Ενα μεταμοντέρνο «κυβερνοκείμενο»

Ενα μεταμοντέρνο «κυβερνοκείμενο»

4' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Mark Z. Danielewski

«Σπίτι από φύλλα»

μετ. Αθηνά Δημητριάδου

εκδ. Πόλις

«κανείς δεν διαπίστωσε ότι το βιβλίο

και ο λαβύρινθος ήταν ένα και το αυτό»

Μπόρχες

Το πρώτο και πολυσυζητημένο μυθιστόρημά του, ο Μαρκ Ντανιελέφσκι το έγραφε επί δώδεκα συναπτά έτη και το δημοσίευε σε συνέχειες στο Διαδίκτυο. Ενας Γάλλος κριτικός το χαρακτήρισε, πολύ επιτυχημένα, «ΑΤΛΑ», Αγνώστου Ταυτότητας Λογοτεχνικό Αντικείμενο (κατά το γνωστό Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενο Αντικείμενο): εφτακόσιες σελίδες, πολλές και διάφορες γραμματοσειρές, αναλόγως με την αφηγηματική φωνή, λέξεις και προτάσεις με διαφορετικά χρώματα, αποσπάσματα και σελίδες ολόκληρες με μικροσκοπικούς χαρακτήρες ή διαγραμμένα, που ταξιδεύουν στη σελίδα και φωλιάζουν στις γωνιές της ή μόνο οι δυο γραμμές τους σταματούν και μετεωρίζονται, γίνονται ιδιότυπα καλλιγράμματα. Το κείμενο μιλάει για έναν λαβύρινθο, που ξαφνικά εμφανίζεται στο σπίτι μιας καθ’ όλα καθώς πρέπει οικογένειας και πολλαπλασιάζεται διαρκώς, χωρίς να μεταβάλει στο ελάχιστο τις διαστάσεις του σπιτιού. Με άλλα λόγια, ο Γουίλ Νάβιντσον και η οικογένειά του διαπιστώνουν μια μέρα ότι υπάρχει ένα νέο δωμάτιο στο σπίτι τους, σαν ντουλάπι, εκεί που πριν υπήρχε μόνο ο τοίχος, και σε λίγο ένας διάδρομος. Εξαιτίας τους, το εσωτερικό του σπιτιού είναι μεγαλύτερο από το εξωτερικό του. Ο διάδρομος διακλαδίζεται και εξαπλώνεται διαρκώς, όχι μόνο τρομακτικός αλλά και επικίνδυνος, όπως αποδεικνύεται. Ο Νάβιντσον τον κινηματογραφεί σε μια πρώτη φάση, γεμάτος περιέργεια, και στη συνέχεια καλεί συγγενείς και φίλους να τον βοηθήσουν στην επίλυση του μυστηρίου που γίνεται όλο και πιο πυκνό και επηρεάζει τις σχέσεις του με την οικογένειά του. Κι εκεί αρχίζει η καταστροφή, τα πολλαπλά επεισόδια της οποίας αποτυπώνονται, εντέλει, στις τυπογραφικές και τυποτεχνικές ιδιορρυθμίες του κειμένου και στα αγοραφοβικά και κλειστοφοβικά εφέ τους.

Πραγματικό και φανταστικό

Ο λαβύρινθος αναπαράγεται όμως και στην ίδια την αφηγηματική δομή του κειμένου. Την ιστορία του Νάβιντσον τη διηγείται ένας τυφλός γέρος, ο Ζαμπανό, που προφανώς παραπέμπει, όπως και ολόκληρο το βιβλίο στον Μπόρχες, και τις σημειώσεις του παραλαμβάνει ένας νεαρός ναρκομανής-ψυχασθενής, ο Τζόνι Τρούαντ. Τα δύο κείμενα προχωρούν παράλληλα, ερμηνευμένα και σχολιασμένα από άπειρες υποσημειώσεις, στις οποίες το πραγματικό αναμειγνύεται δεξιοτεχνικά με το φανταστικό. Οι περιπλανήσεις στο νέο λαβύρινθο του Μινωταύρου, όπου ακούγεται εξάλλου και ένας ανεξήγητος, μέχρι τέλους, βρυχηθμός, απαντούν στις περιπλανήσεις του μυαλού, στις σκέψεις και παρεκβάσεις του Τρούαντ, που πλασιώνουν την αφήγηση της καθημερινότητάς του. Και κάθε σημείο του κειμένου αποτελεί έναν δυνάμει κώδικα, που κουβαλά στοιχεία σημαντικά, όχι μόνο για το αφήγημα και τους αφηγητές, αλλά και τον ίδιο τον αναγνώστη, σε προσωπικό πλέον επίπεδο.

Ετσι, το «Σπίτι από φύλλα» είναι το σπίτι των Νάβιντσον αλλά και το ίδιο το βιβλίο, μια βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας χωρίς πορτοπαράθυρα και εξόδους κινδύνου, όπου ο αναγνώστης αναπτύσσει μια μεταφυσική σχέση με το κείμενο καθαυτό. Γοτθικό αφήγημα τρόμου και υπαρξιακό μυθιστόρημα, το έργο του Ντανιελέφσκι θεωρείται ένα εξαίρετο και εμβληματικό δείγμα της «εργοδικής», κατά τον Εσπεν Ααρσεθ, λογοτεχνίας – της λογοτεχνίας δηλαδή που η ανάγνωσή της απαιτεί μια μη προβλέψιμη (non trivial, σύμφωνα με τον πρωτεργάτη της Κυβερνητικής φον Φέρστερ) προσπάθεια από την πλευρά του αναγνώστη. Πολύπλοκο, μη γραμμικό, ανοιχτό, λειτουργεί σαν βάραθρο στο οποίο καταποντίζονται οι ήρωες, οι λέξεις, οι συγγραφείς, οι αναγνώστες, ένα βάραθρο νοητικό και πολιτισμικό, που παραπέμπει στις απορίες του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.

Είναι εντυπωσιακό πώς ο Ντανιελέφσκι κατάφερε να μετατρέψει όλο αυτόν τον όγκο του υλικού, με τον έντονα ακαδημαϊκό χαρακτήρα, σε ένα περιπετειώδες και απολαυστικό ανάγνωσμα. Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η μεταφορά του στην ελληνική, η οποία θα πρέπει να υπήρξε εξίσου εργώδης και επίμοχθη με τη συγγραφή του κειμένου.

Η μεταφράστρια έχει επιτελέσει έναν άθλο. Προφανώς, το εν λόγω κείμενο λειτούργησε εντελώς διαφορετικά ως υπερκείμενο, στη διαδρομή του δηλαδή στο Διαδίκτυο. Εντονα διακειμενικό, εγκεφαλικό, με σαφείς και λιγότερο σαφείς, δεδηλωμένες και άδηλες αναφορές στις πηγές και τις επιδράσεις του, από τον Εντγκαρ Αλαν Πόε, τον Φίλιπ Ντικ και τον Χ. Φ. Λάβκραφτ, ώς τον Τζέιμς Μπάλαρντ, τον Γουίλιαμ Μπάροους και τον πανταχού παρόντα Μπόρχες, θέτει, τελικά, το μείζον ζήτημα της διάκρισης του μοντέρνου από το μεταμοντέρνο στη λογοτεχνία (διότι σε φιλοσοφικό επίπεδο, είναι αδιαμφισβήτητο ότι έχουμε να κάνουμε με ένα μεταμοντέρνο οντολογικό αφήγημα): όλες αυτές οι τυπογραφικές και τυποτεχνικές ιδιαιτερότητες, που ορίζουν την «εργοδική» του φύση, δεν παραπέμπουν στη μοντερνιστική κληρονομιά, στον σουρεαλισμό και το Εργαστήρι Δυνητικής Λογοτεχνίας, στην οπτική και συγκεκριμένη ποίηση, στο έργο-αντικείμενο και το έργο-γεγονός; Φυσικά, αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση, η οποία θα είχε εντούτοις ενδιαφέρον να ανοίξει και στη χώρα μας, όπου δείχνει να ριζώνει η μεταμυθοπλασία, η πλέον σαφής και διακριτή συνιστώσα της μεταμοντερνιστικής λογοτεχνίας.

Η εργοδική λογοτεχνία

Ο Εσπεν Ααρσεθ (Espen Aarseth) στο περίφημο πια βιβλίο του «Κυβερνοκείμενο: Προοπτικές στην εργοδική λογοτεχνία» (Cybertext: Perspectives on ergodic literature, The John Hopkins University Press, 1997), ανοίγει πράγματι νέες προοπτικές στην εξέταση του κυβερνοκειμένου, της νέας κειμενικότητας δηλαδή που προκύπτει από τη διαπλοκή της τεχνολογίας με τη γραφή. Η σημαντικότερη συμβολή του είναι η ίδια η έννοια της εργοδικής λογοτεχνίας, η οποία αρύεται την ονομασία της από τις θετικές επιστήμες. Ως όρος των θετικών επιστημών, εργοδικός, από τις ελληνικές λέξεις έργον+οδός, σημαίνει την ιδιότητα ορισμένων συστημάτων να εξελίσσονται στον χρόνο, σύμφωνα με κάποιους νόμους πιθανοτήτων. Και υπό ορισμένες περιπτώσεις λαμβάνουν μια μορφή εντελώς ανεξάρτητη από αυτή από την οποία ξεκίνησαν. Κατά τον ίδιο τρόπο, η εργοδική λογοτεχνία, που δεν περιορίζεται στην κυβερνολογοτεχνία, είναι αυτή η μορφή μη γραμμικής λογοτεχνίας, η οποία απαιτεί από τον αναγνώστη μια μη προβλέψιμη (non trivial, κατά τον φον Φέρστερ), μη συνηθισμένη προσπάθεια στην ανάγνωσή της. Εάν λοιπόν η κυβερνολογοτεχνία περιλαμβάνεται στην εργοδική λογοτεχνία, εξίσου περιλαμβάνονται και τα «Καλλιγράμματα» του Απολιναίρ, και τα έργα του Εργαστηρίου Δυνητικής Λογοτεχνίας (Oulipo), αλλά και το κινεζικό «Βιβλίο των αλλαγών», του 12ου αιώνα π.Χ., μεταξύ άλλων πολλών. Ετσι, ο Ααρσεθ βάζει τις βάσεις για μια σοβαρή συζήτηση όσον αφορά τις καινοτομίες του κυβερνοκειμένου, αλλά και τις οφειλές του στην παράδοση και τις συνάφειές του με είδη και κείμενα του παρελθόντος, απώτερου και πρόσφατου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή