O κατά Τζον Ρωλς πολιτικός φιλελευθερισμός

O κατά Τζον Ρωλς πολιτικός φιλελευθερισμός

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τζον Ρωλς

Πολιτικός φιλελευθερισμός

πρόλογος-μτφ. Σ. Μαρκέτος

εκδ. Μετα

Ο Τζον Ρωλς (JohRawls), καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, θεωρείται διεθνώς ως ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές στο τέλος του 20ού αιώνα. Το έργο που τον κατέστησε διάσημο ήταν το «Θεωρία της δικαιοσύνης», που κυκλοφόρησε το 1971 και αποτέλεσε μια κατά μέτωπο επίθεση στις επικρατούσες, τότε, θεωρίες πολιτικής υποταγής και κοινωνικής τάξης, που απηχούσαν τις αρχές του ωφελιμισμού, ευρισκόμενες σε ισχύ από τον 19ο αίωνα, μέσα από τη σκέψη του Τζέρεμι Μπένθαμ και του μαθητή του, Τζον Στιούαρτ Μιλ. Με το έργο του, ο Ρωλς επιχείρησε να υπεραμυνθεί των θεμελιωδών αξιωμάτων του λεγόμενου «κοινωνικού συμβολαίου», έτσι όπως διατυπώθηκαν από τον Ρουσό, τον Καντ, τον Λοκ, αλλά και τον πιο επιφυλακτικό απ’ όλους, τον Χομπς. O Ρωλς μίλησε για την αναγκαιότητα μιας νέας συζήτησης γύρω από το τι ακριβώς είναι τα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου και, επιτιθέμενος σε μια «οικονομική-λογιστική» θεώρηση των πραγμάτων, που επιτάσσει ο ωφελιμισμός διαχρονικά, βρήκε στην ελευθερία (και δευτερόντως στην ισότητα) τις απόλυτες ανθρώπινες αξίες.

Ανεκτικότητα και επιείκεια

Ανοχή και ανεκτικότητα, επιείκεια (όχι με την έννοια της χαριστικής μεταχείρισης, μας εξηγεί ο ιστορικός Σπύρος Μαρκέτος, αλλά μάλλον με την ένννοια της ενσύνειδης στάθμισης των εκάστοτε ιδιαίτερων συνθηκών) είναι οι λέξεις-έννοιες που προτάσσει διαρκώς ο Ρωλς στο έργο του συνολικά, αναλύοντάς τις μέσα στο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της μεταπολεμικής Αμερικής.

Τις προσεχείς ημέρες κυκλοφορεί στα ελληνικά το βιβλίο του Ρωλς, «Πολιτικός φιλελευθερισμός», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, στη σειρά «Επιστήμες: Πολιτική-Επικοινωνία», σε μετάφραση και πρόλογο του Σπύρου Μαρκέτου. «O ρωλσιανός φιλελευθερισμός», σημειώνει ο Σ. Μαρκέτος, «διανύει σήμερα την επώδυνή του ενηλικίωση». O ίδιος ο Ρωλς ενηλικιώθηκε μέσα στο πνεύμα πολιτικού φιλελευθερισμού που άνθησε στις ΗΠΑ μετά τον πόλεμο, ως αντίπαλον δέος στον εσωτερικό εχθρό, το «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύνδρομο», αλλά και στον εξωτερικό, τον σοβιετικό ολοκληρωτισμό. Οι θέσεις και οι αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν από ανθρώπους όπως ο Ρωλς οδήγησαν στην «άνοιξη» της δεκαετίας του ’60 και στα παρεπόμενά της. Ωστόσο, όπως γράφει ο Σ. Μαρκέτος, «αυτές οι αντιλήψεις ποτέ δεν κυριάρχησαν στην ίδια την Αμερική». Εξ ου και η «επώδυνη ενηλικίωση». Κάνοντας λόγο για ελευθερία της συνείδησης και ελευθερία της έκφρασης, ο Ρωλς δεν απηχεί μόνο την ευρωπαϊκή σκέψη του «κοινωνικού συμβολαίου» αλλά, θα τολμούσα να πω, και την υπερβατική (transcendentalist) σκέψη ορισμένων συμπατριωτών του του 19ου αιώνα: του Εμερσον και του ριζοσπαστικού Θόροου, αλλά και του εκρηκτικού ποιητή Ουόλτ Ουίτμαν. Αυτά είναι όλα όσα δεν είναι η Αμερική σήμερα, τουλάχιστον δεν είναι αυτές οι αντιλήψεις που έχουν επικρατήσει – ακριβώς το αντίθετο. Και μιλάμε για μια Αμερική όπου ο Χομπς μοιάζει να έχει αξία μόνο ως συνήγορος ενός κράτους-φοβήτρου, προκειμένου να συντρίψει τον (φασματικό ή αυτόν που η ίδια η Αμερική δημιούργησε;) Λεβιάθαν. Ποια η θέση και ο ρόλος του πολιτικού φιλελευθερισμού μέσα σε αυτήν τη ζοφερή προοπτική, όπου η ανοχή και η επιείκεια μοιάζουν σαν όροι ανατροπής και απειλής; «Τα δύσκολα χρόνια που έρχονται θα δείξουν αν ο ρωλσιανός φιλελευθερισμός μπορεί πράγματι να αντιστρατευτεί την υπό εξέλιξη προσπάθεια ανατροπής της αμερικανικής δημοκρατίας, και αν μπορεί ακόμη να χρησιμεύσει και στους πολίτες των άλλων χωρών για την αποτροπή της αυταρχικής μονοκρατορίας που επαπειλείται σήμερα» παρατηρεί ο Σ. Μαρκέτος.

Προδημοσίευση

Η «K» προδημοσιεύει σήμερα ενδεικτικό απόσπασμα από το βιβλίο του Τζον Ρωλς «O πολιτικός φιλελευθερισμός», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες:

«Το πρώτιστο αντικείμενο της δικαιοσύνης. Ενα ουσιαστικό χαρακτηριστικό της συμβολαιικής αντίληψης της δικαιοσύνης είναι ότι η βασική δομή της κοινωνίας συνιστά το πρώτιστο αντικείμενο της δικαιοσύνης. H συμβολαιική θεώρηση ξεκινά προσπαθώντας να επεξεργαστεί μια θεωρία της δικαιοσύνης για τούτη την ειδική, αλλά σαφέστατα πολύ σημαντική, περίπτωση. Και η αντίληψη της δικαιοσύνης η οποία εξάγεται έχει μια ορισμένη ρυθμιστική πρωταρχικότητα όσον αφορά τις αρχές και τα κανονιστικά κριτήρια που είναι πρόσφορα στις άλλες περιπτώσεις. H βασική δομή κατανοείται ως ο τρόπος με τον οποίο οι μείζονες κοινωνικοί θεσμοί συναρμόζονται σε ένα σύστημα, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδουν θεμελιώδη δικαιώματα και καθήκοντα και διαμορφώνουν τον καταμερισμό των πλεονεκτημάτων τα οποία ανακύπτουν μέσω της κοινωνικής συνεργασίας. Ετσι, το πολιτικό σύνταγμα, οι νομικά αναγνωρισμένες μορφές ιδιοκτησίας, καθώς και η οργάνωση της οικονομίας και η φύση της οικογένειας, όλα αυτά ανήκουν στη βασική δομή. Αρχικό ζητούμενο της θεωρίας είναι να βρει μια αντίληψη, οι πρώτες αρχές της οποίας να παρέχουν εύλογους κατευθυντήριους κανόνες για τα κλασικά και οικεία ερωτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, σε σύνδεση με το εν λόγω σύμπλεγμα θεσμών. Τα ερωτήματα αυτά ορίζουν εκείνα τα δεδομένα, για να τα πούμε έτσι, μια παρουσίαση των οποίων αναζητά η θεωρία. Δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να διατυπωθούν πρώτες αρχές οι οποίες να ισχύουν εξίσου για όλα τα αντικείμενα. Αλλά, μάλλον, στη θεώρηση αυτή, μια θεωρία πρέπει να αναπτύσσει αρχές για τα σχετικά αντικείμενα βήμα προς βήμα, σύμφωνα με κάποια πρόσφορη διαδοχή.

Τώρα, ένα κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια υποθετική συμφωνία α) μεταξύ όλων μάλλον παρά μερικών μελών της κοινωνίας, και β) μεταξύ τους ως μελών της κοινωνίας (ως πολιτών) και όχι ως ατόμων τα οποία κατέχουν κάποια ιδιαίτερη θέση η ρόλο μέσα στους κόλπους της. Στην καντιανή μορφή τούτου του δόγματος, την οποία θα ονομάσω «δικαιοσύνη ως επιείκεια», γ) τα συμβαλλόμενα μέρη νοούνται ως ελεύθερα και ίσα ηθικά πρόσωπα, και δ) το περιεχόμενο της συμφωνίας είναι οι πρώτες αρχές, οι οποίες πρόκειται να ρυθμίσουν τη βασική δομή. Παίρνουμε ως δεδομένο ένα σύντομο κατάλογο των αντιλήψεων της δικαιοσύνης, τον οποίο βρίσκουμε στην παράδοση της ηθικής φιλοσοφίας, και έπειτα ρωτάμε σε ποιες από αυτές τις αντιλήψεις θα συμφωνούσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, εάν περιορίζονταν κατ’ αυτό τον τρόπο οι εναλλακτικές τους λύσεις. Υποθέτοντας πως έχουμε μια αρκετά καθαρή ιδέα των περιστάσεων που είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε συμφωνία στην οποία αυτά θα καταλήξουν θα είναι επιεικείς, μπορούμε να εξακριβώσουμε το περιεχόμενο της δικαιοσύνης όσον αφορά τη βασική δομή ή, τουλάχιστον, να το προσεγγίσουμε, μέσω των αρχών οι οποίες θα υιοθετούνταν κατ’ αυτό τον τρόπο. (Βεβαίως, τούτο προϋποθέτει την ευλογότητα της παράδοσης της ηθικής φιλοσοφίας, αλλά από που αλλού θα μπορούσαμε να αρχίσουμε;) Ετσι επικαλούμαστε στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο την καθαρή διαδικαστική δικαιοσύνη: η επιείκεια των περιστάσεων μεταβιβάζεται στην επιείκεια των αρχών τις οποίες αναγνωρίζουμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή