ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ

6' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ισως σας εκπλήξω -άλλους ευχάριστα, άλλους δυσάρεστα- αλλά εγώ νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω δημόσια τον υπουργό Απασχόλησης και όποιον άλλο υπουργό, υφυπουργό ή υφιστάμενό τους έχει συμβάλει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατάρτιση του εμπνευσμένου εργασιακού νομοσχεδίου. Αξίζουν σε όλους συγχαρητήρια, όχι μόνον γιατί έχουν το πολιτικό σθένος να θέσουν φραγμό στη φυσική ροπή του κόσμου της εργασίας προς την τεμπελιά, αλλά κυρίως γιατί επιχειρούν την πιο θεαματική ιδεολογική αποσκίρτηση από το φυσικό, φιλελεύθερο χώρο τους. Διότι το εργασιακό νομοσχέδιο, αυτό το κομψοτέχνημα νομικών ακροβατισμών και λογιστικών αλχημειών στον υπολογισμό της τιμής της εργασίας, αποτελεί τη βαθύτερη ιστορική υπόκλιση στον Μαρξ (του οποίου ως γνωστόν είμαι αθεράπευτος fun). Οχι, δεν σημαίνει αυτό πως συμμερίζομαι καθόλου τα κακεντρεχή σχόλια περί «κόκκινου Πάνου» της λαϊκής ριζοσπαστικής δεξιάς, ούτε πως παίρνω τοις μετρητοίς τις de profundis δημόσιες εξομολογήσεις του υπουργού Οικονομίας ότι έχει μελετήσει εμβριθώς και τον Μαρξ (προφανώς στα διαλείμματα της ακαδημαϊκής του καριέρας). Απλώς, αναγνωρίζω στο εργασιακό νομοσχέδιο και σε όλα τα νομοθετικά πονήματα των τελευταίων μηνών που αντιμετωπίζουν την εργασία ως επαχθές κόστος, την απλή, σαφή καθαρή αλήθεια από καταβολής ανθρώπινης κοινωνίας: ότι η εργασία είναι η μόνη πηγή παραγωγής πλούτου. Πιο καθαρή ομολογία δεν περίμενα. Πρόκειται για έναν απροσδόκητο θρίαμβο του Μαρξ στον οποίο αποδίδεται – κακώς, και μόνον από άγνοια- μια «ανακάλυψη» που μάλλον υπήρχε ανέκαθεν στον κοινό νου των ανθρώπων αλλά και στον κοινό νου των φιλοσόφων της οικονομικής σκέψης πριν τον Μαρξ, έστω κι αν διατύπωναν τη σοφία τους στα χλιδάτα σαλόνια της αγγλικής αριστοκρατίας ή από τη θέση του φανατικού απολογητή του κεφαλαίου, αλλά πάντα υπεράνω ανατρεπτικής υποψίας.

Τα πράγματα είναι απλά και το εμπρηστικό αξίωμα επιβεβαιώνεται από τις πιο απροσδόκητες πλευρές: Για να διατηρήσουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και των επιχειρήσεων, πρέπει να συμπιεστεί το εργατικό κόστος, λένε με κομψό ή άκομψο τρόπο οι εισηγητές των μεταρρυθμίσεων. Για ν’ αυξηθεί ο κοινωνικός πλούτος, πρέπει ο συντελεστής εργασίας να γίνει αποδοτικότερος και φθηνότερος. H εργάσιμη μέρα πρέπει να επιμηκυνθεί, η υπερωρία να φθηνήνει και γενικώς η εργασία, το φθηνό εμπόρευμα που παράγει τον πλούτο, να μπει στη διατίμηση. Εστω κι αν κανενός άλλου αγαθού η τιμή δεν επιβεβαιώνει την ευφορία του υπουργείου Ανάπτυξης ότι ο πληθωρισμός έχει τεθεί στον απόλυτο έλεγχό του, για την τιμή της εργασίας είναι δεδομένο ότι έχει συντελεστεί ένας θρίαμβος. O «πληθωρισμός των μισθών» έχει κατατροπωθεί και μάλιστα με τρόπο ανεπανόρθωτο. Φθηνή, άφθονη εργασία στη διάθεση των επιχειρήσεων. Και μάλιστα με τις ιδιότητες του γαϊδάρου του Χότζα που τελικά – στην περίπτωσή μας- θα καταφέρει να μάθει να ζει και να εργάζεται χωρίς να τρώει σανό. Ή να τρώει ποσότητες αντιστρόφως ανάλογες με τις ώρες απασχόλησής του ως υποζύγιο.

Με χαροποιεί επίσης το γεγονός, ότι όλοι οι ένθερμοι οπαδοί των αγορών παραιτήθηκαν αίφνης με τη μεγαλύτερη ευκολία από τα δημοφιλή αξιώματα της περασμένης δεκαετίας (το χρήμα γεννά χρήμα, οι αξίες γεννούν υπεραξίες και γενικώς ότι ο πλούτος είναι αυτοφυής, ή -στην καλύτερη περίπτωση- προϊόν της παραγωγικής συνεύρεσης κεφαλαίου και εργασίας) και προσχώρησαν με ενθουσιασμό στο μαρξισμό, προσυπογράφοντας το Κεφάλαιο μέχρι την τελευταία του λέξη. Διότι, αν η απειλή της ηγεσίας του ΣΕΒ ότι η εργασία πρέπει να μπει στη διατίμηση ειδάλλως θα πάρει τα εργοστάσια και τα γραφεία και τα κεφάλαιά του και θα ξενητευτεί, δεν είναι μια ειλικρινής υπόκλιση στην παραγωγική δύναμη της εργασίας, τι άλλο είναι;

Ειλικρινά, πέστε μου, στην ακατάσχετη φλυαρία των ημερών γύρω από τις υπερωρίες και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, αυτού του επίκαιρου ζητήματος του 19ου αιώνα, ακούσατε έστω και μια λέξη, ένα επιχείρημα για το τι ακριβώς προσθέτει η πλευρά «κεφάλαιο» σ’ αυτόν τον αναγκαστικό συνεταιρισμό παραγωγής του πλούτου; Ακούσατε ποια ακριβώς θυσία στην πλευρά της επιχειρηματικότητας θα αντισταθμίσει τη ζητούμενη ως εθνικό χρέος θυσία της εργασίας; Στον πακτωλό των μεταρρυθμίσεων, υπάρχει έστω και μια που αγγίζει την περίφημη «αμοιβή» του κεφαλαίου, το κέρδος; Μήπως αυξάνεται η φορολόγησή του και δεν το άκουσα; Οχι. Μήπως μειώνονται οι ιλιγγιώδεις αμοιβές των μάνατζερ και δεν το πήρα είδηση; Οχι. Μήπως εκποιούνται οι επαύλεις τους, τα σκάφη αναψυχής τους, τα ιδιωτικά νησιά τους και οι προκλητικές καταναλωτικές τους συνήθειες; Μπα. H μόνη προτεινόμενη θυσία -αν χρειαστεί, αν το επιτάξει το ποσοστό κέρδους, το οποίο μια χαρά πάει, εκτός αν μας λένε ψέματα οι λογιστικές καταστάσεις που τους τελευταίους μήνες νεκρανασταίνουν τη Σοφοκλέους- είναι η απειλή ότι θα περικόψουν κόστη· δηλαδή, θέσεις εργασίας. Πάλι η εργασία, δια της παρουσίας της αλλά και δια της απουσίας της, βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα. H συμβολή της είναι σταθερή και αδιαπραγμάτευτη. Είτε από τη θέση των εξουθενωμένων νευρόσπαστων μπροστά στον κοπτοράφτη, τη γραμμή παραγωγής, στον υπολογιστή, στα τηλέφωνα. Είτε από τη θέση της εφεδρίας, που μετά μια πολύμηνη συντήρηση με το χαρτζιλίκι του επιδόματος ανεργίας, είναι διατεθειμένη να επιστρέψει στην παραγωγή με μικρότερο μισθό, περισσότερες ώρες εργασίας, χειρότερη ποιότητα απασχόλησης.

Ακόμη κι ο Αλαν Γκρίνσπαν υποκλήθηκε προ ημερών, μ’ έναν απροσδόκητο τρόπο στην ανωτερότητα της εργασίας. Κατηγόρησε τα αμερικανικά πανεπιστήμια γιατί δεν κάνουν «μαζική παραγωγή» επιστημόνων και τεχνικών υψηλής ειδίκευσης, ώστε να ρίξουν την τιμή των μισθολογικών «ρετιρέ» που μονοπωλούν τις περιζήτητες αυτές θέσεις εργασίας. Τι περίεργο! H Αμερική που στήριξε το οικονομικό της άλμα, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, στην μαζική εισαγωγή ανειδίκευτων και αμόρφωτων εργατών από τις ορδές των μεταναστών, η Αμερική του Ford που κατακερμάτισε την εργασία στις απλές, μονότονες κινήσεις της αλυσίδας παραγωγής, τώρα ζητάει ορδές επιστημόνων και τεχνικών υψηλής ειδίκευσης. Αλλά, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμιά ασυνέπεια σ’ αυτό. H Αμερική, και στην εποχή του μεσουρανούντος κεϋνσιανισμού και στον αιώνα του κυνικού μονεταρισμού, πάντα αναγνώριζε ότι «η πηγή του πλούτου δεν βρίσκεται στο χρήμα, αλλά στην εργασία». Οχι, λάθος μαντέψατε. Αυτό δεν το είπε ο Μάρξ – αν και θα τ’ άκουγε με μεγάλη ικανοποίηση- το είπε ο Τέϊλορ, ο πατέρας του «επιστημονικού μάνατζμεντ». Κι αυτόν μόνο για διολίσθηση στο μαρξισμό δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κανείς.

Εν πάση περιπτώσει, όλες αυτές οι εξελίξεις εμένα μπορεί απλώς να μου ικανοποιούν τις ιδεοληψίες μου, πράγμα που δεν ενδιαφέρει κανένα, κι ιδιαίτερα αυτόν που αύριο θα κληθεί να αποχαιρετήσει το οκτάωρο και να συμβιβαστεί μ’ ένα νομιμότατο δεκάωρο που θα αμοίβεται ως εξάωρο, που θα κληθεί να προσαρμόσει τη ζωή του στις εποχικές ανάγκες της παραγωγής και στις αναποδιές του επιχειρηματικού κύκλου. Αυτός, ο μέσος μισθωτός σκλάβος, μπορεί ν’ ακούει με απόλυτα δικαιολογημένη καχυποψία τη ρητορεία των συνδικάτων για την παλινόρθωση της πάλης των τάξεων, τη φλυαρία της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την ταξικότητα της κυβερνητικής πολιτικής (ένας δεύτερος ιστορικός θρίαμβος για τον Μαρξ που μπορεί να τρίβει τα χέρια του από τα θυμαράκια, ακούγοντας τους μέχρι πρότινος θιασώτες της «δημοκρατίας των μετόχων» και του «λαϊκού καπιταλισμού» να γλύφουν εκεί που ως κυβέρνηση έφτυναν: στην ξεχασμένη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας που κυκλοφορεί και πάλι ανάμεσά μας, ένας άταφος νεκρός από την εποχή που ο Φουκουγιάμα κήρυξε το «τέλος της ιστορίας», ίσως κι από τότε που ο μακαρίτης Λάσκαρης κήρυξε το τέλος της πάλης των τάξεων). Αυτός λοιπόν, ο μέσος μισθωτός σκλάβος (τελικά εγώ ή εσείς) πιθανότατα θα κάνει αδιαμαρτύρητα τις πληρωτέες και απλήρωτες υπερωρίες του, γιατί πράγματι έχει να χάσει πολύ περισσότερα από τις αλυσίδες του: έχει να χάσει το ενυπόθηκο ακίνητό του, το ανεξόφλητο αυτοκίνητό του, τις πιστωτικές κάρτες του, το επίπεδο ζωής του, τη στοιχειώδη οργάνωση της καθημερινότητάς του. Αλλά θα το κάνει γιατί γνωρίζει ότι προς το παρόν είναι ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας, ότι βρίσκεται εν αμύνει κι όχι απαραίτητα γιατί τρώει το ιδεολογικό κουτόχορτο της ακριβής εργασίας και του αυτοφυούς πλούτου. Κι ας μην έχει ιδέα από Μαρξ.

Γιατί ίσως ίσχυε κάποτε το αξίωμα ότι «το μυαλό του αφεντικού θα το βρείς στην τραγιάσκα του εργάτη». Αλλά σήμερα οι εργάτες, ως γνωστόν, δεν φορούν πια τραγιάσκες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή