Η ποίηση σαν άσκηση κριτικής

Η ποίηση σαν άσκηση κριτικής

6' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο έργο του ο Θωμάς Γκόρπας, που πέθανε πέντε χρόνια πριν, Πρωταπριλιά του 2003, μιλάει αρκετά συχνά για την ποίηση και για τους ποιητές. Και μιλάει με την οικεία του ευθύτητα, που γίνεται πια σφραγίδα του όταν εξελίσσεται σε αντισυμβατική δριμύτητα. Παρότι είναι μακρότατη η παράδοση της ενδολογοτεχνικής συνομιλίας, που ενίοτε παίρνει τον τόνο του σκώμματος και της ειρωνικής αντιδικίας, δεν είναι πια ιδιαίτερα συνηθισμένο να μιλούν οι ποιητές για ομοτέχνους τους, και μάλιστα στους ίδιους τους στίχους τους, αναφέροντάς τους με το όνομά τους και κρίνοντάς τους.

Με τη στάση του αυτή, στάση ελέγχου και αμφισβήτησης, εκδηλωμένη, όσο με αφορά εδώ, στην ποίησή του και όχι στις αρέσκειες ή απαρέκειες που εξομολογήθηκε σε συνεντεύξεις του, ο Γκόρπας βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον Κώστα Καρυωτάκη, αν θυμηθούμε ειδικά το ποίημά του «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον» για τον Μιλτιάδη Μαλακάση με την «περιποιημένη φάτσα και την υπεροπτική γκριμάτσα», παρά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, που όπως ξέρουμε από την «Οκτάνα» και τα ποιήματα «Του αιγάγρου», «Οι Μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι άγιοι» και «Οταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες», επιλέγει το αλληλέγγυο υμνητικό ύφος και αινεί τον «Μουσηγέτη Διονύσιο Σολωμό», τον «πρωτόκλητο και πρωτοψάλτη Ανδρέα Κάλβο», τον «Αρχάγγελο Σικελιανό», τις «φλεγόμενες βάτους Νίκο Εγγονόπουλο και Νικήτα Ράντο», τον Καρυωτάκη σαν «άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά» και άλλους, Ελληνες και ξένους. Ξέρουμε βέβαια την υποσημείωση του Καρυωτάκη πως «οι στίχοι απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο», μολαταύτα η ποιητική του χειρονομία διατηρεί το κριτικό νόημά της.

Κοντά στον Κατσαρό

Αν χρησιμοποιήσουμε ως κριτήριο την κατονομασία ή την πλάγια υποδήλωση των αναφερόμενων ποιητών, τότε ο Γκόρπας βρίσκεται πιο κοντά στον Μιχάλη Κατσαρό, αν λάβουμε ιδιαίτερα υπόψη μας το ποίημα του Κατσαρού «Μπαλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι» του 1958 (όπου ως ποιητές που «κλειστήκανε στο σπήλαιό τους / δε βγαίνουν / φοβούνται / δεν παραδίδουν τίποτα» κατονομάζονται ο Παπαδίτσας, ο Σαχτούρης, ο Αναγνωστάκης, ο Δούκαρης, ο Φωκάς, ο Καρούζος, η Βακαλό, ο Λίκος), παρά στον Μανόλη Αναγνωστάκη που το σκώμμα του εκδηλώνεται σαν σκέμμα, σαν κατασταλαγμένο διανόημα, παρά σαν οξύ αίσθημα, και γι’ αυτό επιλέγει να φωτογραφίσει και όχι να καταδηλώσει. Ας μνημονεύσουμε εδώ τους στίχους του Αναγνωστάκη «Φτάνει πια με τη γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας» (όπου υποδηλώνεται ο Ελύτης, που «την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους», όπως γράφει ο Εμπειρίκος, διαβάζοντας διαφορετικά το ίδιο πάνω-κάτω γεγονός) και «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε ο Ποιητής / Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά τα ωραία γραφεία τις ωραίες εκκλησιές. / H Ελλάς των Ελλήνων», όπου το φάσμα του Σεφέρη είναι σαφέστατο.

Αλλά πόσο κοντά μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται ο Γκόρπας στον Κατσαρό όταν ο Μεσολογγίτης ποιητής, στο κείμενό του «Το πατάρι», επιφυλάσσει στον εκ Κυπαρισσίας δημιουργό της συλλογής «Μεσολόγγι» το βέλος της φράσης «Ο προφήτης από δεύτερο χέρι Μιχάλης Κατσαρός»; Στο προσωπικό μου «εικονοστάσι», για να το πω σχηματικά, ο Κατσαρός τού «Κατά Σαδδουκαίων», ένας αυτοαναλωθείς πρωτοπόρος, είναι πολύ σπουδαιότερος και πολυτιμότερος από έναν «προφήτη από δεύτερο χέρι». Η απόφανση, λοιπόν, του Γκόρπα, ο αφορισμός του, πρέπει να μετρηθεί, με γνώμονα πάντοτε το οξύ και απερίφραστο ιδίωμά του, σαν πιθανότατα αναμενόμενος έλεγχος ενός αμφισβητία ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς από έναν επίσης αμφισβητία της αμέσως επόμενης γενιάς· ο αιρετικός επιλέγει ενίοτε να γίνει εριστικός. Μπορεί ο Κατσαρός να γράφει το 1953 «Κανένας πια δεν έμεινε ποιητής» και ο Γκόρπας να τονίζει το 1966, σχεδόν στον οικείο του τόνο του ρεμπέτικου, «κι οι ποιητές λιγόστεψαν αμάν πόσο λιγόστεψαν», ο πρώτος όμως εξακολουθεί να πιστεύει πως «υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη» και να θεωρεί τον ποιητικό εαυτό του «φλογερό πρίγκιπα-μάγο» και «δαυλό», εμπιστευόμενος την ποίηση και τη μεταμορφωτική της ικανότητα, ενώ ο δεύτερος αυτοτοποθετείται «πέραν της ποιήσεως» και γράφει: «Και βεβαίως η Ποίησις πια δε με εκφράζει / η Ποίησις σαν τη γυναίκα που πιο πολύ σ’ αγάπησε κι εσύ / τη διώχνεις δε με εκφράζει καν η ελπίδα για την επόμενη μέρα».

Αν η πρώτη μεταπολεμική γενιά χαρακτηρίστηκε γενιά της ήττας, η δεύτερη, γενιά της στάχτης όπως βλέπουμε στο έργο πολλών εταίρων της, είναι μια γενιά που αρνείται την ελπίδα, είτε επιλέγει χαμηλούς τόνους για να δηλώσει την ιδεολογικής καταγωγής αποκαρδίωσή της είτε προτιμά επιθετικότερα σχήματα, γκρεμίζοντας και κάποιους από τους λογοτεχνικούς πατέρες μαζί με τους πολιτικούς.

Προσωπικός κανόνας

Από τις ευάριθμες αφιερώσεις ποιημάτων του Γκόρπα σε ομοτέχνους του (στον Μάριο Χάκκα, στον Τάκη Σινόπουλο, στον Δημήτρη Χριστοδούλου, στον Ανδρέα Εμπειρίκο, στον Νίκο Καρούζο, στον Μίμη Λιμπεράκη και στον Ζακ Πρεβέρ) μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη, έστω εν σπέρματι, ενός προσωπικού, αισθηματικού λογοτεχνικού κανόνα. Από την άλλη, οι στιχουργημένες βολές του για ορισμένους «κεκυρωμένους» του ελληνικού λογοτεχνικού κανόνα, μας επιτρέπουν να διακρίνουμε με ποιους «πατέρες» αντιπάλεψε στην προσωπική του διαδρομή, ποιους εννόησε ως δασκάλους ή συνοδοιπόρους του, κι όχι μόνο για καθαρά ποιητικούς λόγους, και με ποιους έκρινε ότι όφειλε να λύσει τους λογαριασμούς του.

Ανατρέχοντας λοιπόν στην ίδια τη γέννηση της νεοελληνικής ποίησης και στους Ζακύνθιους πατριάρχες της, ο Γκόρπας, στο «Περί ποιητικής παραδόσεως» ποίημά του, και παρότι Μεσολογγίτης, δηλώνει ευθέως την προτίμησή του: «Εγώ αγαπώ τον Κάλβο εσύ το Σολωμό / μας χωρίζει μια αλλαγή βλέμματος / ή μια άβυσσος;» Μιαν απάντηση στο ερώτημα αυτό μάς τη δίνει το κατοπινό ποίημα «Περί ποιήσεως πάλι», που θα μπορούσε να θεωρηθεί και συνοπτικό λογοτεχνικό «πιστεύω» του Γκόρπα: «Δημοτικό Τραγούδι / Χριστόπουλος ήχος μπουζουκιού / Κάλβος ήχος πλατάνων / Σολωμός ήχος γιασεμιών / Παλαμάς ήχος τίποτε / Μαλακάσης ήχος πόλεως σαν παίρνει να βραδιάζει / Καβάφης ήχος πόλεως προχωρημένο βράδυ / Βάρναλης ήχος του μέλλοντος από παλιές καμπάνες / Φιλύρας ήχος προπολεμικής ταβέρνας / Σικελιανός ήχος ματισμένος από αρχαίες πομπές και σύγχρονα φαγοπότια, / Καρυωτάκης ήχος πόλεως που κοιμάται / Σεφέρης ήχος του παλαμικού τίποτε / Εμπειρίκος ήχος που συνεχίζεται μες στα ποιήματά μας / Λαϊκό Τραγούδι».

Αφού θυμίσω ότι αλλού ο Γκόρπας χαρακτηρίζει «τσαρλατάνο» τον Σικελιανό, ενώ στο ποίημά του «Φιλοδοξίες» ο Βάρναλης σκιτσάρεται «σε παμπάλαια χρόνια πριν απ’ το ’20», σαν «ωραίος μπεκρής τραμπούκος και βασιλόφρονας», δεν μπορώ να μη σημειώσω ότι τους σφοδρότερους μύδρους του ο Γκόρπας τους επιφυλάσσει σε συντοπίτη του: τον Παλαμά. Οιονεί αυτοβιογραφούμενος άλλωστε έχει γράψει: «Ανάμεσα στο Μεσολόγγι των ιερών κοκάλων και του Παλαμά και στο Μεσολόγγι της ατελείωτης βροχής και των καημών είχα διαλέξει το δεύτερο». Τους ίδιους μύδρους εξαπολύει ο Γκόρπας και κατά του ποιητή που εμφανίζει σαν συνεχιστή του Παλαμά, του Γιώργου Σεφέρη, για τον οποίο έγραψε στο ποίημα «Τα ίδια και τα ίδια»: «Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά / «στο φέρετρό του ακούμπησε» η Ελλάδα / αυτός πού ακούμπαγε κανείς δε λέει…» Είναι σαν ο Γκόρπας να δίνει επίσημη στιχουργημένη μορφή σε θραύσματα και απόψεις ή δοξασίες που κυκλοφορούν ανωνύμως στον προφορικό λόγο.

«Πατροκτονίες»

Ρητές ή άρρητες, εσωτερικές ή ανακοινωμένες, οι πατροκτονίες στην ποίηση είναι συνήθεις και μάλλον αναγκαίες. Είτε λοιπόν συμφωνεί κανείς είτε όχι με τις «προγραφές» που επιχειρεί η γραφή του Γκόρπα, είτε διακρίνει σπέρματα υπεροψίας μέσα στην παρρησία είτε όχι, οφείλει να αναγνωρίσει ότι όλα συντελούνται με μια δημόσια ειλικρίνεια που ακριβώς επειδή δεν είναι συνηθισμένη στα γράμματά μας, ίσως να συγχωρεί και την υπερβολή της, αναμενόμενη άλλωστε σε μια ποίηση προγραμματικά και προκλητικά κρημνιστική και ομολογημένα αντιεξουσιαστικής πρόθεσης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή