Προσωπα

5' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα μυθιστορήματά του μαρτυρούν μια σκέψη ήδη επεξεργασμένη θεατρικά. Οι κινήσεις, η συμπεριφορά, το μακιγιάζ, τα ντεκόρ, τα τεχνάσματα, όλα τα στοιχεία στα μυθιστορήματά του κατά τη δεκαετία του ’40 έχουν τη μορφή σεναρίου, εκτελούνται με τη βαρύτητα τελετουργικού, σκηνοθετούνται πληθωρικά και δραματοποιούνται με τη βοήθεια θεατρικών ανατροπών. Οι ήρωες του Ζαν Ζενέ μοιάζουν σαν να κινούνται στο θεατρικό σανίδι. Ο Νοτρ-Νταμ, η Ντιβίν και ο Σεκ βγαίνουν από το καμπαρέ, μεθυσμένοι, ευτυχισμένοι, μασκαρεμένοι και σουλατσάρουν στους δρόμους σαν φτιασιδωμένοι θεατρίνοι. Ο Αρκαμόν έχει τη δύναμη ενός τραγικού ηθοποιού και η φυλακή Μετρέ είναι ένας θεατρικός χώρος, όπου το περίπλοκο τελετουργικό της νυχτερινής κατάκλυσης διεκπεραιώνεται μέσα σ’ ένα ντεκόρ που στήνεται και μετά ξηλώνεται. Η βραδινή προσευχή, όπου το «Αμήν» ακούγεται σαν «Αμάν», γίνεται τελετουργική παρωδία. Ο κόσμος του Μετρέ -η αγροτική φυλακή ανηλίκων, της οποίας ο Ζενέ υπήρξε τρόφιμος- έχει τα χαρακτηριστικά των φυλακών, του θεάτρου και του ονείρου…

Το 1942, σε ηλικία 32 ετών, ο Ζαν Ζενέ (γιος μιας πόρνης κι ενός εργάτη), περπατώντας στον Σηκουάνα συναντά τον Ζαν Τιρλέ και τον Ρολάν Λάουντενμπαχ. Μερικούς μήνες αργότερα αυτοί οι δύο τον φέρνουν σε επαφή με τον πνευματικό καθοδηγητή τους Ζαν Κοκτώ, στον οποίον ο Ζενέ δίνει δύο δοκίμιά του, το «Καταδικασμένος σε θάνατο» και το «Παναγία των Λουλουδιών», ένα εμπρηστικό μυθιστόρημα που έγραψε στο κελί του. Ο Κοκτώ θαμπώνεται από το «θαύμα», όπως αποκαλεί τη δουλειά του ομοφυλόφιλου Ζενέ, πλέκει το εγκώμιό του στους φίλους του, τον Βαλερί, τον Ελιάρ, την Κολέτ, τον Πολάν και παράλληλα τον βοηθάει να εκδώσει την «Παναγία των Λουλουδιών». Το 1943, κατά τη διάρκεια της δωδέκατης δίκης του (ο Ζενέ μπαινόβγαινε στις φυλακές συχνά, έχοντας εκδηλώσει παραβατική συμπεριφορά από παιδί), ο Κοκτώ εμφανίζεται ως μάρτυρας υπεράσπισης του «μεγαλύτερου συγγραφέα της εποχής». Ο Κοκτώ, ομοφυλόφιλος και ο ίδιος, θεωρείται φίλος των Γερμανών και μέγας θαυμαστής του Αρνό Μπρέκερ, του αγαπημένου γλύπτη του Χίτλερ. Φαίνεται δε ότι επηρέασε τον Ζενέ στη φιλοναζιστική θέση που υιοθέτησε για κάποιο διάστημα της ζωής του. Ο Ζενέ, λοιπόν, μπήκε στον κόσμο της λογοτεχνίας υπό την προστασία των δωσίλογων και κατά καιρούς φλέρταρε με τον τίτλο του αναρχικού της Δεξιάς.

Το βιβλίο του ιστορικού Ιαν Γιάμπλονκα «Ζαν Ζεν: οι Ανομολόγητες Αλήθειες» (εκδόσεις Καστανιώτη) -απ’ όπου και τα παραπάνω στοιχεία- επιδιώκει να ερμηνεύσει το θαυμασμό του Ζενέ προς τον Χίτλερ. Και παράλληλα να δικαιολογήσει πώς αυτός ο «αλητάκος», ο «αχρείος», ο «παλιοκλέφτης» κατάφερε να γοητεύσει τον Κοκτώ, τον Σαρτρ και τον Ντεριντά, κατάφερε να περιφέρεται στη Μονμάρτρη με μεταξωτές γραβάτες και από αιρετικός οπαδός των ναζιστών να γίνει σύμβολο αντίστασης κατά της αδικίας και των κατατρεγμένων του κόσμου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, παρασυρμένος από τον έρωτα του Αμπντάλα, ενός σχοινοβάτη, ο οποίος αυτοκτονεί («Σχοινοβάτης», τίτλος βιβλίου του Ζενέ), αλλά και τον Μάη του ’68 πασχίζει να συμπαρασταθεί στους Παλαιστίνιους, αναμειγνύεται με τους Λιβανέζους, ερωτεύεται τη Λαράς -παραλία του Μαρόκου- λατρεύει τον Φουκώ και στηρίζει τους εθνικιστές της Αλγερίας.

Πολλοί πιστεύουν ότι ο αγαπημένος φίλος του Ζαν Πολ Σαρτρ, ο οποίος κάποια στιγμή είπε ότι ο Ζαν Ζενέ πέθανε… ο Αγιος Ζενέ μου ζήτησε να εκφωνήσω τον επικήδειο λόγο του – δεν ήταν πολιτικοποιημένος και ότι τα μυθιστορήματά του δεν ήταν πολιτικά. Το κλίμα αυτό το είχε διαμορφώσει ο ίδιος. Είχε αρνηθεί ότι οι «Δούλες», οι «Νέγροι», τα «Παραβάν» ήταν έργα στρατευμένα. Ο ιστορικός Ιαν Γιάμπλονκα σημειώνει ότι τα μυθιστορήματά του όχι μόνον είναι σε βάθος πολιτικά, αλλά αντανακλούν την ομολογημένη έλξη του για τον ιταλικό φασισμό και τον ναζισμό. Για να πειστεί κανείς, αρκεί να ρίξει μια ματιά τις «Επιτάφιες Σπονδές» (1944), όπου ανά τριάντα σελίδες υπάρχει μια απολογία των SS, του Χίτλερ, της Εθνοφρουράς… Και διερωτάται ο ιστορικός συγγραφέας: Μέχρι ποιο σημείο ο λογοτεχνικός κόσμος του Ζενέ αντιστοιχεί στη ναζιστική κοσμοθεωρία; Ισως η έλξη του Ζενέ για τον ναζισμό προέρχεται από την απόλυτη ταύτιση με τους ηττημένους, εκτός αν πρόκειται για ερωτική παρόρμηση προς τον υποτιθέμενο ανδρισμό των ναζί. «Τα τάγματα των ξανθών πολεμιστών που μας γ… με την ησυχία τους στις 14 Ιουνίου 1940», ή «οι πιλότοι των Στούκας που βομβάρδισαν τη Γαλλία σπέρνοντας το θάνατο με το χαμόγελο» είναι για τον Ζενέ σεξουαλικά ινδάλματα αλλά και τιμωροί. Την ίδια εποχή ο Ζενέ δηλώνει πανευτυχής που ο γαλλικός στρατός κατατροπώθηκε από έναν Αυστριακό δεκανέα. «Ενιωσα δικαιωμένος, αλλά δεν είμαι ο αυτουργός της εκδίκησης. Αλλοι πήραν τη θέση μου, αλλά τέλος πάντων η γαλλική κοινωνία δέχτηκε ένα γερό χτύπημα και δεν μπορούσα παρά να αγαπήσω αυτόν που έδωσε αυτό το γερό χαστούκι» (Ζενέ, συνομιλία με τον Υμπέρ Φίχτε). Για τον Ζενέ, γράφει ο Γιάμπλονκα, οι ναζιστές είναι οι τιμωροί της αδικίας, επειδή καταδιώκουν εκείνους που τον βασάνισαν από παιδί. Ανθρωπο του μίσους τον περιγράφουν, κάτι που μάλλον απουσιάζει από τους αναγνωρισμένους συγγραφείς της αστικής τάξης, και δεν είναι τυχαίο ότι το θέατρο για τον Ζενέ υπάρχει για να δείξει στο κοινό το θέαμα της διαφθοράς των ανθρώπων που αποτελούνται «καθωσπρέπει».

Ο Ζενέ οφείλει ένα μεγάλο κομμάτι της φήμης του στον Κοκτώ. Ομως απογειώθηκε με τη βοήθεια του Ζαν Πολ Σαρτρ στη δεκαετία του ’50, ο οποίος μαζί με τον Πικάσσο έπεισαν τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας να δώσει χάρη στον θανατοποινίτη Ζεν. Ο Σαρτρ γράφει σειρά άρθρων για τον Ζενέ στους «Σύγχρονους Καιρούς». «Ο Αγιος Ζενέ κωμωδός και μάρτυρας» εκδίδεται το 1952, όχι ως ξεχωριστό δοκίμιο, αλλά εν είδει προλόγου στα άπαντα του Ζενέ που είχε εκδώσει ο οίκος Gallimard ένα χρόνο νωρίτερα. Ο τίτλος του βιβλίου είναι δανεισμένος από τον Ροτρού, συγγραφέα μιας τραγωδίας βασισμένης στο μαρτύριο του αγίου Ζενέ, Ρωμαίου ηθοποιού του 4ου αιώνα που υπέστη βασανιστήρια με διαταγή του Διοκλητιανού. Λένε ότι ακριβώς αυτό το δοκίμιο ήταν που έκανε τον Ζενέ να περάσει από τη σκανδαλώδη ανωνυμία στη σκανδαλώδη δημοσιότητα. Ετών, τότε, 41.

Τον Ιούλιο του 1947, ο Σαρτρ προτείνει τις «Δούλες» για το βραβείο Πλειάδες, με τον Πολάν, την Μποβουάρ, τον Μαλρό και τον Μπλανσό στην κριτική επιτροπή. Ο Κοκτώ ζηλεύει αφάνταστα και αργότερα, όταν ο Ζενέ καθηλώνεται για μια οκταετία στη μη γραφή, τα ρίχνει και στους δύο. «Εσύ και ο Σαρτρ με μεταμορφώσατε σε άγαλμα. Ο Σαρτρ με ξεγύμνωσε στον Αγιο Ζενέ χωρίς συγκαταβατικότητα».

Θυμώνει συχνά ο Ζενέ. Κι όταν θυμώνει, λέει ότι τα θεατρικά του έργα είναι αστεϊσμοί, καλαμπούρια και πλάκες. Και φαίνεται ότι εισακούστηκε στη συνέχεια, γιατί τα θεατρικά του έργα σχολιάζονται πάντα κατά τον ίδιο τρόπο, τον τρόπο της ψευδαίσθησης, του προσποιητού, του μη απόλυτα πραγματικού και με τους ίδιους χαρακτηρισμούς – γιορτή, θέαμα, παραμύθι, μασκαράτα, μύθος, παιγνίδι, ζαβολιά, παρωδία… Η ζωή και ο κόσμος στο θέατρο του Ζενέ δεν είναι παρά εικόνες κολλημένες στο παραβάν, χρωματιστές αυταπάτες, κι αυτός σαν άλλος Μπέκετ, ένας άρχων του τελετουργικού της Ματαιοδοξίας και του Κενού… Για τον ίδιο όμως, το θέατρο είναι μια έξοδος κινδύνου, την οποία έσκαψε για να ξεφύγει από ένα αδιέξοδο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή