Αγγελος Βλάχος: «Εγώ δεν υπογράφω» έλεγε ώς το τέλος

Αγγελος Βλάχος: «Εγώ δεν υπογράφω» έλεγε ώς το τέλος

7' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Αγγελος Βλάχος (1915-2003) ήταν ο επίσημος εκπρόσωπος της Ελλάδος στη Λευκωσία την κρίσιμη δεκαετία του 1950, ενώ χειρίσθηκε το Κυπριακό για δύο δεκαετίες στη συνέχεια. Ανθρωπος με εμπάθειες, δεν χώνεψε ποτέ τον Μακάριο και διηγείτο συχνά τις εμπειρίες του από τις επαφές μαζί του. Ο Βλάχος έζησε τη γένεση του ένοπλου αγώνα κατά των Βρετανών, τη δύσκολη σχέση Καραμανλή – Μακαρίου και τη στάση του Μακαρίου κατά τις διαπραγματεύσεις για τις συμφωνίες Λονδίνου -Ζυρίχης.*

Η θέση του Μακαρίου για την ΕΟΚΑ

«Πήγα στην Κύπρο το ’56 τον Ιούλιο. Εγώ ήμουν αντίθετος προς τον ένοπλο αγώνα, όπως νομίζω ήταν αντίθετοι και πάρα πολλοί, μη εξαιρουμένου και του Μακαρίου, διότι ο ίδιος ο Μακάριος μου είπε ότι όταν του εξέθεσαν τα σχέδιά τους ο Γρίβας, οι δύο αδελφοί Λουιζίδη, και ο Αλέξης Κύρου, διπλωμάτης, ότι έπρεπε να γίνει ένοπλος αγών, δίσταζε πάρα πολύ, και στο τέλος τους είπε: «Συμφωνώ, αλλά υπό δύο όρους: τον έναν, να μην διαρκέσει παραπάνω από έξι μήνες, και τον άλλον, να μην υπάρξουν ανθρώπινα θύματα, δηλαδή θα περιοριστείτε σε δολιοφθορές.» Βέβαια, αυτά ήσαν ανόητα πράγματα, διότι άμα ξεκινάς ένα πράγμα, πώς θα μπορέσεις μετά να το ελέγξεις; Πώς θα το σταματήσεις; Και ο Γρίβας, όταν έφθασε στην Κύπρο, έκανε του κεφαλιού του. Νόμιζε ότι με τα μέσα τα οποία διέθετε, και με τους εγωισμούς που επέδειξαν μερικοί Κύπριοι, θα μπορούσε να κλονίσει τη θέση της Αγγλικής Αυτοκρατορίας, και να την διώξει. Λάθος μεγάλο.»

Οι σχέσεις του με την Αθήνα

«Το ΑΚΕΛ -το κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου- έθεσε μπρος την οργάνωση του δημοψηφίσματος, και τότε ο Μακάριος, ο οποίος δεν ήταν ακόμα αρχιεπίσκοπος, αλλά μητροπολίτης Κιτίου, έκανε ένα έξυπνο πράγμα -ίσως ένα από τα λίγα έξυπνα που έχει κάνει- τους το πήρε το δημοψήφισμα, και το έκανε η Εκκλησία, και η Εκκλησία μάζεψε υπογραφές, 98% του πληθυσμού. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί ο ευλογημένος. Δημιούργησαν δύο τόμους του δημοψηφίσματος, σε τρία αντίτυπα. Το πρώτο αντίτυπο έπρεπε να δοθεί στην Ελληνική κυβέρνηση, το δεύτερο στην Αγγλική, και το τρίτο να κατατεθεί στα Ηνωμένα Εθνη, και αυτήν την αποστολή την ανέλαβε ο μητροπολίτης Κυρήνειας, πατριώτης, όπως είναι όλοι εις την Κύπρο οι ιερωμένοι, και ο οποίος ήρθε εδώ με άλλους μερικούς της αντιπροσωπείας, και επέδωσε τους τόμους του δημοψηφίσματος στον Πλαστήρα, ο οποίος Πλαστήρας, εκείνη την εποχή, είχε πει στον Μακάριο, όταν μετά από λίγους μήνες έγινε αρχιεπίσκοπος: «Εγώ, παπά μου, με την Αγγλία δεν τα βάζω» – ορθά, κοφτά. Τα ίδια του είχε πει και ο Βενιζέλος, και η αντιπολίτευση τότε ήταν εντελώς αρνητική. Και τότε ο Μακάριος συγκέντρωσε δημοσιογράφους σε μία συνέντευξη Τύπου εις τη Μεγάλη Βρετανία, και εξηφράσθη με πάρα πολύ μεγάλη περιφρόνηση για τον πολιτικό κόσμο της Ελλάδος, και τότε κανείς από τους πολιτικούς δεν σηκώθηκε να πει ότι δεν αντιλαμβάνεται ο Μακάριος ότι αν είμαστε αρνητικοί, είναι ότι δεν θεωρούμε σκόπιμο αυτήν την στιγμή να ανεγείρουμε το Κυπριακό ζήτημα.»

Καραμανλής και Μακάριος

«Οταν ο Μακάριος ήταν εξόριστος, ο Καραμανλής ήξερε πολύ καλά ότι χωρίς τον Μακάριο δεν ήταν δυνατόν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις -κανείς στην Κύπρο δεν θα τολμούσε να το κάνει, όχι μόνον διότι η δημοφιλία του Μακαρίου ήταν απόλυτη, αλλά λόγω του Γρίβα, ο οποίος μόνον τον Μακάριο ανεγνώριζε ως εκπρόσωπο του ελληνικού λαού- και η πρώτη προσπάθεια ήταν να απελευθερωθεί ο Μακάριος, και τον απελευθερώσανε με χίλιους κόπους. Ενδεικτικό είναι ότι όταν ο Καραμανλής βρέθηκε στην Αμερική, η ομογένεια του οργάνωσε ένα γεύμα με τον Αϊζενχάουερ, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος, και καθίσανε πλάι πλάι, και κουβέντιαζαν με τον Καραμανλή, και ο Καραμανλής κάποια στιγμή του είπε: «Κ. πρόεδρε, σε λίγο θα συναντήσετε τον Μακμίλαν, πρωθυπουργό της Αγγλίας, στις Βερμούδες. Μπορείτε να του πείτε να απελευθερώσει τον Μακάριο από την εξορία;» Και ο Αϊζενχάουερ του λέει: «Πολύ ευχαρίστως, αλλά πέστε μου, πού είναι ο Μακάριος;» Και μου το έλεγε εμένα αυτό ο Καραμανλής αγανακτισμένος. Πώς δεν ήξερε ο Αϊζενχάουερ πού είναι ο Μακάριος; Και θυμάμαι του είπα τότε: «Πάλι καλά που ήξερε ποιος είναι ο Μακάριος, διότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν τόσα πολλά άλλα πράγματα στο νου τους, ώστε αυτό είναι μια μικρή λεπτομέρεια.» Δεν του άρεσε βέβαια η δική μου ερμηνεία, αλλά όταν ήρθε ο Μακάριος εδώ, τα πράγματα, αντί να απλοποιηθούν, μπλέχτηκαν. Μπλέχτηκαν κατά το εξής: ότι όσο έλειπε ο Μακάριος, οι Κύπριοι ακούγανε όσα έλεγα εγώ, και όσα έλεγε και η Ελληνική κυβέρνηση – δηλαδή, τι λέγαμε, τα ίδια πράγματα. Από τη στιγμή που ο Μακάριος ελευθερώθηκε, εγώ που ήμουν το πρώτο πρόσωπο στην Κύπρο μετά τον αρχιεπίσκοπο, όταν ήρθε ο αρχιεπίσκοπος, εξηφανίσθην, δεν ήμουν πια πρώτο πρόσωπο. Ούτε δεύτερο δεν ήμουν. Ηταν ο Μακάριος.»

Οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου

«Στη Ζυρίχη μείναμε πέντε μέρες, νομίζω. Είχαμε και δυσκολίες, ιδίως όσον αφορά τον αριθμό της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ. Εμείς θέλαμε όσο είναι δυνατόν λιγότερο αριθμό, και οι Τούρκοι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο, και το παράξενο είναι ότι ενώ εμείς λέγαμε ότι πρέπει να υπάρχουνε κοινοί δήμοι Ελλήνων και Τούρκων, ο Μακάριος είχε πει, και επέμενε, να υπάρχουν χωριστοί δήμοι. Και όταν υπογράψαμε με τους Τούρκους, το ίδιο βράδυ που φτάσαμε εδώ πέρα, φώναξε ο Καραμανλής τον Μακάριο εις την οδό Καρνεάδου 27, και εν όψεων πυκνού ακροατηρίου, δηλαδή Ροδοπούλου, Τσάτσου, Ζέπου, Μπήτσιος κι εγώ, Αβέρωφ, του τα διάβασε, και κράτησε αυτή η ανάγνωση τρία τέταρτα. Ο Μακάριος άκουγε και μετά του λέει: «Κ. πρόεδρε, μπορείτε να μου τα ξαναδιαβάσετε;» Και ο Καραμανλής του τα ξαναδιάβασε. Και τότε ο Μακάριος του λέει: «Κ. πρόεδρε, σας ευγνωμονώ για όλο αυτό το έργο που κάνατε, και θα ήθελα να ευχαριστήσω την κυβέρνηση, με ένα ανακοινωθέν.» Ο Καραμανλής του λέει: «Βεβαίως, μακαριότατε.» «Έχει κανένα μέρος να πάω να γράψω το ανακοινωθέν;» Λέει: «Περάστε στο γραφείο της Αμαλίας,», της γυναίκας του. Και τον ακολούθησα εκεί πέρα -παράκλησή του «να έρθει κι ο κ. Βλάχος να με βοηθήσει»- και καθίσαμε, και έγραψε ο Μακάριος, και κάθε τόσο με ρωτούσε αν πήγαινε κάποια λέξη, και γράφει ένα ανακοινωθέν εις το οποίον εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στην ελληνική κυβέρνηση.Το δίνουμε αυτό το ανακοινωθέν στον -δεν θυμάμαι ποιος ήτανε υπουργός τότε- και την επομένη το πρωί, όλος ο Τύπος είχε αυτό το ανακοινωθέν. Στις οκτώ το πρωί μου τηλεφωνάει ο Μακάριος, και μου λέει: «Κ. Βλάχο, παρακαλώ ελάτε στη «Μεγάλη Βρετανία» αμέσως.» «Τι διάολο», λέω, «με θέλει;» Πάω στη «Μεγάλη Βρετανία» και μου λέει: «Τα σκέφτηκα τα πράγματα τη νύχτα. Δεν μπορώ να υπογράψω αυτό το…» Λέω: «Μα, μακαριότατε, τώρα οι εφημερίδες όλες έχουν το ανακοινωθέν σας. Πώς γίνεται;», Λέει: «Είναι αδύνατον. Πέστε το στον πρόεδρο. Δεν μπορώ.» Και πήρα τα πόδια μου, και πήγα στην Καρνεάδου, και συλλογιζόμουνα, αν ήσαν άλλοι καιροί, αν ήταν ο χαλίφης που με είχε στείλει, ασφαλώς θα μου είχε πάρει το κεφάλι. Ο Καραμανλής δεν οργίστηκε, περιέργως -ήταν οργίλος ο Καραμανλής- και μου λέει: «Φέρ’ τον εδώ.» Και τον ξαναφέρνει τον Μακάριο, και πάλι φωνάζει διαφόρους άλλους, για να έχει και μάρτυρες, και τα ξαναλέει, και τότε ο Μακάριος λέει στον Καραμανλή: «Θα έρθω στο Λονδίνο, αλλά εις το περιθώριο της διασκέψεως, μπορώ να διαπραγματευθώ με τον Ντενκτάς μερικά πράγματα;» Και ο Καραμανλής του είπε: «Στο περιθώριο κάντε ό,τι θέλετε. Στη διάσκεψη, όμως, θα υπογράψετε.» Και φύγαμε με αυτά τα συμφωνηθέντα, και, στη διάσκεψη, ο Μακάριος έκανε τα δικά του. Ως την τελευταία στιγμή έλεγε: «Εγώ δεν υπογράφω,» και έλεγε αγγλιστί: «If it is now, it is no» – «αν είναι τώρα, είναι όχι», και στο τέλος υπέγραψε. Το βράδυ της υπογραφής παραθέσαμε εμείς δεξίωση εις το ξενοδοχείο που μέναμε, προς τιμήν της κυπριακής αντιπροσωπείας – είχαν έρθει σαράντα άνθρωποι- και ήμασταν σε μια γωνιά ο Καραμανλής, ο Σεφεριάδης, ο Αβέρωφ, ο Δελιβάνης και κάτι άλλοι, και έξαφνα μπαίνει ο Μακάριος, ο οποίος κατευθύνεται αμέσως προς τον Καραμανλή και του λέει – τα ακούσαμε όλοι: «Κ. πρόεδρε, φανταστήκατε ποτέ ότι δεν θα υπέγραφα;» Και του λέει ο Καραμανλής: «Τότε, γιατί όλα αυτά;’ «Ε, είχα τους λόγους μου.» Οι λόγοι του ποιοι ήσαν; Ησαν ότι θα μπορούσε να λέει αργότερα ότι «πιέστηκα τόσο πολύ, ώστε αναγκάστηκα να το υπογράψω.» Το πρωί της τελευταίας μέρας, ο Καραμανλής μας φωνάζει, τον Μπήτσιο κι εμένα, και μας λέει: «Πηγαίνετε να βρείτε τον Μακάριο, και πιέστε τον, όσο γίνεται, για να υπογράψει.» Επτά το πρωί, επτάμισι, πήγαμε στο Ντόρτσεστερ Χάους, και βρήκαμε τον αρχιεπίσκοπο, με τον οποίον ήσαν και παίρνανε το πρωινό τους, ο πνευματικός του πατήρ, ο ηγούμενος της μονής του Κύκκου, ένας σεβάσμιος γέρων, και ο Ανθιμος, μητροπολίτης Κιτίου, και αρχίσαμε εμείς να του λέμε και να του λέμε. Ο Μακάριος ήταν άσπρος από την αϋπνία. «Δεν μπορώ να υπογράψω, δεν μπορώ να υπογράψω,» και κάποια στιγμή ακούγεται η βαριά η φωνή του ηγουμένου Κιτίου, ο οποίος του λέει: «Τότε, τέκνον μου, παραιτήσου.» Κι εκείνη τη στιγμή πάγωσε ο Μακάριος, που ο πνευματικός του πατέρας να του λέει να παραιτηθεί; Αυτή, εκείνη τη στιγμή ήταν ειλικρινής ο Μακάριος; Ηταν μέρος του παιχνιδιού; Γιατί δεν μας μίλησε στο αυτί: «Ακούστε, εγώ θα προσποιηθώ αυτά κι αυτά, αλλά στο τέλος θα υπογράψω»; Και ‘μεις να του πούμε: «Καλά μακαριότατε, εμείς θα εξακολουθούμε να σας πιέζουμε, αν θέλετε να παίξουμε το παιχνίδι.»»

Η μεταστροφή του Βλάχου το καλοκαίρι του 1974

«Εγώ, ο οποίος γύριζα και έλεγα ότι «ο Μακάριος μου έχει ψήσει το ψάρι στα χείλια, εντούτοις είναι ο μόνος ο οποίος είναι εγγύηση για το καθεστώς της Κύπρου. Αν τον χάσουμε αυτόν, χάνουμε την Κύπρο. Λοιπόν, τι να κάνουμε; Κακός, στραβός κι ανάποδος, αλλά πρέπει να τον υποστηρίξουμε.» Διότι ο Μακάριος έχει κάνει απίθανα πράγματα στη ζωή του. Ας μην τα λέμε τώρα αυτά.»

* Αποσπάσματα από συνέντευξη του Αγγελου Βλάχου στον Αλέξη Παπαχελά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή