Η πολιτική ορθότητα βλάπτει τον Τομ Σόγιερ

Η πολιτική ορθότητα βλάπτει τον Τομ Σόγιερ

2' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η πολιτική ορθότητα διδάσκεται πλέον εξ απαλών ονύχων στα παιδιά. Οι ευαισθητοποιημένοι γονείς μαθαίνουν στα παιδιά τους να μην κοιτάζουν με αδιάκριτα βλέμματα ανθρώπους, δύσμορφους, ανάπηρους ή διανοητικά καθυστερημένους, να συμπεριφέρονται ευγενικά στα παιδιά των μεταναστών και να αποδέχονται την ομοφυλοφιλία με το επιχείρημα ότι ο καθείς ερωτεύεται ό,τι θέλει, γυναίκα, άντρα ή… δεινόσαυρο. Συχνά τα μαθήματα αφομοιώνονται και τα πιτσιρίκια επιδεικνύουν διαγωγή κοσμιοτάτη, όταν προκύψει το επίμαχο… ερέθισμα. Τι συμβαίνει όμως όταν τα βράδια, στο προσκεφάλι τους, τους διαβάζουμε για παράδειγμα «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου και διαπιστώνουμε ότι ο «Αράπης» εκτελεί χρέη μπαμπούλα στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό βιβλίο; Οφείλουμε να αυτολογοκριθούμε εγκαίρως και να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «Αφροαμερικανός», προσθέτοντας κάποιες εξηγήσεις για τα ήθη και έθιμα της εποχής;

Οι Βρετανοί θεματοφύλακες της πολιτικής ορθότητας το έπραξαν στην περίπτωση της Ενιντ Μπλάιτον, της συγγραφέως των δημοφιλών σειρών παιδικής αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως οι «Πέντε φίλοι» και «Μυστικοί επτά», με τις οποίες ανδρώθηκαν λογοτεχνικά πολλές γενιές εφήβων. Ετσι οι εκδοτικοί οίκοι Hodder & Stoughton και Macmillan φρόντισαν να αμβλύνουν κάποιες αιχμηρές αναφορές, όπως τα χαστούκια, τα ονόματα Φάνι και Ντικ (που παραπέμπουν σε γυναικεία και ανδρικά γεννητικά όργανα στη σημερινή αγγλική αργκό), ενώ ταυτόχρονα αμερικανοποίησαν ορισμένες λέξεις (π.χ. τα μπισκότα βαφτίστηκαν cookies και όχι biscuits) για να χαϊδέψουν τα αυτιά του αναγνωστικού κοινού των ΗΠΑ. Η βιογράφος της Μπλάιτον, Μπάρμπαρα Στόνεϊ, ήταν εκείνη που διαπίστωσε μέσω της αντιπαραβολής των χειρογράφων και των τυπωμένων κειμένων, τις παρεμβάσεις των εκδοτών. Ενας αναγνώστης εντόπισε πάνω από εκατό αλλαγές μόνο σε έναν τόμο, μεταξύ άλλων τη μετονομασία της Μπέσι σε Μπεθ -επειδή το πρώτο ήταν ένα όνομα κλισέ στην εποχή της δουλείας-και την εξαφάνιση ενός παιχνιδιού, εξαιτίας της αναφοράς του σε σκουρόχρωμα ανθρωπάκια.

Αν επεκταθεί η τάση αυτή θα έπρεπε να αλλάξει ελληνικό τίτλο ίσως το πιο ενδιαφέρον έργο της Αγκάθα Κρίστι «Οι δέκα μικροί νέγροι» (Οι δέκα μικροί έγχρωμοι;). Οντως στα αγγλικά, λίγο μετά την κυκλοφορία του, το βιβλίο βαφτίστηκε «Δέκα μικροί Ινδιάνοι», αλλά ούτε η επιλογή αυτή έλυσε το πρόβλημα. Τέλος, επελέγη το ουδέτερο «And Then There Were None» (Και στο τέλος δεν έμεινε κανείς».) Ο Τομ Σόγιερ δεν θα έπρεπε να τρώει τόσο ξύλο από τη θεία Πόλυ και τους δασκάλους του, αλλά να τιμωρείται με πρόσθετη εργασία για το σπίτι. Επίσης, ο κακός του βιβλίου είναι αδύνατο να παραμείνει ο Ινδιάνος Τζο, ο οποίος θα πρέπει εις το εξής να απεικονίζεται ως καταπιεσμένος ιθαγενής. Για να μη μιλήσουμε για τον Ολιβερ Τουίστ και τον έντονο αντισημιτισμό του Κάρολου Ντίκενς στη σκιαγράφηση του Εβραίου εκμεταλλευτή ανηλίκων Φέιγκαν, ή τη μοιραία γοητεία της Εσμεράλντα από τον Βίκτωρα Ουγκό.

Αν μάλιστα βάλουμε στο παιχνίδι και τη σεξιστική διάσταση πολλών παραμυθιών, που ολοκληρώνονται με ένα γάμο, λες και η ύστατη ολοκλήρωση της γυναίκας είναι να ανεβεί τα σκαλιά της εκκλησιάς, τότε θα πρέπει να αδειάσουμε τη μισή παιδική βιβλιοθήκη μας. Μήπως να κρατήσουμε μόνο την Κοκκινοσκουφίτσα ή μήπως η επίδειξη ισχύος εκ μέρους του λύκου είναι υπερβολικά αντιφεμινιστική – άξια μυθολογικού ευνουχισμού;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή