Αγγελος, ο φίλος του στρατηγού Μλάντιτς

Αγγελος, ο φίλος του στρατηγού Μλάντιτς

10' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

– Πες μας πού κρύβεται ο στρατηγός γιατί αλλιώς θα σαπίσεις στη φυλακή.

– Δεν έχω ιδέα, αλλά και να ήξερα δεν θα σας το έλεγα.

– Θα σε καθαρίσουμε, θα σου βάλουμε εκατό χρόνια φυλακή.

– Βάλτε μου διακόσια, δεν με νοιάζει…

Σ’ ένα υγρό και σκοτεινό μπουντρούμι των φυλακών της Σρέμσκα Μιτρόβιτσα στη Βοϊβοντίνα, κατασκευασμένων από τη Μαρία Θηρεσία την περίοδο της Αυστροουγγαρίας, Σέρβοι αξιωματικοί των μυστικών υπηρεσιών, ανακρίνουν έναν Ελληνα. Υποπτεύονται ότι είναι δραστήριο μέλος του δικτύου που κρύβει τον καταζητούμενο για εγκλήματα πολέμου Ράτκο Μλάντιτς και προσπαθούν με όλα τα μέσα να τον κάνουν να σπάσει. Πέφτουν, όμως, πάνω σε σκληρό καρύδι. Μολονότι τον έχουν εννιά ολόκληρους μήνες «κάτω από τη γη», χωρίς εντάλματα και άλλα τέτοια, δεν του παίρνουν κουβέντα.

Δεν γνωρίζει πραγματικά ή δεν μιλάει; Οι ανακριτές του εμφανίζονται βέβαιοι για τις στενές σχέσεις του με τον στρατηγό. Ο «δικός μας» πολέμησε στον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο, υπό τις άμεσες διαταγές του καταζητούμενου πολέμαρχου, ως επίλεκτο στέλεχος των ειδικών δυνάμεων των Σερβοβόσνιων αλλά και στο Ζαΐρ ως μισθοφόρος, «δούλεψε» για τον διαβόητο Αρκάν και τον καπετάν Ντράγκαν στη σερβοκροατική συγκρουση και μετά τον πόλεμο και για πολύ καιρό έπινε -σχεδόν καθημερινά- καφέ με τον Μλάντιτς, στο κέντρο του Βελιγραδίου.

Τα γνωρίζουν όλα αυτά οι σερβικές αρχές. Του λένε ότι έχουν και φωτογραφίες που τον εμφανίζουν σε καφετέριες της γιουγκοσλαβικής τότε πρωτεύουσας, παρέα με τον στρατηγό και άλλους συμπολεμιστές του. Τίποτα αυτός. «Ε, ωραία, και τι έγινε, έχω χρόνια να τον δω, δεν γνωρίζω τι απέγινε», απαντά.

Ο σκληροτράχηλος Αγγελος από τη Θεσσαλονίκη ή Αντζέλκο Τοντόροβιτς, όπως αναγράφεται στην ταυτότητα με την οποία τον είχε εφοδιάσει ο φίλος του στρατηγός όταν τον ενέταξε στις επίλεκτες δυνάμεις του στη Βοσνία, δεν είναι εύκολη -για τους διώκτες του Μλάντιτς- περίπτωση. Θαυμάζει τον στρατηγό, τον οποίο θεωρεί «πολύ καλό άνθρωπο, νοικοκύρη και ικανότατο αξιωματικό», πολέμησε υπό τις διαταγές του «για το καλό του σερβικού λαού» και δεν θα μπορούσε να τον προδώσει «ακόμα και αν ήξερε».

Επί πέντε χρόνια σέρνουν στα κρατητήρια της ασφάλειας του Βελιγραδίου και στις φυλακές τον «τρελό Ελληνα», όπως τον αποκαλούσαν οι Σέρβοι συμπολεμιστές του λόγω των παράτολμων ενεργειών του στις μάχες, και την τελευταία φορά έμεινε μέσα εννιά μήνες, τους περισσότερους από τους οποίους στην απομόνωση. Είδαν και απόειδαν οι Σέρβοι, τον αποφυλάκισαν στις 13 Νοεμβρίου και η αστυνομία τους τον μετέφερε «σηκωτό» στα σύνορα με τα Σκόπια, απ’ όπου τον έδιωξε στην Ελλάδα.

«Ηταν φορές μέσα στη φυλακή που έλεγα στο εαυτό μου: γι’ αυτούς τους ανθρώπους πολέμησες ρε;», λέει στην «Κ» αφηγούμενος την περιπέτειά του.

Κράτησε το στόμα του κλειστό ή πράγματι έχασε και αυτά τα ίχνη του ινδάλματός του, από τότε που άρχισε το ανελέητο κυνηγητό της Κάρλα Ντελ Πόντε για το «κεφάλι» του υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενου από το δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα πολέμου στη Γιουγκοσλαβία; Μόνο ο ίδιος μπορεί να το απαντήσει, όταν «ησυχάσουν» τα πράγματα και το «θέμα Μλάντιτς» κλείσει.

Ενας Γκρέκο πολεμάει στο όνομα της Σερβίας

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: τον Αύγουστο του 1993 φεύγει από τη Θεσσαλονίκη για την εμπόλεμη Γιουγκολαβία μια αποστολή της εκκλησίας με τρόφιμα, φάρμακα και είδη ρουχισμού, της οποίας ηγείται ένας ιερέας, ο παπα – Γιάννης. Προορισμός της η αποσχισθείσα από την Κροατία Κράινα, όπου όμως μαίνονταν οι συγκρούσεις Σέρβων και Κροατών. Ανάμεσα στα μέλη της και ένας 28χρονος τον οποίο κάλεσε ο ιερέας για να βοηθήσει «σε περίπτωση που συμβεί κάτι». Γεροδεμένος και ευκίνητος καθώς ήταν, θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος σε κάποια δύσκολη στιγμή.

Οταν η ανθρωπιστική βοήθεια έφτασε στο Κνιν και παραδόθηκε στους Σέρβους, ο νεαρός δήλωσε στον ιερέα ότι αποφάσισε να μείνει για λίγο καιρό για να «γνωρίσει την κατάσταση» και του ζήτησε «ευλογία», την οποία και έλαβε.

«Μια μέρα ήρθε ένας Σέρβος και μου λέει: Γκρέκο τι κάνεις εδώ, θες να πολεμήσεις; Δεν ήξερα από πόλεμο, ούτε ήμουν ειδικά εκπαιδευμένος, μια και στο στρατό είχα υπηρετήσει ως απλό μέλος πληρώματος σε άρμα. Ομως μέσα μου ήθελα να συμμετέχω σε αυτήν την διαδικασία. Είχα επηρεαστεί και από τις περιπέτειες των ράμπο που βλέπαμε στην τηλεόραση, τους πολέμους του Βιετνάμ, συμπαθούσα τους Σέρβους, μιλούσα και αγγλικά και έτσι είπα το ναι». Εντάχθηκε αμέσως στους παραστρατιωτικούς «κόκκινους μπερέδες» του Ντράγκαν Βασίλεβιτς, γνωστού ως «καπετάν Ντράγκαν», που εκτίει ποινή φυλάκισης για εγκλήματα πολέμου στη Χάγη, αλλά μόλις έκανε την εμφάνισή του ο διαβόητος Αρκάν με τους «Τίγρεις» του μετακόμισε στις επίλεκτες δυνάμεις του. Ηθελε πραγματική δράση.

«Με τον Αρκάν κάναμε πολλές αποστολές εναντίον των Κροατών, έχοντας και την υποστήριξη του γιουγκοσλαβικού στρατού. Γρήγορα όμως είδα πράγματα που δεν μου άρεσαν καθόλου. Πολλοί από τους άντρες του ήταν κλέφτες και λωποδύτες. Αλλοι πάλι, από τις ομάδες υποστήριξης, επιδίδονταν σε πλιάτσικο. Εμείς, οι «καθαρόαιμοι», πολεμούσαμε μπροστά, και αυτοί πίσω έκλεβαν και βίαζαν. Αυτό δεν το ανεχόμουν και μαζί με άλλους τέσσερις Σέρβους εγκαταλείψαμε τους «Τίγρεις» και φύγαμε για Βοσνία».

Υστερα από σύντομη περιπλάνηση στους «Λύκους» του Σβόρνικ, τους «Πάνθηρες» της Μπιέλινα, έφτασε στο Σεράγεβο, όπου εντάχθηκε στους παραστρατιωτικούς Σέρβους Τσέτνικ.

«Τρελάθηκα όταν τους είδα. Ηταν βρώμικοι και τρισάθλιοι, μονίμως μεθυσμένοι, σε αντίθεση μ’ εμάς που είμασταν κουρεμένοι με καθαρές στολές και ξυρισμένοι. Παρόλα αυτά, πολέμησα τέσσερις μήνες μαζί τους, δεν τους άντεξα άλλο και πέρασα στους «Ασπρους Λύκους» του Σεράγεβο».

Η φήμη του ως δεινού πολεμιστή, διέτρεξε γρήγορα τα χαρακώματα των Σερβοβόσνιων και έφτασε στ’ αυτιά του στρατηγού Μλάντιτς που ένα πρωί έστειλε έμπιστούς του να του φέρουν τον «τρελό Ελληνα» στο Πάλε. ««Τι κάνεις εσύ εδώ πέρα;» με ρώτησε και του απάντησα ότι πολεμάω στο όνομα της Σερβίας».

Οπως λέει, ο Μλάντιτς του ανέθεσε τον ρόλο του εκπαιδευτή στην υπό συγκρότηση ομάδα καταδρομών του σερβοβοσνιακού στρατού από την οποία προέκυψε η «μοίρα ειδικών αποστολών» υπό την άμεση διοίκηση του στρατηγού.

Ο αιματηρός πόλεμος έχει εισέλθει στην τελική του φάση, στο παρασκήνιο προετοιμάζεται το Ντέιτον και οι αντίπαλοι εντείνουν τις προσπάθειες στα πεδία των μαχών για την κατάληψη και εκκαθάριση περισσότερων εδαφών ώστε να διαπραγματευτούν από πλεονεκτικότερες θέσεις.

Ο «τρελός Ελληνας» βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή. Πεπεισμένος για τα δίκαια των Σέρβων και διψώντας για δράση παίρνει μέρος με τους κομάντος του Μλάντιτς σε φονικότατες μάχες στην Τούζλα, το Γκόραζντε, την Μπάνια Λούκα, την Σρεμπρένιτσα, όπου υποστηρίζει ότι -μαζί με την ομάδα του- ήταν οι πρώτοι που μπήκαν μετά την πτώση της, ενώ άλλοι Ελληνες «εισήλθαν αργότερα για επίδειξη», στο Μπίχατς, τη Ζέπα, την Κράινα τον Αύγουστο του ’95 κατά την επιχείρηση «Καταιγίδα», και σε πολλά άλλα σημεία της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης.

Βελιγράδι και μετά Ζαΐρ

Ο πόλεμος όμως τέλειωσε και ο «καθαρόαιμος μαχητής» επιστρέφει στο Βελιγράδι όπου τριγυρίζει άφραγκος αφού, όπως υποστηρίζει, ο μισθός του στο στρατό ήταν εκατόν εβδομήντα δηνάρια τον μήνα και μισούσε το πλιάτσικο και τις λεηλασίες που αποτελούν συνήθη πρακτική σε πολέμους σαν και αυτόν της Γιουγκοσλαβίας.

Περιφέρεται για λίγο καιρό στα στέκια των απόμαχων και των αναπήρων του εμφυλίου και τον Δεκέμβριο του 1996, ανοίγεται γι’ αυτόν ένα «καλό παράθυρο» στην τύχη: τον στρατολογούν ένας Γάλλος και ένας Ζαϊρινός αξιωματικός για να πολεμήσει ως μισθοφόρος στο πλευρό του Σεσέκο Μομπούτου στο Κογκό. Δέχεται τη δελεαστική πρόταση χωρίς δεύτερη κουβέντα και φεύγει μαζί με άλλους 130 εμπειροπόλεμους Σέρβους για τα βάθη της Αφρικής.

«Εκεί πήγα για τα λεφτά, μισθοφόρος κανονικός. Στη Βοσνία όμως πήγα εθελοντής υπέρ του σερβικού λαού, για 170 δηνάρια».

Πολεμάει στις ζούγκλες επί τέσσερις μήνες, κερδίζει «μερικές χιλιάδες δολάρια» και επιστρέφοντας στο Βελιγράδι καταφεύγει στον παλιό του φίλο Αρκάν για δουλειά.

Είναι η εποχή κατά την οποία ο Ζέλικο Ραζνιάτοβιτς, δαφνοστεφανωμένος από τα «κατορθώματά του» στα πεδία των μαχών -δεν είχαν γίνει ευρέως γνωστά ακόμη τα εγκλήματά του- και το φιλανθρωπικό του έργο υπέρ των φτωχών και των άνεργων πρώην πολεμιστών, κυριαρχεί στον υπόκοσμο του Βελιγραδίου.

Η σύγκρουσή του με το σύστημα Μιλόσεβιτς δεν είχε αρχίσει, ούτε είχε εμφανιστεί η Ντελ Πόντε και έτσι ο «αγέρωχος πολέμαρχος», έβγαζε λόγους στο κοινοβούλιο όπου ηγείτο νόμιμου πολιτικού κόμματος και έκοβε βόλτες άνετα στην κεντρική λεωφόρο Κρέσνα Μιχαΐλοφσκα. Ο φιλεύσπλαχνος Αρκάν δεν ξέχασε τον «Γκρέκο» και του εξασφαλίζει μια θέση πορτιέρη στην «Κόλαση», ένα από τα αναρίθμητα νυχτερινά του κέντρα, στο κέντρο του Βελιγραδίου.

Η ζωή του Αντζέλκο Τοντόροβιτς έδειχνε να παίρνει φυσιολογικό ρυθμό, παντρεύτηκε κιόλας και απέκτησε παιδί. Με τους παλιούς συμπολεμιστές του όμως και πάνω απ’ όλα με τον άνθρωπο που είχε ως στρατιωτικό ίνδαλμα και «πρότυπο νοικοκύρη» δεν ξέκοψε. Βλέπονταν συχνά, προτού αρχίσει το κυνηγητό. Διατήρησαν την «καλή φιλία» που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους στον πόλεμο, έπιναν τα πρωινά καφέ στο ξενοδοχείο «Ματζέστικ», συζητούσαν για τα περασμένα.

Από το 2000 και μετά, όμως, τα φίδια άρχισαν να ζώνουν τον Μλάντιτς, που αισθανόταν να σχηματίζεται γύρω του κλοιός. Ο Μιλόσεβιτς, με τον οποίο δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις, τον είχε εγκαταλείψει πλήρως, οι αποκαλύψεις για τα όσα φοβερά και τρομερά έγιναν στον πόλεμο διαδέχονταν η μια την άλλη και ακουμπούσαν και τον ίδιο, οι φήμες ότι οσονούπω οι συμπατριώτες του θα τον συλλάβουν για να τον δώσουν στη Χάγη κυκλοφορούσαν παντού και ο στρατηγός άρχισε να αραιώνει τις δημόσιες εμφανίσεις του.

«Είχε δώσει εντολή στους δικούς του να μην έρχονται σε επαφή μαζί του γιατί φοβόταν ότι μπορεί κάποιος από αυτούς να τον δολοφονήσει. Τον φρουρούσαν εμπειροπόλεμοι άντρες των ειδικών δυνάμεων των Σερβοβοσνίων, ορκισμένοι σ’ αυτόν, και δεν πήγαινε πουθενά χωρίς αυτούς».

Αρχίζουν οι ανακρίσεις

Με την εξαφάνιση του Μλάντιτς και τις ασφυκτικές πιέσεις των Δυτικών για τη σύλληψή του, οι επίσημες σερβικές αρχές άρχισαν να ανακρίνουν τους πιστούς του φίλους, μεταξύ των οποίων και ο δικός μας Αγγελος ή ο δικός τους Αντζέλκο Τοντόροβιτς. Τον Μάρτιο του 2002 τον οδήγησαν για «φιλική συζήτηση» στην ασφάλεια του Βελιγραδίου και ακολούθησαν και άλλες προσαγωγές. Το μοτίβο πάντα το ίδιο: πού κρύβεται ο στρατηγός, ποιους έχει δίπλα του, κ.λπ.

Στην αρχή πίστεψε ότι ήταν μια απλή ταλαιπωρία που θα περάσει και έτσι φάνηκε. Δύο χρόνια μετά, όμως, τα πράγματα αγρίεψαν. Η σερβική αστυνομία εγκατέλειψε τις «διακριτικές» οχλήσεις και μεταχειρίστηκε τον «Γκρέκο» ωσάν να ήταν κρίκος στην αλυσίδα που θα την οδηγούσε στη σύλληψη του Μλάντιτς. Αντρες της με πολιτικά έκαναν «ντου» μια μέρα στο καφέ Τσάπλιν του Βελιγραδίου και χωρίς δεύτερη κουβέντα τον έσυραν στην ασφάλεια, όπου άρχισε η σκληρή ανάκριση, αλλά και πάλι τον άφησαν ύστερα από ένα μήνα βάζοντάς του ποινή φυλάκισης ενός χρόνου, την οποία θα εξέτιε στο σπίτι του με τον όρο να παρουσιάζεται συχνά στο τοπικό αστυνομικό τμήμα.

Και ενώ πίστευε ότι τα βάσανά του είχαν τελειώσει, την 1η Δεκεμβρίου του 2006 τον συνέλαβαν και πάλι και αυτή τη φορά τον έστειλαν στα κρατητήρια των φοβερών φυλακών της Μιτρόβιτσα στη Βοϊβοντίνα.

«Επαθα πλάκα. Ηταν υγρά και σκοτεινά. Επί ένα μήνα η γυναίκα μου δεν ήξερε πού ήμουν ούτε μου επέτρεπαν να επικοινωνήσω μαζί της. Το ίδιο βιολί. Φοβέρες, εκβιασμοί και καλοπιάσματα του τύπου ότι αν μας δώσεις πληροφορίες θα πάρεις τόσα χρήματα και θα ζήσεις πλούσιος. Δεν έγινε τίποτα. Τελικά, στις 13 Νοεμβρίου του 2007, μ’ έβγαλαν και με έστειλαν πίσω πακέτο».

«Κάπου κρυμμένος και να περιμένει το τέλος του»

Ο Αγγελος είχε λίγες μόνο μέρες που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη όταν συναντηθήκαμε και μου διηγήθηκε την περιπέτειά του. Εδειχνε ειλικρινής, αλλά ένας άνθρωπος που δοκιμάστηκε σε τόσο δύσκολες συνθήκες μπορεί πολύ εύκολα να κρύψει τα συναισθήματά του και βεβαίως την αλήθεια.

– Λες ότι δεν ξέρεις πού βρίσκεται ο στρατηγός. Δεν αναρωτήθηκες τι μπορεί να απέγινε;

– Πολλές φορές. Κυκλοφορούν διάφορα σενάρια όπως ξέρεις. Το βέβαιο είναι ότι ο Μλάντιτς είναι σοβαρά άρρωστος. Είχε σάκχαρο, έπινε πάρα πολύ, τελευταία είχε αδυνατίσει, είχε αφήσει γένεια και μακριά μαλλιά. Ηταν χάλια.

– Πώς το ξέρεις αυτό;

– Τον είχα δει το 2001. Είχε γίνει τότε μεγάλο μπέρδεμα. Ηθελε να πάει στο μνήμα της κόρης του, αλλά το είχαν κυκλώσει ασφαλίτες. Του την είχαν στήσει. Εμείς κάναμε έναν κύκλο γύρω από αυτούς. Τελικά, πήγε τρεις μέρες μετά και κατέθεσε λουλούδια, εμείς καθαρίσαμε το μνήμα. Απο τότε έχω να τον δω. Είχε το μαύρο του το χάλι. Αλλα σενάρια λένε ότι αυτοκτόνησε, άλλα ότι βρίσκεται στη Ρωσία και κάποιο ότι κρύβεται στο Βελιγράδι.

– Θα μπορούσε να συμβαίνει το τελευταίο;

– Ναι, να είναι κάπου κρυμμένος και να περιμένει το τέλος του. Στο κέντρο της πόλης, πάντως, σίγουρα όχι.

– Και ποιοι μπορεί να τον προστατεύουν;

– Παλιοί συνάδελφοί του αξιωματικοί και συμπολεμιστές. Εκείνοι που υπηρέτησαν τότε μαζί του στο όνομα του σερβικού λαού. Τον κρύβει σήμερα ο ένας εδώ, αύριο του δίνει κρησφύγετο κάποιος άλλος αλλού, τον βοηθάνε οικονομικά πολύ οι Σέρβοι του εξωτερικού. Οι Σέρβοι της διασποράς βοηθούν όλους τους καταζητούμενους από τη Χάγη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή