατριβή σαν αναφορά μυστικών υπηρεσιών. Ανακυκλώθηκε «είδηση» για εξέγερση σιιτών στη Βασόρα κ.α.

8. Απ’ ό,τι ξέρω, μόνο ένας από τους κατοίκους των Λειψών θα έρθει για μάρτυρας, από όσους τον έκαναν παρέα. Σε τι να οφείλεται άραγε αυτή η διαφορά;

9. Είναι σαφές ότι δεν βρισκόμαστε σε συνθήκες εμφυλίου και ότι την πολιτική γραμμή της 17άλλη οργάνωση καμιά δεν την έχει. Γιατί λοιπόν τόσες κραυγές του Τύπου; «Αλλο η Αριστερά και άλλο η τρομοκρατία»; Εάν η γραμμή της 17είχε και άλλους έμπρακτους υποστηρικτές θα το ξέραμε…

10. O ακαδημαϊκός K. Δεσποτόπουλος, πλατωνιστής φιλόσοφος και κάθε άλλο παρά κομμουνιστής, δεν «καταδίκασε τον κομμουνισμό» όταν ήταν στη Μακρόνησο, ούτε μετά βδελυγμίας ούτε άνευ. Και ας μη συμπεράνει κανείς ότι συγκρίνω τη 17με το KKE του 1947. Πρόκειται για προσωπική στάση, δεν είναι θέμα ούτε μεγέθους ούτε ποιος έχει δίκιο.

11. Ακόμα πιο ευάλωτος και από έναν τροτσκιστή σαν τον Θεολόγο Ψαραδέλλη. Αν είναι δυνατόν!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή