Διακρινοντας

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων της Λευκωσίας προς τα Κατεχόμενα, ο πρόσφυγας από τη Λάπηθο Κερύνειας Γεώργιος Χαριτωνίδης επιστρέφει στα πατρώα εδάφη «με διαβατήριο και βίζα μιας μέρας» (Κέδρος, σελ. 87). Την οδυνηρή διαδρομή της αιχμαλωσίας από την Κύπρο προς τις φυλακές της Τουρκίας μετά την εισβολή, καθώς και την αντίστροφη πορεία της επιστροφής του, ο Χαριτωνίδης την είχε περιγράψει στο προηγούμενο βιβλίο «Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια» (2003). Στο σημερινό βιβλίο καταγράφει με αμεσότητα και ένταση όσα συναισθήματα γέννησε μέσα του η συντομότατη επαφή μιας μέρας στη γενέτειρα ύστερα από τριάντα χρόνια βίαιης απομάκρυνσης.

Αρχίζοντας με μότο ένα απόσπασμα από «Τα ματωμένα χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, το βιβλίο αποτελείται από 37 μικρά κεφάλαια με κάποια εντύπωση του αφηγητή ή ένα στιγμιότυπο από την επίσκεψή του. Οπως προκύπτει από τους πέντε χάρτες που διακριτικά συνοδεύουν τα κείμενα, μέσα σε μια μέρα ο Χαριτωνίδης πραγματοποίησε μια μακρά διαδρομή, προσπαθώντας να χωρέσει στην ψυχή του όσο περισσότερα από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια φαινόταν σαν άπιαστο όνειρο: το να ξαναδεί στον τόπο του. Δεν αναφέρει τίποτα. Μπορούμε, ωστόσο, να φανταστούμε τον ίδιο και την παρέα του να μπαίνουν και να βγαίνουν αποφασιστικά, με σφιγμένα δόντια, από το αυτοκίνητο που καταπίνει αχόρταγα τα ατελείωτα χιλιόμετρα: Λευκωσία, Κερύνεια, Λάπηθος, Οκτωλιθάρι, Νέο Χωριό Κυθρέας, Λύση, Σαλαμίνα, παράκαμψη της Αμμοχώστου, Λεονάρισσο, Ριζοκάρπασο στην άκρη του μακρόστενου ποδιού της Καρπασίας. Το δημοτικό σχολείο, ο κινηματογράφος, η εκκλησία, το καφενείο, το πατρικό σπίτι, τα οικογενειακά κτήματα, το περιβόλι, όλα ίδια και διαφορετικά. Τα τοπία, τα δέντρα, τα λουλούδια, οι κάμποι, αναλλοίωτα. Ταυτόχρονα, όμως, η πικρή αποκαθήλωση των εθνικών συμβόλων, καθώς τις ελληνικές σημαιούλες στη σχολική αίθουσα αντικατέστησαν οι τουρκικές, σπίτια συγγενών υπό κατάρρευσιν, εκκλησιές μισογκρεμισμένες. Ενας ελληνικός ναός έχει μετατραπεί σε τζαμί. Καθώς η φωνή του χότζα ακούγεται, η ψηλόλιγνη Ελληνοκύπρια επισκέπτρια με τον παραδοσιακό τοπικό κεφαλόδεσμο και τα μαύρα στιβάλια υψώνει τα ξερακιανά της χέρια στον ουρανό: «Είνταλος τζιαι βαστάχνει το η καρκιά σου, Παναΐα μου» (πώς το βαστά η καρδιά σου, Παναγία μου!). Η επαφή με τους Τουρκοκύπριους συγχωριανούς ίδια με αυτήν που ξέραμε από τις άλλες Καταστροφές: ζεστή, φιλική, φιλόξενη. Ανοίγουν τα σπίτια τους στους παλαιούς ιδιοκτήτες τους, ρωτούν τα νέα των συγγενών τους. «Να έρκεστε να σας θωρούμεν» λένε.

Πίκρα. Η αίσθηση ενός ψαροκόκαλου που κάθισε στον λαιμό. Η οργή τόσο απέραντη όσο η θάλασσα και τα υπόγεια ρεύματα που δημιουργούν τον κυματισμό της. Η αίσθηση της συνολικής αδυναμίας μπροστά στην αδήριτη Ιστορία σαν το νερό της πηγής Αδρυκος, που ο αφηγητής μάταια προσπαθεί να κρατήσει μέσα στις σφιχτές χούφτες του. Στο μυαλό του σφυροκοπά η σαρκαστική φωνή του Τουρκοκύπριου ραδιοφωνικού εκφωνητή τη μέρα της εισβολής: «Η μάνα η δική μας ήρτε να μας βοηθήσει. Εσάς, ρε, η μάνα σας γιατί δεν ήρτε να σας σώσει;» Κάθε μικρό κειμενάκι είναι μια σταγόνα καυτού κεριού που πέφτει πάνω στο δέρμα και το καίει, μια πρόκα που μπήγεται μέσα στο μυαλό και το διαλύει. Η ελληνοτουρκική φιλία; Μοιάζει αδύνατη για εκείνους που κρύφτηκαν κάτω από ταφόπλακες για να γλιτώσουν απ’ την αγριότητα των εισβολέων και έχασαν κατόπιν τα πάντα. Κι ωστόσο. Στο τέλος παρατίθεται ένα διηγηματάκι με τίτλο «Το σουγιαδάκι» – εκτός αρίθμησης. Με την άρση των εμποδίων στη μετακίνηση, η κυπριακή κυβέρνηση αποφάσισε να νοσηλεύονται δωρεάν οι Τουρκοκύπριοι στα νοσοκομεία της ελεύθερης Κύπρου. Καθώς συνέρχεται από πρόσφατη εγχείρηση, ο ήρωας παρατηρεί τα προσωπικά είδη του Τουρκοκύπριου ασθενούς που κοιμάται δίπλα του ακόμα ναρκωμένος. Και δεν πιστεύει στα μάτια του, καθώς αναγνωρίζει το κοκάλινο σουγιαδάκι που του λήστεψαν μαζί με τον χρυσό του σταυρό όταν τον έπιασαν αιχμάλωτο το 1974. Παίρνοντας εξιτήριο μερικές μέρες αργότερα, κοντοστέκεται στο προσκέφαλο του Τουρκοκύπριου: «Περαστικά, Σιεφκέτ. Αντε να γένεις καλά, να βρεθεί η λύση, να αποσπαστούμε ‘που τούτον τον κακόν». «Ισσιαλλα!» ανταπαντά ο Σιεφκέτ.

Η αξία του βιβλίου βρίσκεται στην απολύτως λιτή γλώσσα του Γεώργιου Χαριτωνίδη. Ούτε μια λέξη λιγότερη ούτε μια λέξη παραπάνω διαγράφουν το περίγραμμα των πραγμάτων που αντικρίζει ο νοσταλγός επισκέπτης. Και τα αντικείμενα αυτά διαθέτουν την ικανότητα να μεταγγίζουν με τη σειρά τους την οξύτητα των συναισθημάτων, την απόλυτη συγκίνηση του αφηγητή. Ο Χαριτωνίδης πετυχε να μιλήσει, διότι χρησιμοποίησε τη γλώσσα των αισθήσεων (και όχι τη γλώσσα των λέξεων).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή