Η Αθήνα τη νύχτα ακόμη διασκεδάζει

Η Αθήνα τη νύχτα ακόμη διασκεδάζει

5' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ο Φρανκ Σινάτρα μας σύστησε με το τραγούδι του τη Νέα Υόρκη ως την «πόλη που ποτέ δεν κοιμάται», σίγουρα δεν είχε κατά νουν τα «μπουζούκια» στην Ελλάδα. Αυτή η δεύτερη ιδιαίτερη ζωή που ζει η Αθήνα τη νύχτα έχει τους δικούς της μύθους, τις δικές της αλήθειες, αλλά κυρίως τους δικούς της κώδικες. Χιλιάδες εργαζόμενοι σε εκατοντάδες εστιατόρια, μπαρ, κλαμπ, μουσικές σκηνές και μεγάλες πίστες και χιλιάδες θαμώνες απαρτίζουν έναν κόσμο που ξυπνάει μεσημέρι – απόγευμα και κοιμάται τις ώρες που οι περισσότεροι ξυπνούν ή πίνουν ήδη τον πρώτο καφέ στη δουλειά τους. Κι αν πολλοί κάνουν λόγο για κρίση του κλάδου με το επιχείρημα ότι η πλειονότητα του κόσμου δεν βγαίνει έξω γιατί «δεν βγαίνει οικονομικά», το άνοιγμα νέων χώρων διασκέδασης, μικρών και μεγάλων, φανερώνει ότι πολλοί επιχειρηματίες επενδύουν ακόμα στο μικρόβιο του Ελληνα «γλεντζέ», που απειλείται μόνο από δύο παράγοντες: τα σκληρά ωράρια εργασίας που δεν του επιτρέπουν να διασκεδάζει τις καθημερινές και το περιορισμένο βαλάντιο.

Ο χάρτης της διασκέδασης έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Εκείνοι που δραστηριοποιούνται για πολλά χρόνια στα νυχτερινά κέντρα είναι κατηγορηματικοί: «Παλαιότερα, ο κόσμος διασκέδαζε πιο συχνά. Ακόμα και τις καθημερινές. Ξεκινούσε το βράδυ του με φαγητό και κατέληγε στα μπουζούκια. Γι’ αυτό και αυξήθηκαν τα μαγαζιά. Σήμερα, όμως, ο Ελληνας δεν μπορεί. Οταν χρειάζεται 100-120 ευρώ το άτομο για να συνδυάσει εστιατόριο και μπουζούκια, είναι μάλλον απαγορευτικό να το κάνει συχνά. Γι’ αυτό και οι 40.000 καρέκλες αυτών των χώρων διασκέδασης γεμίζουν μία-δύο φορές την εβδομάδα», λέει στην «K» οικονομικός διευθυντής γνωστού νυχτερινού κέντρου της Αθήνας.

«Παλιά, τα νυχτερινά μαγαζιά ήταν πιο προσιτά από οικονομικής άποψης. Κυκλοφορούσε και πιο εύκολα το χρήμα. Σήμερα, λίγοι είναι εκείνοι που εξακολουθούν να πηγαίνουν στα μπουζούκια δύο και τρεις φορές την εβδομάδα», λέει ο Σήφης Δαμανάκης, ο οποίος εργάζεται 25 χρόνια στο χώρο της νυχτερινής διασκέδασης. «Στο παρελθόν, τα μαγαζιά είχαν μόνο μία ή δύο ημέρες ρεπό. Τώρα λειτουργούν τρεις-τέσσερις μέρες τη βδομάδα. Είναι πιο ακριβά τα προγράμματα, διότι έχει αλλάξει και η ποιότητα. Είναι όλα πιο προσεγμένα: ο ήχος, τα φώτα, τα σκηνικά, η εμφάνιση των τραγουδιστών, τα χορευτικά, ο εξαερισμός».

Το κόστος λειτουργίας ενός κέντρου είναι σε άμεση συνάρτηση με το ύψος της αμοιβής των καλλιτεχνών. Τα υπόλοιπα λειτουργικά έξοδα (ενοίκιο, μισθοί προσωπικού, ηχητικά – οπτικά συστήματα, ποτά, λουλούδια κ.λπ.) δεν έχουν μεγάλες αποκλίσεις από μαγαζί σε μαγαζί. Οι αποδοχές των αναγνωρίσιμων τραγουδιστών ποικίλλουν ανάλογα με την επιτυχία και την απήχηση που έχουν. Συνήθως κυμαίνονται από 3.000 έως 20.000 ευρώ τη βραδιά.

«Πριν αρχίσει η τηλεόραση να αναδεικνύει τραγουδιστές, οι καλλιτέχνες βασίζονταν κυρίως στις δικές τους δυνάμεις. Ηταν αυτόφωτοι. Σήμερα, υπάρχει έντονο πατρονάρισμα και αρκετοί νέοι τραγουδιστές μοιάζουν με αναλώσιμα προϊόντα που έχουν σύντομη διάρκεια ζωής», λέει στην «K» υπεύθυνος νυχτερινού κέντρου, που εργάζεται επί 20 χρόνια στον χώρο.

Ο κόσμος της νύχτας λειτουργεί με συγκεκριμένους κώδικες – άγραφους κανόνες. Οπως αυτός που αφορά τα πρώτα τραπέζια. Συνήθως, οι μετρ (υπεύθυνοι λειτουργίας) τοποθετούν δίπλα στην πίστα τις λεγόμενες «υποχρεώσεις του καλλιτέχνη» (τους δικούς του ανθρώπους), τους σταθερούς πελάτες του καταστήματος που συνηθίζουν να «κάνουν ζημιά» (η λέξη ζημιά στη νυχτερινή ορολογία σημαίνει μεγάλο λογαριασμό σε κατανάλωση λουλουδιών). Αρκετοί, βέβαια, που θέλουν οπωσδήποτε να προωθηθούν σε καλύτερο τραπέζι δεν διστάζουν να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να δωροδοκήσουν τον μετρ με 50 ή 100 ευρώ.

Μπράβοι και ασφάλεια

Πολλοί θεωρούν δεδομένη την παρουσία κυκλωμάτων προστασίας στα κέντρα που ενίοτε εκβιάζουν τους επιχειρηματίες, δηλαδή σχεδόν επιβάλλουν την πώληση των υπηρεσιών τους. Οσοι εργάζονται σε μεγάλα επώνυμα κέντρα, που φιλοξενούν γνωστά καλλιτεχνικά σχήματα, υποστηρίζουν ότι «οι μπράβοι είναι ένας μύθος και η παρουσία τους έχει εκλείψει σε σχέση με το παρελθόν». Ή τουλάχιστον δεν χρησιμοποιούν αυτό τον όρο και τους περιγράφουν πιο ήπια: «Υπάρχουν ορισμένα άτομα, υπεύθυνα για την ασφάλεια και την προστασία του προσωπικού και των θαμώνων. Και αυτό είναι απαραίτητο σε περίπτωση που συμβεί κάτι απρόοπτο, όπως για παράδειγμα, αν ανέβει στην πίστα ένας μεθυσμένος και ενοχλήσει τον τραγουδιστή», αναφέρει στην «K» υπεύθυνος λειτουργίας γνωστής αθηναϊκής πίστας.

Τις περισσότερες φορές, η επίλυση των όποιων διαφορών προκύψουν γίνεται με όσο το δυνατόν πιο ειρηνικό τρόπο. Αλλωστε, δεν συμφέρει στον επιχειρηματία να αμαυρώσει τη φήμη του χώρου του. Τι γίνεται αν μία παρέα αρνηθεί να πληρώσει τον λογαριασμό; «Σε κάθε περίπτωση, αποφεύγουμε τον καβγά. Παίρνουμε τα στοιχεία τους, ταυτότητες, διπλώματα, τηλέφωνα και επικοινωνούμε ξανά μαζί τους, ώστε να πληρώσουν το χρέος τους», μας εξηγεί ο μετρ.

Αν πάλι ανάψουν τα αίματα μεταξύ θαμώνων και επίκειται επεισόδιο, αρχικά προσπαθεί να λύσει τη διαφορά ο σερβιτόρος. Αν δεν τα καταφέρει, παρεμβαίνει ο μετρ και αν το θέμα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, καταφθάνει στο τραπέζι ο ίδιος ο ιδιοκτήτης. «Δεν βγαίνουν ούτε πιστόλια ούτε μαχαίρια στα μεγάλα νυχτερινά κέντρα», λένε οι αρμόδιοι.

Στα «β΄ διαλογής»

Το σκηνικό, όμως, αλλάζει σε άλλους χώρους διασκέδασης. Στα λεγόμενα «σκυλάδικα β’ διαλογής», αλλά και σε διάφορα μπαρ, κλαμπ ή σε στριπτιζάδικα, κέντρα όπου έχουν διαπιστωθεί από ελέγχους κάθε είδους παραβάσεις (τροποποίηση των όρων λειτουργίας, έλλειψη άδειας για χρήση μουσικής, ελλιπή πυρασφάλεια, κ.ά.), είναι πιο πιθανή η παρουσία μπράβων. «Συνήθως έρχονται άτομα που οπλοφορούν, αλλά παρεμβαίνουν μόνο αν δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα. Δεν εμφανίζονται κάθε βράδυ και φροντίζουν να μη δίνουν στόχο στους πελάτες. Το αφεντικό θέλει τους μπράβους για να νιώθει προστασία», λέει η Νικολέτα, εργαζόμενη σε μπαρ-εστιατόριο.

Πόσο κοστίζει η έξοδος

Η επιλογή ενός «δυνατού» σχήματος τραγουδιστών σε μεγάλες πίστες είναι ίσως η πιο ακριβή διασκέδαση, αν εξαιρέσει κανείς τα πολυτελή εστιατόρια. Αν θέλει κανείς να ακούσει τα πρώτα ονόματα της ελληνικής show biz σε κάποια από τα μπουζούκια θα πληρώσει 190 – 220 ευρώ το μπουκάλι ουίσκι (που αντιστοιχεί σε τέσσερα άτομα) και 90 – 110 ευρώ τη φιάλη κρασιού. Αν συνυπολογιστεί το πάρκινγκ, κατά μέσο όρο 10 ευρώ, και η γκαρνταρόμπα, άλλα τόσα, ο προϋπολογισμός φτάνει περίπου τα 60 ευρώ το άτομο. Αν η παρέα έρθει στο τσακίρ κέφι και παραγγείλει δυο πεντάδες λουλουδιών (δέκα πανέρια) θα ξοδέψει άλλα 100 – 150 ευρώ (στις πολλές παραγγελίες, συνήθως το κατάστημα κάνει έκπτωση), οπότε ο λογαριασμός της παρέας (4 ατόμων) ξεπερνάει τα 300 ευρώ. Πάντως, η συνήθης τιμή της φιάλης ουίσκι είναι 150 – 160 ευρώ στα περισσότερα κέντρα και αν κανείς αποφύγει τις παρεκτροπές σε κατανάλωση αλκοόλ και λουλουδιών, δεν θα χρειαστεί να ξοδέψει περισσότερα από 40 – 50 ευρώ το άτομο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή