Στο Παρίσι της χαμένης νιότης

Στο Παρίσι της χαμένης νιότης

4' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Patrick Μodiano

Στο καφέ της χαμένης νιότης

μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης

εκδ. Πόλις

Το Παρίσι του Μοντιανό είναι αλλιώτικο από του Χέμινγουεϊ, του Αραγκόν, του Μπένγιαμιν, του Περέκ και του Κενώ, του Πρεβέρ και του Ρουμπώ. Δεν έχει καμία σχέση καν με το Παρίσι του Μπωντλαίρ, παρότι οι ήρωές του Μοντιανό είναι αρχετυπικοί flˆneurs, πλάνητες και περιπατητές, μονίμως περαστικοί και επιστρέφοντες. Δεν μοιάζει επίσης ούτε στο Παρίσι του μεγάλου συγκαιρινού του Ζαν Εσενόζ, παρότι οι «ουδέτερες ζώνες» του Μοντιανό, οι τόποι όπου κατοικούν εκείνοι που πάντα λείπουν, ακόμα και από τον ίδιο τους τον εαυτό, «στο περιθώριο των πάντων, σε εκκρεμότητα», αλληλοσυμπληρώνονται με τους μη-τόπους του Εσενόζ.

Το Παρίσι του Μοντιανό είναι ένα Παρίσι στεφανωμένο με την θαμπάδα μιας παλιάς φωτογραφίας και την αχλύ μιας θύμησης, μιας μνήμης αρχετυπικής που αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο σε έναν άφευκτο κύκλο φωτός και σκότους. Η καρδιά του σκότους είναι το απόλυτο φως, «ζωηρό και ιριδίζον», ένα λευκό του κενού που τυφλώνει. Απόλυτα συγκεκριμένο, απόλυτο ρεαλιστικό, το Παρίσι αυτό αποτελεί στην πραγματικότητα την αντανάκλαση μιας εσωτερικότητας, των κύκλων της αιώνιας επιστροφής, που ως ερμηνεία και προσδοκία του θαύματος στοιχειώνει τα πρόσωπα. Είναι μια σειρά από ενσταντανέ της μνήμης, ένα περίπλοκο δίκτυο μετατοπίσεων και αποκλίσεων. Διαρκώς καταργείται και διαρκώς ανανεώνεται, σκηνικό και ήρωας στην ίδια πάντα ιστορία, μια ιστορία όπου τελικά «η ζωή παίρνει το πάνω χέρι» και ο άνθρωπος μπορεί μόνο να φύγει, προσωρινά ή μόνιμα, αλλά ποτέ να νικήσει. Ο άνθρωπος που είναι φτιαγμένος από την ύλη των ονείρων, μπολιασμένη όμως με εκείνη του κενού μας λέει ο Μοντιανό, σημαδεμένος από μια ανήκεστη πρωταρχική απώλεια.

Οταν «αλλάζει δέρμα»

Αυτή είναι και η ιστορία της Ζακλίν στο ντεμπορικό «caf της χαμένης νιότης» αυτή είναι, παραλλαγμένη, και η ιστορία όλων των υπολοίπων προσώπων που περιδιαβάζουν στους δρόμους και τις πλατείες, τις αποβάθρες και τις οδογέφυρες, στις ανηφοριές – και στην κορυφή τους ρουφούν λαίμαργα έναν αέρα ελευθερίας. Αχνές και φωτεινές μορφές, εύθραυστες και εφήμερες, ορίζουν την κατά Μοντιανό παρισινή τοπιογραφία και προσπαθούν να ορίσουν επίσης διά του λόγου τη Ζακλίν, που τριγυρνάει νύχτα στη Μονμάρτρη από τα δεκαπέντε χρόνια της και διευρύνει διαρκώς την περίμετρο των αναζητήσεών της. Αγνώστου πατρός, απούσης μητρός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η Ζακλίν-Λουκί, όπως θα τη βαφτίσουν κάποιοι, βρίσκει τον εαυτό της μόνο τις στιγμές που γίνεται κάποια άλλη, όταν την κατακλύζει η μέθη της φυγής, αφήνει πίσω της τα πάντα και ξαναρχίζει από την αρχή, «αλλάζει δέρμα». Κουκούλι της διανόησης και της τέχνης στο κατώφλι μιας συναρπαστικής εποχής, τα καφέ την φιλοξενούν στα μεσοδιαστήματα των δραπετεύσεών της. Το ίδιο και τα φτηνά ξενοδοχεία, τα επιπλωμένα διαμερίσματα των «ουδέτερων ζωνών».

Χωρίς εξήγηση

Η Λουκί ονειρεύεται ένα φύλακα-άγγελο, που θα τη γλιτώσει από το να κουβαλάει ολομόναχη την ευθύνη του βίου της, μια ζωή χωρίς το αίσθημα του κενού που την κατακυριεύει συχνά – πυκνά γεμίζοντάς την τρόμο, χωρίς φόβους και άγχη, χωρίς όμως και τις συμβάσεις του καθημερινού, με τη δροσιά και την αλαφράδα που της χαρίζει εκείνο το άλλο «χιόνι».

Τίποτα από τη Λουκί δεν φαίνεται: οι φωτογραφίες της δεν αποκαλύπτουν, επιβεβαιώνουν το μυστήριό της. Το ίδιο και οι αφηγήσεις εκείνων που τη γνώρισαν, καθώς τέμνονται με τον προσωπικό της λόγο. Για τη ζωή και το τέλος της δεν υπάρχει εξήγηση, επειδή ακριβώς είναι πολλές και προφανείς οι ερμηνείες: η απουσία του πατέρα και η ωσεί παρουσία της μητέρας, η φτώχεια, η μοναξιά, ο φόβος για το αύριο, η ανάγκη της επιβίωσης, η ασφυξία, η κομμένη ανάσα, το ανέφικτο της ταύτισης με τον άλλον όσο και με τον εαυτό, ο σκληρός κόσμος στον οποίο βρίσκεται ερριμμένη και έρημη.

Μυστηριακή νιότη

Η δεκαετία του ’60 πριν από την έκρηξη του Μάη ως προανάκρουσμα των όσων θα ακολουθήσουν μετά το τέλος του. Η χαμένη νιότη, οι χαμένες προσδοκίες μιας πάντα λαμπερής και μυστηριακής νιότης σκηνοθετούν εδώ την ταινία με τίτλο «Πεθαίνοντας στα είκοσι», συμμετρική παρότι αλλότρια προς το εμβληματικό «Πεθαίνοντας στα τριάντα» (του Ρενέ Γκουπίλ). Την Ζακλίν την καταπίνει ο σκοτεινός πυρήνας της γιατί είναι ουσιωδώς ξένη προς όλους και προς όλα, την κατοικεί και τη διαφεντεύει μια τελεσίδικη ξενότητα. Αλλη αλλά και ίδια μ’ αυτήν που έζησαν πολλοί εξεγερμένοι του Μάη όταν ξημέρωσε η νέα, αμείλικτη εποχή. Ιδια μ’ αυτή που χαρακτηρίζει και τον ίδιο τον απρόσιτο Μοντιανό, με τη δύσκολη παιδική ηλικία, τον πατέρα με τις ύποπτες δραστηριότητες, τη φτώχεια, το οικοτροφείο, την παραβατικότητα, τις επανειλημμένες δραπετεύσεις και την οριστική εγκατάσταση στο πεδίο της γραφής, της μοναδικής ταυτότητας. Η ζωή του επανέρχεται ξανά και ξανά στα έργα του, οι ήρωές του μετακινούνται από βιβλίο σε βιβλίο, μαζί κι οι συγγραφείς που τον συντροφεύουν, όλοι ανάμεσα στο φως και τη σκιά: οι αυτόχειρες Γκυ Ντεμπόρ και Αρτύρ Ανταμόφ, ο ύποπτος Μωρίς Ραφαέλ που θυμίζει λίγο τον Ιταλοεβραίο Μοντιανό πατέρα, ο Πρεβέρ, ο Λόρκα, ο Σαντράρ.

Κουαρτέτο για τέσσερις φωνές, το «Στο caf της χαμένης νιότης» είναι άλλο ένα αριστουργηματικό έργο ενός μεγάλου πεζογράφου που όμως είναι στην ουσία ποιητής. Και πώς αλλιώς άλλωστε, όταν η ταυτότητα μονίμως διαχέεται και εκφεύγει; Εξίσου ποιητική, ιριδίζουσα και ζωηρή και η μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, που μεταφράζει τον Μοντιανό με μια αγάπη που υπογραμμίζει την εκλεκτική τους συγγένεια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή