Γεώργιος Ιακωβίδης, ο αστός ηθογράφος

Γεώργιος Ιακωβίδης, ο αστός ηθογράφος

7' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

O 20ός αιώνας, ο αιώνας του μοντερνισμού και της νεωτερικότητας, δεν επιφύλαξε πάντα την καλύτερη υποδοχή στους μεγάλους δασκάλους του ύστερου 19ου. Στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει σε κάθε περιφέρεια, η γενική τάση που κυριαρχεί στα μεγάλα διεθνή κέντρα, μεταφέρεται συχνά χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι γηγενείς αποδεικνύονται βασιλικότεροι του βασιλέως. Ετσι, ο ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932) θεωρήθηκε «ξεπερασμένος» πολύ γρήγορα· οι ίδιοι οι μαθητές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, παρά τον σεβασμό και την αγάπη για τον δάσκαλο, δεν έκρυβαν τη συγκατάβασή τους· αγαπητός ο δάσκαλος, αλλά «παλιός». Ομως, αυτό ήταν το πνεύμα της εποχής και όχι μόνο στην Ελλάδα. Κι έμελλε να μας συντροφεύσει πολλές δεκαετίες.

Τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη ζήτηση έργων του Ιακωβίδη στις «ελληνικές» δημοπρασίες ξένων οίκων έχει επαναφέρει συνολικότερα το θέμα επανεκτίμησης της ζωγραφικής του παρακαταθήκης. Ετσι, ίσως, εξηγείται το γεγονός ότι έπρεπε να φθάσουμε στο 2005 για να δούμε στην Εθνική Πινακοθήκη (της οποίας, μάλιστα, υπήρξε και ο πρώτος διευθυντής από το 1900 έως το 1918) την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση στο έργο του· έκθεση που θα εγκαινιάσει αύριο το βράδυ ο ίδιος ο πρωθυπουργός και υπουργός Πολιτισμού Κώστας Καραμανλής. Είναι λοιπόν σαφές πως η ίδια έκθεση (σε επιμέλεια της Ολγας Μεντζαφού-Πολίτη, που το 1990 μας είχε δώσει την πληρέστατη μονογραφία του ζωγράφου από τις εκδόσεις «Αδάμ») προσφέρει την ευκαιρία για ένα νέο, πιο ψύχραιμο, κοίταγμα προς τα πίσω. Κι αυτή η νέα ματιά επιβεβαιώνει, εκτός από την πανθολομολογούμενη ζωγραφική δεινότητα, και την ιστορική διάσταση της ζωγραφικής του Ιακωβίδη ως ενός από τους πρώτους (και καλύτερους) εικονογράφους της μικροσκοπικής, εκείνα τα χρόνια, και άγουρης αστικής μας τάξης.

Καχυποψία για τον συντηρητικό ακαδημαϊκό

«Ακαδημαϊκός»· αυτή ήταν η βασική μομφή για τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Δηλαδή; Δεν μπόρεσε, τουλάχιστον, στον δεύτερο δημιουργικό κύκλο της ζωής του, μετά το 1900 και την επιστροφή του στην Αθήνα, να αφουγκραστεί τα μηνύματα της εποχής. Εδώ ξεχνάμε κάτι σημαντικό: ο Ιακωβίδης αφήνει το Μόναχο για να αναλάβει τα καθήκοντα του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης. Αργότερα αρχίζει να διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η καλλιτεχνική του παραγωγή μπαίνει σε δεύτερη μοίρα ενώ η θεματογραφία του περιορίζεται σε προσωπογραφίες επιφανών αστών της πρωτεύουσας και νεκρές φύσεις.

Μοιραία η ζωγραφική του συντονίζεται με τις απαιτήσεις των συντηρητικών πελατών του. H τάση απαξίωσης του έργου του είχε και πολιτική βάση. Ως καθαρά αστικός ζωγράφος και επίσημος πορτρετίστας της βασιλικής αυλής (υπήρξε προσωπικός φίλος του φιλότεχνου πρίγκιπα Νικολάου), ήταν φυσικό να γεννήσει αντιπάθειες στο φιλοβενιζελικό στρατόπεδο. Αρκεί να αντιπαραθέσει κανείς το περιβάλλον του Ιακωβίδη (το συντηρητικό κατεστημένο της Αθήνας) με τους προοδευτικούς κύκλους της Σχολής Καλών Τεχνών και κατανοεί την αμοιβαία καχυποψία. Αμοιβαία; Λάθος. O συντηρητικός Ιακωβίδης, αν και γνώριζε τη γνώμη των νεοτέρων, δεν στάθηκε εμπόδιο σε νεοτεριστές μαθητές του, έστω κι αν δεν συμμεριζόταν τους δρόμους που ακολουθούσαν.

Κριτική για όλα

Είναι χαρακτηριστική η στάση του όταν στην αθηναϊκή καλλιτεχνική σκηνή προκλήθηκε, το 1917, σχίσμα ανάμεσα στους «ακαδημαϊκούς» και στη νέα γενιά, με πρωτοβουλία του Νικόλαου Λύτρα. Στην πρώτη έκθεση των «αποστατών» προσκλήθηκε (και πήγε) ενώ στη δεύτερη εξέθεσε κιόλας. Κι ακόμα: ως μέλος της επιτροπής για την απονομή του Εθνικού Αριστείου Γραμμάτων και Τεχνών δέχεται πυρά για τη βράβευση, το 1918, του Κωνσταντίνου Παρθένη. Χαρακτηριστικά ο κριτικός του περιοδικού «Πινακοθήκη» έγραφε ότι «διά της απονομής του Αριστείου εις τον Παρθένην επισημοποιήθη η ύπαρξη μιας Σχολής, ην διακρίνει η στρέβλωσις του ωραίου».

Δέχθηκε, επίσης, κριτική για την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα των έργων με πρωταγωνιστές τα παιδιά· ακόμα κι όταν σ’ αυτά απεικόνιζε νεαρούς βιοπαλαιστές στον δρόμο. Ομως κι εδώ χρειάζεται να κοιτάξουμε με τα μάτια της δικής του εποχής· όχι με τα δικά μας. O Ιακωβίδης, ιδιαίτερα την περίοδο του Μονάχου, υπήρξε ένας ιδιαίτερα εμπορικός ζωγράφος. Οι παραγγελίες ήταν αδιάκοπες, γι’ αυτό βλέπουμε τα ίδια θέματα να επανέρχονται αυτούσια ή αποσπασματικά σε μεταγενέστερους πίνακες. Οι παραγγελίες γίνονταν από εύπορους μεγαλοαστούς της βαυαρικής πρωτεύουσας, οι οποίοι επιθυμούσαν να βάζουν στα σαλόνια τους ευχάριστες απεικονίσεις της δικής τους ζωής – ο ρεαλισμός ήταν το τελευταίο που τους απασχολούσε.

Αλλά είναι άδικο να μην αναγνωρίζουμε κάποια αρετή στον Ιακωβίδη πέρα από την απαράμιλλη τεχνική του. Τα πρόσωπα, οι εκφράσεις τους, οι ψυχολογικές διακυμάνσεις, όλα καταγράφονται με μεγάλη δεξιοτεχνία, κυρίως στα παιδοκεντρικά του έργα. Είναι ένας συγκρατημένος ρεαλισμός που δεν ξεφεύγει από την ηθογραφία και δεν εκτρέπεται ποτέ προς τη ρεαλιστική αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Καινοτόμος εντός ορίων

Επιστρέφοντας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έχει ενδιαφέρον να φανταστούμε επίσης τη διαδρομή ανθρώπων όπως ο Ιακωβίδης. Γεννημένος στα Χύδηρα της Λέσβου, μεγαλωμένος στη Σμύρνη και στη Μαγνησία, ο Γιώργος Ιακωβίδης είχε ελάχιστη επαφή με τη ζωγραφική ως έφηβος· κι αν όχι ελάχιστη, αμελητέα σε σχέση με την αντίστοιχη σχέση των Ευρωπαίων συμφοιτητών του στην Ακαδημία του Μονάχου. Κι όμως. Φθάνοντας στη Βαυαρία, το 1878, ήταν ένας έτοιμος ζωγράφος που εξελίχθηκε ταχύτατα σ’ έναν από τους πιο δημοφιλείς ζωγράφους του Μονάχου της εποχής.

Από τα καθαρά ηθογραφικά θέματα της μαθητείας του δίπλα στον Νικόλαο Λύτρα, προχώρησε αρχικά σε απεικονίσεις μυθολογικών θεμάτων στην παράδοση της σχολής του Piloty, για να καταλήξει στη χαρακτηριστική ζωγραφική του με σκηνές από την παιδική και οικογενειακή ζωή. Εδώ ο Ιακωβίδης έκανε ένα βήμα παραπάνω από την παραδοσιακή ηθογραφική ζωγραφική, συμμετέχοντας στις ανησυχίες της εποχής ως προς τη μελέτη του φυσικού φωτός· η έντονη αντίθεση σκιερών και φωτεινών με τονισμό των περιγραμμάτων στα σημεία που πέφτει το φως, τον καθιστουν τον βασικό εισηγητή του γερμανικού ιμπρεσιονισμού στην Ελλάδα.

Τρυφερός παππούς και πατέρας

«Το πρωί ξυπνούσε πριν απ’ όλους και ύστερα από ένα πολύ λιτό πρωινό (καφέ ή ρόφημα, ένα κουλουράκι), έφευγε, πάντα πρώτος, για το γραφείο του. Τα μεσημέρια πολλές φορές τραβούσε για του Ζαχαράτου ή για την Αθηναϊκή Λέσχη, όχι μόνο γιατί έβρισκε άξιους αντιπάλους στο μπιλιάρδο -στο οποίο ο ίδιος, χάρη στο σταθερό του χέρι και μάτι, διέπρεπε- αλλά και γιατί η Λέσχη είχε τότε κι έναν εκλεκτό μάγειρο· κι ο Ιακωβίδης ήταν από… ανατολίτικη παράδοση θαυμαστής της καλής κουζίνας και της καλής ζαχαροπλαστικής!

Σαν γύριζε στο σπίτι από τη δουλειά του, τον κέρδιζαν ολότελα τα εγγονάκια του. Ιδίως στην αρχή, με την πρωτότοκη κόρη μας την Αγλα, που είχε πάρει το όνομα της γυναίκας του, έδειχνε μια ιδιαίτερη προσήλωση. Νομίζω, μάλιστα, πως αυτήν την κράτησε ακόμα και όταν γεννήθηκε κι ο συνονόματος εγγονός, που τόσο ο ζωγράφος όσο και ο γιος του τον περίμεναν με κρυφή ανησυχία για τη συνέχεια της οικογένειας, που αλλιώς θα σταματούσε σ’ αυτούς.

Ομως αν και η αγάπη του για τα εγγονάκια του ξεχείλιζε και τον έκανε τον γλυκύτερο και τον τρυφερότερο παππού, πρέπει να πω ότι και με τον γιο του, τον ηθοποιό Μίχη Ιακωβίδη, είχε έναν ιδιαίτερο στενό ψυχικό σύνδεσμο. Ηταν ο μεγάλος θαυμαστής του – παρόλο που αρχικά τον είχε στείλει στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης για σπουδές μηχανικού. Δεν άφηνε πρεμιέρα που να μην πάει να τον χειροκροτήσει. Κι αν την επομένη οι κριτικές έγραφαν σε τόνο επαινετικό για το παίξιμό του, τότε το πρόσωπο του πατέρα ακτινοβολούσε».

Απόσπασμα από το βιβλίο της ποιήτριας και νύφης του ζωγράφου Λιλής Ιακωβίδη «Γεώργιος Ιακωβίδης – Από τη ζωή και από την τέχνη του», εκδόσεις Διογένης, 1984.

Σε θεματικές ενότητες

Παρουσιάζονται περίπου 200 έργα που καλύπτουν όλο το φάσμα της δημιουργίας του Γιώργου Ιακωβίδη, από τα πρώτα σπουδαστικά του έργα γύρω στο 1875 έως το τέλος της ζωής του, το 1932. H ίδια η καλλιτεχνική του δημιουργία προσδιόρισε και τη διάρθρωση της έκθεσης σε θεματικές ενότητες, οι οποίες κατά το πλείστον ακολουθούν και τη χρονολογική εξέλιξη. Αρχίζοντας από τα έργα της μαθητείας στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, στον χώρο των περιοδικών εκθέσεων, αμέσως μετά την είσοδο και το πωλητήριο της Εθνικής Πινακοθήκης, φθάνουμε αμέσως στις μυθολογικές σκηνές των πρώτων χρόνων των σπουδών του στο Μόναχο, για να καταλήξουμε στη χαρακτηριστική ηθογραφική ζωγραφική του με θέματα από την ευχάριστη και ειδυλλιακή ζωή της οικογένειας όπου κυριαρχεί το παιδί. Κατεβαίνοντας τις σκάλες περνάμε στην αθηναϊκή περίοδο, όπου εκτίθενται προσωπογραφίες και νεκρές φύσεις, θέματα που απασχολούσαν πάντα τον Ιακωβίδη αλλά κυριάρχησαν στη ζωγραφική του μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, το 1900. Παράλληλα, εκτίθενται τοπία τα οποία δημιουργούσε στο περιθώριο της ηθογραφίας, κυρίως στο Μόναχο, αλλά και κάποιες απόπειρες με θέματα συμβολιστικά, απόρροια της συζήτησης περί ελληνικότητας που απασχόλησε (όχι για τελευταία φορά) τους αθηναϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους περί το 1910, όταν ανέτελλε το πολιτικό άστρο του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Στις προθέσεις της επιμελήτριας ήταν να καταδειχθούν οι γερμανικές επιρροές του Ιακωβίδη κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο, αλλά και το «ρεύμα» που δημιούργησε στη Βαυαρία μετά τη μεγάλη απήχηση που γνώρισαν εκεί τα έργα του με πρωταγωνιστές τα παιδιά. Ετσι η έκθεση συμπληρώνεται με έργα Γερμανών καλλιτεχνών, τα οποία προέρχονται κυρίως από τη Neue Pinakothek του Μονάχου αλλά και τη συλλογή της Πινακοθήκης Κουβουτσάκη στην Αθήνα. Επίσης ο αναδρομικός χαρακτήρας της έκθεσης δικαιολογεί την παρουσίαση σχεδίων, εικονογραφήσεων, γλυπτών, μεταλλίων, νομισμάτων, αλλά και προσωπικών αντικειμένων του ζωγράφου. H έκθεση πραγματοποιείται με χορηγία της Eurobank.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή