Επιτάφια ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη

Επιτάφια ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη

6' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ολιγογράφος ποιητής υπήρξε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, και τη σιωπή του την αποφάσισε αρκετά νωρίς. Ξανακοιτώντας στο τριμμένο βιβλίο τα περιεχόμενα με τους τίτλους των συλλογών και των ποιημάτων του, έχει να προσέξει κανείς ότι δύο από τα ευαρίθμητα ποιήματά του έχουν τον τίτλο «Επιτύμβιον» και ένα τον σχεδόν ομόφωνο τίτλο «Επιτάφιον». Το γεγονός δεν είναι ασήμαντο, είτε συσχετιστεί με την απουσία ή την αραιότερη παρουσία ανάλογων τίτλων στο εκτενέστερο έργο άλλων ποιητών είτε όχι· η επιλογή αυτή διαυγάζεται περισσότερο αν συνδυαστεί με την ύπαρξη δύο επιπλέον ποιημάτων που, με τον τίτλο «Επίλογος» και τα δύο, ηχούν σαν επιτύμβια επιγράμματα αφιερωμένα όχι πια σε ένα πρόσωπο, συγκεκριμένο ή αόριστο, αλλά σε μια γενιά ή και σε μια τέχνη, την τέχνη της ποίησης συγκεκριμένα, υποδηλώνοντας και κάποιους από τους λόγους που υπαγόρευσαν στον ποιητή τη σιωπή. O πρώτος «Επίλογος» κλείνει τη συλλογή «Εποχές 3» του 1951 («Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να ‘ναι οι τελευταίοι / Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν / Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια…»), ο δεύτερος ολοκληρώνει τον «Στόχο» («Κι όχι αυταπάτες προπαντός. […] Εστω. / Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς»). Πασίγνωστοι και οι δύο, θα σημαδεύουν εσαεί το σώμα της νεοελληνικής ποίησης.

Τα ποιήματα που προγραμματίζονται υπό τον τίτλο του Επιτυμβίου και ανακαλούν παραδεδομένα σχήματα για να τα αναδιευθετήσουν ή και να τα ανασκευάσουν, υποδεικνύουν το προφανές αφενός, την πρώιμη εξοικείωση με το θάνατο, και, αφετέρου, στο επίπεδο της ποιητικής τεχνικής, την τάση του Μανόλη Αναγνωστάκη προς την επιγραμματική σύνταξη που παραμερίζει με τη λιτότητά της τον αισθηματισμό και τη συνοδευτική του πληθωρική ρητορική. Ενα τρίτο στοιχείο που φανερώνει ο μικρόκοσμος αυτός είναι η διπλή, αλλά όχι διχασμένη ποιητική φύση του Αναγνωστάκη, που παραμένει σαρκαστής μαζί και λυρικός, και οπωσδήποτε μη δραματικός, ακόμα κι όταν καταγίνεται με το μείζον γεγονός του θανάτου.

Το «Επιτάφιον» απαντά ήδη στις «Εποχές», την πρώτη συλλογή του Αναγνωστάκη, που γράφτηκε από το 1941 μέχρι το 1944, σε χρόνια βαριά, και τυπώθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945, όταν δηλαδή ο ποιητής ήταν είκοσι ετών. Το απαρτίζουν πέντε στίχοι όλοι κι όλοι (μόλις ένας στίχος παραπάνω από τους τέσσερις που έθετε ο Πλάτων στους «Νόμους» του ως όριο για το εγκώμιο ενός νεκρού). Τους θυμίζω: «Εδώ αναπαύεται / H μόνη ανάπαυση της ζωής του. / H μόνη του στερνή ικανοποίηση / να κείτεται μαζί με τους αφέντες του / Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο».

Αναφερόμενος στο ποίημα αυτό ο Βιντσέντζο Ορσίνα (στο βιβλίο του «O Στόχος και η σιωπή – Εισαγωγή στην ποίηση του M. Αναγνωστάκη», πρόλογος-επιμέλεια Αλέξη Ζήρα, μτφρ. Αυγής Καλογιάνη, εκδ. «Νεφέλη» 1995) σημειώνει ότι αποτελεί «την ποιητική εισφορά του Αναγνωστάκη στον κοινό αγώνα και μάλιστα στον αγώνα των τάξεων», «μια περιστασιακή εισφορά που δεν πείθει στο ελάχιστο, κρύα και μαρμάρινη στη μικρή πνοή της». Από την πλευρά του ο Αλέξανδρος Αργυρίου σημείωνε στο περιοδικό «H λέξη» το 1982 (βλ. τώρα το βιβλίο του «Μανόλης Αναγνωστάκης, νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του», εκδ. Γαβριηλίδη, 2004): «Ωστόσο, ενώ δυσκολεύομαι να καθορίσω το πραγματικό αντίκρισμα που έχει μέσα στο επίγραμμα αυτό η λέξη “αφέντες”, όχι την ώρα που δημοσιεύεται, αλλά την ώρα που γράφεται το ποίημα, και το χρώμα που παίρνει μέσα στα συμφραζόμενά του (ο όρος εδώ με την έννοια της συγχρονίας των άλλων ποιημάτων), τολμώ να υποστηρίξω ότι δεν έχει κοινωνικό βάρος ακόμα η λέξη “αφέντες”, και συνεπώς δεν έχει επέλθει μεταβολή του ποιητικού χώρου του Αναγνωστάκη ούτε και με το ποίημα αυτό».

Κάπως έτσι ακούω κι εγώ το συγκεκριμένο επίγραμμα: όχι κοινωνικά ή πολιτικά υπερπροσδιορισμένο (άρα και περιορισμένο), με τη λέξη «αφέντες» δηλαδή αντλημένη από το αριστερό λεξιλόγιο, κάπως σαν δήλωση πολιτικής ταυτότητας, αλλά με ευρύτερο και ωριμότερο ανθρωπολογικό περιεχόμενο. Αυτό που ζωγραφίζεται εδώ, κάτω από το χώμα, είναι η αταξική δημοκρατία του θανάτου, ίσως η μόνη υπαρκτή. Είτε αυθόρμητα λοιπόν είτε εσκεμμένα, το «Επιτάφιον» του Αναγνωστάκη, υιοθετώντας έναν κοινό ποιητικό τόπο και συμμεριζόμενο ένα πάνδημο αίσθημα, εγγράφεται σε μια μακρότατη ποιητική παράδοση η οποία (παρηγορώντας και αποκαρδιώνοντας ταυτόχρονα) καταλήγει, ύστερα από αμέτρητες επεξεργασίες, στο «τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θενά μπούμε»» Στην παράδοση αυτή ο Κάτω Κόσμος είναι η επικράτεια της πλήρους και τελεσίδικης εξίσωσης των πάντων.

Υποδειγματικά έχουν ιστορηθεί όλα τούτα στη Νέκυια της ομηρικής «Οδύσσειας». Εκεί ο νεκρός Αχιλλέας αρνείται όσα παρηγορητικά του λέει ο Οδυσσέας και του απαντά ότι θα προτιμούσε να ζει και να ξενοδουλεύει υπηρετώντας κάποιον όχι και πολύ σπουδαίο, παρά να βασιλεύει στον Αδη («ή πάσιν νεκύεσσι καταφθιμένοισιν ανάσσειν»). Δυο αιώνες αργότερα ο ποιητής Φωκυλίδης από τη Μίλητο αναπαράγει το ίδιο συμπέρασμα, πως οι νεκροί όλοι είναι ίσιοι κι ο τόπος τους κοινός, είτε βασιλιάδες ήταν είτε πένητες: «Πάντες ίσοι νέκυες, ψυχών δε θεός βασιλεύει. / Κοινός χώρος άπασι, πένησί τε και βασιλεύσι». Το ίδιο πόρισμα, τόσο αυτονόητο αλλά και τόσο παιδαγωγικό, το ανασυντάσσουν αρκετά επιτύμβια επιγράμματα της «Παλατινής Ανθολογίας» είτε ανωνύμων είναι είτε γνωστών ποιητών («Οσο εζούσε, ο δούλος Μάνης ήταν. Πέθανε τώρα, / κι η δύναμή του με του Δαρείου του μεγάλου εξισώθηκε» γράφει η Ανύτη η Λυρική), για να κατασταλάξει στα δημοτικά μοιρολόγια: «Κι ο βασιλές ακόμα κει με όλους μας είν’ ίσια».

Σ’ αυτή λοιπόν την ακολουθία προσθέτει τον κρίκο του ο Αναγνωστάκης. Και σε μια άλλη ακολουθία, λογοτεχνική αυτή παρά δημοτική, των επιτυμβίων επιγραμμάτων που οργανώνονται με την πρόθεση του σκώμματος και του σαρκασμού, εντάσσεται με το τελευταίο και διασημότερο «Επιτύμβιόν» του. Μιλώ για το περί Λαυρέντη ποίημα του καίριου «Στόχου», της ύστατης συλλογής του, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε το 1970 στα υψηλού αντιστασιακού φρονήματος «Δεκαοχτώ Κείμενα». Το πόσο δικαιωμένο είναι αυτό το ποίημα το πιστοποιεί η συχνότητα με την οποία ανεβαίνει αυθόρμητα στην άκρη της γλώσσας μας ο παροιμιώδης πλέον στίχος «A ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν» κάθε φορά που, υπό την καθοδήγηση του δόγματος «ο νεκρός δεδικαίωται» και της εγγενούς υποκρισίας του, ακούμε τους επίσημους ρήτορες να ξοδεύουν το επιπόλαιο αίσθημά τους σε δοξαστικούς επικήδειους για ανθρώπους ασήμαντους ή και αχρείους.

Σε τούτο το χλευαστικό «Επιτύμβιον» ο Αναγνωστάκης αναποδογυρίζει τα δεδομένα, τα αντιστρέφει (άλλωστε υπήρξε μάστορας της αντιστροφής, αν θυμηθούμε και τα τυπικώς «θεολογικά» ποιήματά του, «Το Δείπνο», λόγου χάρη, το «Επρεπε…» ή τους τελευταίους στίχους του «Μιλώ…»). Λογοτεχνικούς προδρόμους του μπορεί να βρει κανείς, και πάλι, σε αρχαία επιτύμβια επιγράμματα που διόλου δεν νοιάζονται για τον καθωσπρεπισμό και την «ιερότητα της στιγμής» αλλά καταθέτουν απερίστροφη την επιθετικότητά τους. Τέτοιο είναι, ας πούμε, ένα σαρκαστικό επιτύμβιο του Σιμωνίδη του Κείου για τον Τιμοκρέοντα τον Ρόδιο, ποιητή που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω των φιλοπερσικών αισθημάτων του («Πολύ ήπια, πολύ έφαγα, πολλά κακά για τους ανθρώπους είπα. / Και τώρα κείμαι, Τιμοκρέων ο Ρόδιος»), ή τα επιτύμβια με τα οποία διάφοροι ποιητές, του Καλλίμαχου συμπεριλαμβανομένου, ξαπόστειλαν σε μιαν ανεπιθύμητη αθανασία τον διαβόητο μισάνθρωπο Τίμωνα τον Αθηναίο.

Το ενδιάμεσο «Επιτύμβιον» είναι το δεύτερο ποίημα των «Παρενθέσεων», που γράφτηκαν στα χρόνια 1948-49. Το 1948 ο Αναγνωστάκης βρισκόταν ήδη στη φυλακή λόγω της κομμουνιστικής δράσης του, τον δε Οκτώβριο του ίδιου έτους καταδικάστηκε σε θάνατο. Από το Κομμουνιστικό Κόμμα πάντως είχε διαγραφεί ήδη από την άνοιξη του 1946, σαν «τροτσκιστής, οπορτουνιστής και ηττοπαθής»· όπως γράφτηκε αρκετά αργότερα από τον Κωστή Μοσκώφ, τον είχε διαβρώσει ο πεσιμισμός και δεν άντεξε «να κρατήσει τα βάρη των εποχών» – ποιος, αυτός που δεν φανέρωσε καν στη δίκη του πως είχε διαγραφεί. Ισως λοιπόν δεν είναι εντελώς αυθαίρετο να θεωρηθεί ότι το «Επιτύμβιον» αυτό, μ’ ένα σαρκασμό που τρώει τη σάρκα και την ψυχή του ίδιου του ποιητή, έχει τον τόνο της αυτοπροσωπογραφίας. Αυτός που «χειρονομούσε με κινήσεις ανέλπιδες» και «καλλιεργούσε με σύνεση μαραμένα τριαντάφυλλα», «ο τελευταίος, αναντίρρητα, μιας παρακμής», μπορεί και να ‘ναι ο Αναγνωστάκης όπως απαξιωτικά τον παράσταινε ο δογματισμός, ανίκανος να εννοήσει και να αποδεχτεί το βαρύτατο ηθικό και πολιτικό μήνυμα του ποιητή της «όρθιας λέξης» και της «όρθιας Πράξης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή