Και οι εξυπνότεροι υπολογιστές δεν μπορούν να «μιλήσουν»

Και οι εξυπνότεροι υπολογιστές δεν μπορούν να «μιλήσουν»

4' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη δεκαετία του ’90, ο διευθυντής του Εργαστηρίου υπολογιστών και ίσως ο μεγαλύτερος Γκουρού των Νέων τεχνολογιών, Μιχάλης Δερτούζος προέβλεψε στο βιβλίο του «Τι Μέλλει γενέσθαι» ότι θα μπορούσαμε ήδη από τη δεκαετία που διανύουμε να επικοινωνήσουμε με τους υπολογιστές μας χρησιμοποιώντας φυσική γλώσσα. Ο Δερτούζος θεωρούσε πως ήταν κρίσιμη η ανάπτυξη της γλωσσικής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης για την ολοκλήρωση της Ψηφιακής αγοράς, όπου θα μπορούσαμε να μεταφέρουμε ένα μεγάλο κομμάτι των δραστηριοτήτων μας, από την εκπαίδευση ώς την οικονομία αλλά ακόμα και ένα κομμάτι των καθημερινών μας σχέσεων. Εν έτει 2008, οι απόψεις του Δερτούζου εξακολουθούν να εμπνέουν τις έρευνες των επιστημόνων σε όλο τον κόσμο αλλά η πρόβλεψη του δεν βγήκε αληθινή.

Ενας άλλος από τους μεγάλους των Νέων τεχνολογιών, ο Tim Berners Lee, έχει εδώ και μερικά χρόνια προτείνει πως η επόμενη επανάσταση θα είναι ο σημασιολογικός ιστός όπου οι υπολογιστές θα επικοινωνούν με γλωσσικά νοήματα, όπως οι άνθρωποι γλιτώνοντάς μας από ένα μεγάλο κομμάτι των καθημερινών μας συναλλαγών. Μερικές από τις πρώτες εφαρμογές αυτών των τεχνολογιών βρίσκει κανείς σε ηλεκτρονικά καταστήματα όπως το Amazon, όπου το βιβλιοπωλείο μαθαίνει από τις προτιμήσεις των πελατών του και τους προτείνει τίτλους βιβλίων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις εφαρμόστηκαν στην Βρετανία προγράμματα διάγνωσης απλών ασθενειών.

Η γλώσσα έχει αποδειχθεί ως σήμερα μια φοβερά πολύπλοκη υπόθεση για να την καταλάβουν οι «έξυπνοι» υπολογιστές μας. Η επιστήμη της τεχνητής νοημοσύνης η οποία είναι κομμάτι των Γνωσιακών επιστημών πέρασε μεγάλη κρίση κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, όμως τώρα χάρη στο Internet από την μια και την παρέμβασή της στα πεδία της Ψυχολογίας και της Φιλοσοφίας από την άλλη δημιουργεί ξανά την αισιοδοξία ότι ίσως η μέρα που θα δούμε μηχανές να σκέφτονται ή να επικοινωνούν μαζί μας με φυσικό τρόπο, δεν είναι πολύ μακριά.

Η Βασιλική Μπούκη είναι καθηγήτρια Τεχνητής Νοημοσύνης στο Πανεπιστήμιο του Wesminster της Βρετανίας ασχολείται εδώ και είκοσι χρόνια με την ανάλυση της γλώσσας και τη μεταφορά της σε συμβολικό κώδικα που να καταλαβαίνουν οι υπολογιστές ώστε να μπορέσουν μια μέρα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους αλλά και μαζί μας με φυσικό τρόπο. «Ξεκίνησα προσπαθώντας να συντάξω μια σημασιολογική γραμματική, όπου θα μπορούσαμε να αποδώσουμε το νόημα και όχι τη δομή μιας πρότασης για ερωτήσεις που ζητούν εξηγήσεις. Να καταλάβουν και να απαντήσουν οι υπολογιστές, δηλαδή, στο «γιατί» έγινε κάτι», λέει. Για να καταλάβει πως δουλεύει ο μηχανισμός έπρεπε να ανατρέξει στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μαθαίνουν. «Πρόκειται για το δεύτερο στάδιο στη διαδικασία της μάθησης. Πρώτα προσλαμβάνουμε τις νέες πληροφορίες και μετά τις ενώνουμε με τις πληροφορίες που ήδη κατέχουμε. Προκύπτουν συγκρούσεις, όμως, ανάμεσα σε αυτά που γνωρίζουμε και αυτά που μαθαίνουμε και τότε ρωτάμε γιατί. Ο απώτερος σκοπός αυτών των ερευνών είναι η εφαρμογή τους σε υπολογιστικά προγράμματα εκπαιδευτικών συστημάτων», εξηγεί η ίδια. Μαζί με τους συναδέλφους της στο Westminster έφτιαξε το Prosperus ένα πρόγραμμα που προσπαθεί ακριβώς να αναλύσει φυσικές ερωτήσεις και προς το παρόν εφαρμόζεται πειραματικά εντός του Πανεπιστημίου, ο απώτερος σκοπός του όμως είναι να εφαρμοστεί στην εκπαίδευση και το Ιnternet.

Δύο οι αιτίες

«Το πρόβλημα είναι ότι η μεταφορά της φυσικής γλώσσας σε σύμβολα δεν μπορεί να γίνει εύκολα για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι η φυσική γλώσσα έχει αμφισημία. Ρωτάμε διαφορετικά νοήματα με τις ίδιες λέξεις και προτάσεις. Το άλλο είναι πως η ανθρώπινη εμπειρία είναι πολύ πιο ευρεία από την προκαθορισμένη γνώση που πρέπει να δώσουμε στο μηχάνημα. Αν με ρωτήσετε τι ώρα είναι και σας απαντήσω πως ο ταχυδρόμος δεν ήρθε ακόμα, θα καταλάβετε περίπου τι ώρα είναι. Φαντάζει άσχετο όμως σε μια βάση δεδομένων ώστε να το καταλάβει μια μηχανή».

Το 2006, η Βασιλική Μπούκη και ο συνάδελφός της Α. Πρωτοψάλτης πήραν το βραβείο του καλύτερου επιστημονικού άρθρου στο συνέδριο ED MEDIA περιγράφοντας πως το υπερκείμενο στο Internet (hypertext) αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε και προτείνει ένα νέο γνωστικό μοντέλο για τον τρόπο ανάγνωσης στο Διαδίκτυο. Βασική ιδέα των ερευνητών ήταν πως το διάβασμα στην οθόνη είναι πιο επιφανειακό, όμως ταυτόχρονα πιο παραγωγικό στην αναζήτηση και τον εντοπισμό πληροφοριών. Η Β. Μπούκη προσπαθεί τώρα να εφαρμόσει τις γνώσεις της από την τεχνητή νοημοσύνη σε προγράμματα που θα εφαρμοστούν στην εκπαίδευση και το Internet. «Σίγουρα η τεχνολογία δεν μας βοηθάει μόνο να καταλάβουμε τους πολύπλοκους μηχανισμούς της γλώσσας, αλλά αλλάζει και τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε. Τα επόμενα χρόνια θα καταλάβουμε πολύ καλύτερα τους μηχανισμούς της, όμως θα αλλάξουμε και συμπεριφορά.» Είναι καλύτερο αυτό ή χειρότερο άραγε; «Είναι απλώς διαφορετικό», απαντά η ίδια.

Ποια είναι

Η Βασιλική Μπούκη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Εκανε μεταπτυχιακά στις «Γνωσιακές Επιστήμες» (Cognitive Science) στο Πανεπιστήμιο του Essex όπου και ολοκλήρωσε τη διδακτορική διατριβή της με θέμα Προγράμματα επικοινωνίας σε φυσική γλώσσα για διδακτικούς σκοπούς, το 1995. Είναι καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Westminster του Λονδίνου. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν: ανάλυση φυσικής γλώσσας, χρήση υπολογιστών στην εκπαίδευση, επίδραση της τεχνολογίας στις γνωστικές διαδικασίες. Ζει στο Λονδίνο, αλλά φροντίζει να περνάει αρκετό καιρό στην Αθήνα. Πιστεύει ότι οι υπολογιστές είναι το μέλλον, αλλά ότι τελικά δεν θα μιλήσουν ποτέ οποιαδήποτε «φυσική γλώσσα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή