Αφηγησεις: Ο καθηγητής που εμπιστεύθηκε ο Ανδρέας

Αφηγησεις: Ο καθηγητής που εμπιστεύθηκε ο Ανδρέας

8' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ανδρέας Παπανδρέου έδιωξε στις 25/11/87 τον Κώστα Σημίτη από το υπουργείο της πλατείας Συντάγματος, αλλά τα προβλήματα της οικονομίας παρέμειναν εκεί, άλυτα, οξυμένα και επείγοντα. Ταυτόχρονα οι αιμορροούσες κοινωνικές πληγές δημιουργούσαν μείζον πολιτικό θέμα γιατί διακύβευαν τη λαϊκή βάση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Πράγματι το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του Σημίτη είχε οικοδομηθεί στη βάση της σκληρής εισοδηματικής πολιτικής, η οποία, όπως σημειώσαμε την προηγούμενη εβδομάδα, μείωσε τις πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων στο ιστορικά υψηλό ποσοστό του 13%. Επρόκειτο για έναν κοινωνικό σεισμό που είχε να τον ζήσει η Ελλάδα από τα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Δημ. Χαλικιάς, που είχε διαφωνήσει με ορισμένα από τα μέτρα της δέσμης του σταθεροποιητικού, όπως η υποτίμηση της δραχμής κ.λπ., είπε κάποια μέρα το καλοκαίρι του ’87 στον έναν εκ των δύο αρχιτεκτόνων του προγράμματος, στον καθηγητή του LSE κ. Γιάννη Σπράο: «Επιτέλους στην Ελλάδα έχουμε κοινοβουλευτικό πολίτευμα και δεν επιτρέπεται να αγνοούμε τις κοινωνικές αντιδράσεις. Πώς θα συνεχίσετε στο επόμενο διάστημα αυτούς τους ακρωτηριασμούς στα εισοδήματα; Ατάραχος και με βρετανικό φλέγμα ο αποκαλούμενος από τους διαγραφέντες συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ φον Σπράου απάντησε: «Αν χρειαστεί θα πάμε σε μειώσεις των πραγματικών αποδοχών έως και 20%».

Οι εκλογές του ’89

Ολοι αυτοί όμως λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Ανδρέας ήδη δυσανασχετούσε γι’ αυτήν τη θατσερική πολιτική και έχοντας μπροστά του τις εκλογές του ’89 αποφάσισε ότι χρειάζεται ένα νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα συνδυάζει τη σταθεροποίηση με την ανάπτυξη και τη βελτίωση των εισοδημάτων, ιδιαίτερα των χαμηλόμισθων. Ποιος όμως θα εφάρμοζε αυτήν την πολιτική, ποιος θα έπαιρνε τη θέση του Σημίτη; Ο Κουτσόγιωργας επέμενε να αναλάβει το Εθνικής Οικονομίας ο τότε υπουργός Οικονομικών κ. Δημ. Τσοβόλας, αλλά σκόνταψε στον Αντώνη Λιβάνη, που έβαλε τις φωνές λέγοντας: «Επιτέλους, δεν θα καταστρέψουμε την οικονομία!» «Ποιον προτείνεις τότε;», ρωτά ο Ανδρέας και ο Λιβάνης του λέγει: «Να βάλεις τον Τάκη τον Ρουμελιώτη που ξέρει και το Εθνικής Οικονομίας και σαν υπουργός Εμπορίου εδώ και ένα χρόνο απεδείχθη άριστος».

Ο Παπανδρέου, που γνώριζε από τη δεκαετία του ’70 τον Ρουμελιώτη και είχε εκτιμήσει τη συμβολή του στη διαμόρφωση του προεκλογικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ, συμφώνησε αμέσως με τον Λιβάνη και ο Ρουμελιώτης έγινε στο τέλος του Νοεμβρίου του ’87, ο τέταρτος υπουργός Εθνικής Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ. Επωμίσθηκε τη βαριά αποστολή να συνταιριάξει τις οικονομικές προτεραιότητες με τις πολιτικές σκοπιμότητες εν όψει των εκλογών. Από την άλλη πλευρά είχε την ατυχία στον ενάμιση χρόνο που έμεινε στην πλατεία Συντάγματος να συμβούν δύο γεγονότα καταλυτικά για τις πολιτικές εξελίξεις. Πρώτον, η αιφνίδια ασθένεια του Ανδρέα τον Αύγουστο του ’88, η εγχείρηση στο Χέρφιλντ, και ο δυνατός κλονισμός της υγείας του που άφηναν ακέφαλη κατά διαστήματα την κυβέρνηση και δεύτερον το σκάνδαλο Κοσκωτά που ξέσπασε τον Ιούλιο του ’88, το οποίο απαξίωσε ηθικά την κυβέρνηση. Η αξιωματική αντιπολίτευση με ηγέτη τον Κων. Μητσοτάκη κατήγγειλε καθημερινά για διαφθορά τον Ανδρέα, ενώ ορισμένα εκδοτικά συγκροτήματα, εκδικούμενα για την περιφρόνηση με την οποία τα αντιμετώπιζε πάντα ο Ανδρέας, ξεκίνησαν έναν πόλεμο λάσπης που ρύπανε ανεπανόρθωτα την πολιτική ζωή.

Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, ο κ. Παναγιώτης Ρουμελιώτης, είχε λοιπόν μπροστά του ένα δύσκολο δρόμο, γεμάτο παγίδες. Παρά ταύτα τα κατάφερε! Τον έσωσαν τελικά πρώτον, η οικονομική του μόρφωση, δεύτερον, η μεγάλη του πείρα, αφού είχε θητεύσει σαν υφυπουργός στο Εθνικής Οικονομίας και με τον Λάζαρη, και με τον Αρσένη και με τον Σημίτη και, τρίτον, η ανεπιφύλακτη στήριξη από τον Ανδρέα. Οντως, μετά την αποπομπή του Σημίτη, ο Ανδρέας δεν είχε αυταπάτες, καθώς είχε συνειδητοποιήσει ότι η κοινή γνώμη θεωρούσε πλέον αυτόν ως υπεύθυνο για την πορεία της οικονομίας. Πήρε, λοιπόν, ο Ανδρέας πάνω του όλη την οικονομική πολιτική και έβαλε έναν υπουργό που εμπιστευόταν απολύτως, με τον οποίο συνεργάζονταν στενά και τον κάλυπτε έναντι των άλλων υπουργών από κάθε υπονόμευση. Τον Σεπτέμβριο του ’88 ο Ανδρέας άρρωστος δεν μπορούσε να πάει στη ΔΕΘ για να εκφωνήσει την παραδοσιακή ομιλία προς τις παραγωγικές τάξεις με την οποία, ως γνωστόν, δινόταν το στίγμα πορείας της οικονομίας. Ούτε τον λόγο του δεν μπορούσε να συντάξει. Ο Ρουμελιώτης πάει τότε στο Λαγονήσι, όπου αναρρώνει, του δείχνει τη δική του ομιλία που θα έκανε σαν υπουργός Εθνικής Οικονομίας και του λέει: «Πρόεδρε, άλλαξε, πρόσθεσε ό,τι θέλεις κι εγώ θα τη διαβάσω σαν δική σου για να έχει και μεγαλύτερη απήχηση». Και ο αδύναμος Ανδρέας απάντησε: «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ!». Να σημειώσω εδώ ότι και προηγούμενα, όταν ο Ανδρέας ήταν στο Χέρφιλντ, ο Γεννηματάς και ο Ρουμελιώτης είχαν κλείσει ραντεβού για να τον δουν και να τον ενημερώσουν, αλλά ο Κουτσόγιωργας, που τότε σαν υπουργός Προεδρίας διηύθυνε όλη την κυβέρνηση γιατί ήταν αντιπρόεδρος, κατάφερε να ματαιώσει τη συνάντηση.

Τα περιθώρια, πάντως, που είχε σαν υπουργός Εθνικής Οικονομίας ο κ. Παν. Ρουμελιώτης, να κρατήσει την οικονομία μέχρι τις εκλογές σε σταθεροποιητική ρότα, απαλύνοντας τις αγριότητες από την εισοδηματική πολιτική Σημίτη, ήταν ασφυκτικά και γίνονταν ακόμη πιο απελπιστικά, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι ο προϋπολογισμός του 1988 ήδη είχε ψηφισθεί από τη Βουλή και η εισοδηματική πολιτική με τη βελτιωμένη εκδοχή του Ανδρέα εφαρμοζόταν. Και όμως, όπως θα δείξουν τα στοιχεία για το ’88 και το ’89, ο Ρουμελιώτης απεδείχθη μια επιτυχής επιλογή του Ανδρέα.

Αποτίμηση

Η πρώτη κίνηση του νέου υπουργού ήταν να ζητήσει από το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (που παρέμεινε με τη σύνθεση που το είχε ο Σημίτης), μια έκθεση για την αποτίμηση των αποτελεσμάτων του διετούς σταθεροποιητικού προγράμματος και μια πρόβλεψη για τις αναμενόμενες εξελίξεις του ’88. Το Συμβούλιο (Γ. Σπράος, Κ. Γεωργουτσάκος, Ν. Γκαργκάνας, Λ. Παπαδήμος, Γ. Παπανικολάου, Ηρ. Πολεμαρχάκης και Θ. Σκούρας), για το οποίο μέχρι τώρα περηφανεύεται ο κ. Γκαργκάνας λέγοντάς μου ότι συγκέντρωνε τα καλύτερα μυαλά της Ελλάδος(!), συνήλθε στις 2 Δεκεμβρίου 1987 και στη μυστική έκθεση που υπέβαλε και την οποία την έμαθα αργότερα, για μεν τα αποτελέσματα του 1987 γράφει τα εξής:

«Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, το ΑΕΠ σε αγοραίες τιμές θα παραμείνει στο ίδιο επίπεδο περίπου με το 1986». Σημειώνω ότι και το ’86 ήταν χαμηλότερο εκείνου του ’85, δηλαδή αντί για ανάπτυξη είχε προκληθεί ύφεση στην οικονομία.

«Ο δείκτης τιμών καταναλωτή θα συγκρατηθεί μέχρι το τέλος του ’87 στο 16% περίπου, έναντι αυξήσεως 16,9% το 1986». Δηλαδή μηδενική πρόοδος στην καταπολέμηση του πληθωρισμού.

«Οι καθαρές δανειακές ανάγκες του δημοσίου τομέα θα διαμορφωθούν στο 13,5% περίπου έναντι στόχου 10% του ΑΕΠ». Σημειώνω ότι η αποτυχία της προσπάθειας δημοσιονομικής εξυγίανσης ερμηνεύεται και σαν αποτέλεσμα της αντιφατικής πολιτικής που ασκούνταν από το ΥΠΕΘΟ και το υπουργείο Οικονομικών όπου τις αποφάσεις τις έπαιρνε ο Δημ. Τσοβόλας.

«Για ολόκληρο το 1987 η τραπεζική χρηματοδότηση του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα θα περιορισθεί σε αυξήσεις 8,5% και 15,5% έναντι στόχων του νομισματικού προγράμματος 11% και 11,2% αντιστοίχως».

«Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτιμάται ότι θα περιορισθεί στα 1.200 εκατ. δολ. έναντι στόχου 1.250 και έναντι ελλείμματος ύψους 1.770 εκατ. δολ. το 1986. Η θεαματική αυτή βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που επιτεύχθηκε, παρά τη σημαντική υποτίμηση του δολαρίου έναντι των κυριοτέρων νομισμάτων, εκπορεύεται βασικά από το ισοζύγιο αδήλων, ενώ μόνο περιορισμένη πρόοδος σημειώθηκε στο εμπορικό ισοζύγιο χωρίς καύσιμα. Στο αποτέλεσμα αυτό συνέτεινε η προοδευτική αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης στην αγορά. Συνέπεια αυτής της βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος είναι και το σταμάτημα της αιμορραγίας κεφαλαίων προς το εξωτερικό και αντίθετα, η προοδευτική επάνοδος κεφαλαίων που παρέμειναν στο εξωτερικό λόγω αβεβαιοτήτων για την πορεία της οικονομίας. Οπερ σημαίνει ότι παρά τη σκληρή εισοδηματική πολιτική και την υποτίμηση της δραχμής η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας δεν βελτιώθηκε.

Με βάση λοιπόν τις ομολογίες αυτές των στελεχών του Σημίτη προκύπτει με σαφήνεια ότι το διετές πρόγραμμα σταθεροποίησης απέτρεψε την επικείμενη συναλλαγματική κατάρρευση (το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε από το 8% του ΑΕΠ το 1985 περίπου στο 2% το 1987) και βελτίωσε όντως το επιχειρηματικό κλίμα, αφού όπως γράφει και ο κ. Ν. Γκαργκάνας: «Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν έντονα το 1986 και το 1987 και η κερδοφορία των επιχειρήσεων αυξήθηκε για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια». Ομως, το τίμημα αυτών των θετικών εξελίξεων υπήρξε βαρύ και πληρώθηκε κυριολεκτικά με το αίμα των εργαζομένων. Σημειωτέον ότι ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά, οι απώλειες αυτής της διετίας δεν έχουν αναπληρωθεί και σε πραγματικούς όρους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΓΣΕΕ, οι σημερινοί μισθοί κινούνται στα επίπεδα του 1984 και η ανισοκατανομή στο ΑΕΠ συνεχίζεται. Το σταθεροποιητικό πρόγραμμα λοιπόν του Σημίτη εξάντλησε όλη την επιρροή του στην αποτροπή της συναλλαγματικής κρίσης και στην άνοδο των επιχειρηματικών κερδών, αφήνοντας άθικτες όλες τις παθογένειες της οικονομίας και αμετάβλητη τη δομή της.

Οι προβλέψεις

Τώρα, όσον αφορά τις προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων για το 1988, ο Ρουμελιώτης πρέπει να ανατρίχιασε διαβάζοντας το καταστροφολογικό τους σενάριο. Διότι στην έκθεσή τους γράφουν: «Μια πρώτη αξιολόγηση για το 1988, καταδεικνύει ότι η οικονομική πολιτική του 1988 είναι ασυνεπής με τον στόχο της περαιτέρω σταθεροποίησης της οικονομίας. Οι δανειακές ανάγκες του Δημοσίου θα διευρυνθούν, ο πληθωρισμός θα αυξηθεί, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα χειροτερεύσει και η οικονομία θα απολέσει την ανταγωνιστικότητα που κατακτήθηκε με τις θυσίες των εργαζομένων τα δύο τελευταία χρόνια. Μια διατάραξη του ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος που έχει διαμορφωθεί θα κάνει την κατάσταση ακόμη δυσκολότερη».

Ευτυχώς για τη χώρα και τους πολίτες της η καταστροφή που προέβλεπαν «τα καλύτερα μυαλά της Ελλάδος(!)» δεν επήλθε. Το ΑΕΠ αυξήθηκε 3,1% το 1988 και 2,6% το 1989 φέρνοντας την ανάκαμψη από την ύφεση, ο πληθωρισμός έπεσε στο 14,5%, τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων αυξήθηκαν κατά 3% και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών συγκρατήθηκε στα 1.400 εκατ. δολ. Ο Ρουμελιώτης, όπως γράφουμε και στην αρχή, έχοντας τις δεσμεύσεις του προϋπολογισμού που εκτελούσε ο κ. Δημ. Τσοβόλας και της πιο άνετης εισοδηματικής πολιτικής που είχε εξαγγείλει ο Ανδρέας, επένδυσε βασικά στη διατήρηση του ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος και έπεισε τις παραγωγικές τάξεις για την πρόθεση της κυβέρνησης να εφαρμόσει μια αναπτυξιακή πολιτική με φορέα την ιδιωτική πρωτοβουλία. Τα πιο σημαντικά μέτρα που πήρε προς την κατεύθυνση αυτή ήσαν η μείωση κατά 50% στη φορολογία για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και η μείωση επίσης κατά 50%, για τη δημιουργία αποθεματικών προς επένδυση. Αλλά όλα αυτά μέσα στο εφιαλτικό σκηνικό της ασθένειας του Ανδρέα και της εκτράχυνσης της πολιτικής αντιπαράθεσης, με το «βρώμικο ’89» επί θύραις, δεν αρκούσαν πλέον!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή