Ο ακαταμάχητος δανδής Οσκαρ Ουάιλντ

Ο ακαταμάχητος δανδής Οσκαρ Ουάιλντ

8' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η μορφή του Οσκαρ Ουάιλντ ανταγωνίζεται το έργο του, η αντισυμβατική συμπεριφορά του και οι ατάκες του ανταγωνίζονται τη μοναδική ποιότητα της γραφής του και τα καλλιτεχνικά του επιτεύγματα. Είναι ο τέλειος, ο άφθαστος δανδής. Η ζωή του ήταν έργο τέχνης, μοναδικό και ανεπανάληπτο, πολυκύμαντο, τραγικό· φως και σκοτάδι, αποθέωση και πτώση. Ο χαϊδεμένος των σαλονιών που σάρκαζε τον κοινό νου και το μέσο γούστο, κατασπαράχθηκε από την τάξη που ειρωνεύτηκε, φυλακίστηκε, αρρώστησε, εξορίστηκε· ο αισθητής έφτασε να γράφει συγκλονιστικά κείμενα μέσα από τη φυλακή, κείμενα για τον σοσιαλισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Ο Ρίτσαρντ Ελμαν, ένας από τους σημαντικότερους βιογράφους της εποχής μας (βιογράφος του Τζέιμς Τζόις, μεταξύ άλλων), βρήκε έναν ακαταμάχητο πρωταγωνιστή στο πρόσωπο του Οσκαρ Ουάιλντ. Ο Ελμαν αφιέρωσε σχεδόν είκοσι χρόνια δουλειάς στον «Οσκαρ Ουάιλντ» (σύντομα στα ελληνικά, από τις εκδ. Πατάκη), βιβλίο που αποτελεί την οριστική βιογραφία του Ουάιλντ. Η συναισθηματική αντήχηση του βιβλίου, ο πλούτος της ατμόσφαιρας και των διαλόγων του, και οι λεπτές αποχρώσεις των κριτικών αποσαφηνίσεων ζωντανεύουν μ’ εντυπωσιακό τρόπο το πορτρέτο αυτού του πολύπλοκου ανθρώπου, του γητευτή, του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα, του τολμηρού υπέρμαχου της πρωτοκαθεδρίας της τέχνης. Εχουμε διαρκώς την αίσθηση ότι τον καταδίκασε η ίδια η φύση της μεγάλης του ευφυΐας, καθώς και η παιγνιώδης διάθεσή του που εύκολα γινόταν περιπαικτική, να εξωθήσει τις δυνάμεις των συμβάσεων σε μια ολέθρια επίθεση εναντίον του, την ίδια τη στιγμή που είχε κατορθώσει να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο της τέχνης του και -μετά τον θρίαμβο της «Σημασίας του να είναι κανείς σοβαρός»- να επιβληθεί στο κοινό του.

Δουβλίνο – Οξφόρδη

Αρχίζοντας από την παιδική του ηλικία στο Δουβλίνο και φτάνοντας ώς την Οξφόρδη του Ράσκιν και του Πέιτερ, όπου δημιούργησε τον εαυτό του τόσο ως καλλιτέχνη όσο και ως υπνωτιστικό θέαμα που έμελλε να θεοποιηθεί, να σατιριστεί και τελικά να οδηγηθεί στην καταστροφή, παρουσιάζεται με υπέροχο τρόπο η εντυπωσιακή αλλά εφήμερη σταδιοδρομία του: ο κόσμος του, τα έργα του, οι φίλοι του, οι εχθροί του και οι εραστές του. Τον βλέπουμε, όσο ακόμα διανύει τη δεκαετία των 20, να συγκεντρώνει πάνω του με θαυμαστό τρόπο όλα τα γνωρίσματα των αισθητιστών στο Λονδίνο των Προραφαηλιτών, του Ουίστλερ (τον σκληρό αντίπαλό του στη συνεχή μονομαχία ετοιμότητας πνεύματος), του διδύμου Γκίλμπερτ και Σάλιβαν (οι οποίοι τον χρησιμοποίησαν στον ήρωα Μπάνθορν)… αλλά και να περιοδεύει στην Αμερική που λατρεύει τις διαλέξεις, να μαγεύει την υψηλή κοινωνία της Νέας Υόρκης, να πίνει μαζί με τους έκπληκτους εργάτες του ορυχείου στο Λίντβιλ, να γοητεύει τον Ουόλτ Ουίτμαν και να προσβάλλει άθελά του τον Χένρι Τζέιμς. Κατακτά το Παρίσι του Γκονκούρ και του Μαλαρμέ, τον υποδέχεται η Σάρα Μπερνάρ, προκαλεί αμηχανία στον Προυστ (και στους γονείς του) και παίζει τον ρόλο του Μεφιστοφελή πλάι στο νεαρό Φάουστ που υποδύεται ο Αντρέ Ζιντ.

Καταστροφικό πάθος

Τον βλέπουμε να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στον έρωτα για τις γυναίκες και στον έρωτα για τους άντρες – σε ηλικία μόλις 32 ετών, τρία χρόνια μετά τον γάμο του με την Κόνστανς Λόιντ που τον υπεραγαπά, αντιλήφθηκε πλήρως για πρώτη φορά ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Εψαχνε ένα κυρίαρχο πάθος -το οποίο και βρήκε στο πρόσωπο του όμορφου, κακομαθημένου και άστατου Λόρδου Αλφρεντ Ντάγκλας- και το πάθος αυτό θα τον οδηγούσε τελικά στην ίδια του την καταστροφή. Η δραματική χροιά της τρομερής τους σχέσης αποκαλύπτεται με υπέροχο και εντυπωσιακό τρόπο – όπως και η κορύφωσή της, έπειτα από δύο δίκες που προκάλεσαν αίσθηση, με την διαπόμπευση του Ουάιλντ, οι κτηνώδεις συνθήκες της φυλάκισής του, και ο τραγικός θάνατός του στην εξορία, σε ηλικία 46 ετών.

Νέες πτυχές

Ο Ουάιλντ κυκλοφορούσε ανάμεσα στους σπουδαίους και τους περιβόητους της εποχής του, οι φωνές των οποίων αντηχούν στο βιβλίο μαζί με τη δική του φωνή – φωνές που ακούμε να κάνουν σπινθηροβόλους διαλόγους, να εκφράζουν το πάθος τους, να συγκρούονται και να διαξιφίζονται με πνευματώδη τρόπο. Ο Ελμαν αξιοποιεί πλήθος τεκμηρίων, πολλά εκ των οποίων έρχονται για πρώτη φορά στο φως, και ανακαλύπτει στη «Σαλώμη», στο «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», στη «Σημασία του να είναι κανείς σοβαρός», καθώς και σε άλλα έργα, νέες πτυχές του συγγραφέα τους, αποκαλύπτοντας έτσι έναν Ουάιλντ που είναι πιο σπουδαίος και πιο συγκινητικός απ’ όσο ο μύθος του αφήνει να φανεί, έναν Ουάιλντ που δεν είναι μόνο η προσωποποίηση της δεκαετίας του 1880 και της δεκαετίας του 1890 αλλά μπορεί ακόμα και σήμερα να θέτει υπό αμφισβήτηση τις παραδοχές μας με την προκλητική του ευφυΐα. «Το πνεύμα του», γράφει ο Ελμαν, «είναι παράγοντας ανανέωσης, ταιριαστό τόσο με την εποχή μας όσο και με εκατό χρόνια πριν. […] Είναι ένας από μας».

Από αυτή την περίφημη βιογραφία, προδημοσιεύουμε το τμήμα που αφορά το πέρασμα του Ουάιλντ από την Ελλάδα.

Ταξίδι στην Ελλάδα

«Για να είναι κανείς αρχαίος Ελληνας θα πρέπει να μην έχει ρούχα· για να είναι κανείς μεσαιωνικός θα πρέπει να μην έχει σώμα· για να είναι κανείς σύγχρονος θα πρέπει να μην έχει ψυχή.

Το μόνο πνεύμα που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από μας είναι το μεσαιωνικό· το αρχαιοελληνικό πνεύμα είναι κατ’ ουσίαν σύγχρονο».

Οσκαρ ΟυαΪλντ

Την Κυριακή του Πάσχα, την 1η Απριλίου, πήγαν στο Μπρίντεζι και το ίδιο βράδυ πήραν το πλοίο για την Ελλάδα. Ξύπνησαν το χάραμα και είδαν μπροστά τους την Κέρκυρα. Στις 3 Απριλίου πήγαν στη Ζάκυνθο, όπου ο Ουάιλντ συνάντησε ξαφνικά ένα νεαρό βοσκό μ’ ένα μικρό αρνί κρεμασμένο γύρω απ’ το λαιμό του, όπως σ’ έναν πίνακα του Καλού Ποιμένα. Στο Κατάκολο, στην επόμενη στάση τους, τους συνάντησε ο δρ Γκούσταβ Χίρσφιλντ, διευθυντής των γερμανικών ανασκαφών στην Ολυμπία, ο οποίος την επομένη τούς οδήγησε έφιππος στον αρχαιολογικό χώρο. Στην κατοπινή ζωή του ο Ουάιλντ θα έλεγε στον Τσαρλς Ρίκετς: «Ναι, ήμουν παρών κατά τη διάρκεια της ανασκαφής όπου σήκωσαν το μέγα Απόλλωνα απ’ το φουσκωμένο ποταμό. Είδα το λευκό τεντωμένο χέρι του να εμφανίζεται πάνω απ’ το νερό. Το πνεύμα του θεού εξακολουθούσε να ζει μέσα στο μάρμαρο». Στην πραγματικότητα, δεν είχε βρεθεί το χέρι του Απόλλωνα, αλλά το κεφάλι του, συγκεκριμένα στην ξηρά, και μάλιστα μερικές μέρες προτού πάει εκεί ο Ουάιλντ. Ούτε ο ΜακΜίλαν ούτε ο Μάχαφι αναφέρουν, όπως το δίχως άλλο θα είχαν κάνει αν ήταν αυτόπτες μάρτυρες, αυτή τη διάσωση του πνιγμένου θεού. Ο Ρόμπερτ Ρος, στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης των απάντων του Ουάιλντ, αφηγείται μια άλλη παραλλαγή που θα πρέπει ν’ άκουσε απ’ τον Ουάιλντ, δηλαδή ότι όσο ήταν παρών ανακαλύφθηκε ο Ερμής του Πραξιτέλη, αυτό όμως συνέβη μετά την αναχώρηση του Ουάιλντ. Οπως θα έλεγε ο Ουάιλντ στο «Ο κριτικός ως καλλιτέχνης»: «Το να περιγράφει κανείς με απόλυτη ακρίβεια αυτό που δεν συνέβη ποτέ δεν είναι απλώς η καθαυτό ενασχόληση του ιστορικού, αλλά το αναφαίρετο προνόμιο κάθε ανθρώπου των Γραμμάτων και των Τεχνών».

Την επομένη, στις 7 Απριλίου, πήγαν έφιπποι στην Ανδρίτσαινα προχωρώντας κάτω από τις ανθισμένες αχλαδιές, κι από εκεί συνέχισαν στο Ναό των Βασσών. Είχαν αρκετά τουριστική διάθεση ώστε να φωτογραφηθούν με την τοπική ενδυμασία· η εμφάνισή τους ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Δύο περιστατικά έδωσαν ζωντάνια στο ταξίδι. Ο οδηγός τους, στον οποίο ανήκαν τα άλογα, είχε αντιρρήσεις για τον γρήγορο ρυθμό τους. Οταν δεν του έδωσαν την παραμικρή σημασία, ο οδηγός πλησίασε ένα μέλος της παρέας και άρχισε τις απειλές. Δεν ξέρουμε ποιο μέλος της παρέας ήταν αυτό -δεν έχουμε λόγους να υποθέσουμε ότι ήταν ο Ουάιλντ-, αλλά κάποιοι από την παρέα θυμούνται ότι είχε μαζί του περίστροφο, το οποίο τράβηξε και έστρεψε εναντίον του οδηγού. Ο οδηγός κατάπιε τη γλώσσα του. Το άλλο περιστατικό, καθώς πήγαιναν προς την Τριπολιτσά στις 9 Απριλίου, ήταν η εξαφάνιση του «Στρατηγού», του καθηγητή Μάχαφι. Υπήρχε φόβος ότι είχε πέσει στα χέρια ληστών. Οι υπόλοιποι τον έψαχναν επί ώρες και μετά προσέφυγαν στην αστυνομία. Ο Μάχαφι τελικά βρέθηκε. Εψαχνε το πανωφόρι του, το οποίο είχε πέσει απ’ το γυλιό του καθώς προσπαθούσε να κόψει δρόμο.

Μετά την επίσκεψή τους στο Αργος και στο Ναύπλιο, πήραν το καράβι για την Αίγινα και την Αθήνα. Το θέαμα της Αθήνας στις 13 Απριλίου τούς έκανε μεγάλη εντύπωση και το περιέγραψαν σε κείμενά τους τόσο ο Μάχαφι όσο κι ο ΜακΜίλαν. Ο Ουάιλντ, αν μπορούμε να εμπιστευτούμε ένα μυθιστόρημα στο οποίο κάνει την εμφάνισή του, είπε ότι ήταν «η πόλη των πρώτων πρωινών ωρών – η οποία αναδύεται στο ψυχρό, αχνό, σταθερό φως της αυγής, μια νέα Αφροδίτη που βγαίνει μέσα από τον παφλασμό των κυμάτων». Για εκείνον, ο Παρθενώνας ήταν «ο μόνος από τους ναούς που ήταν τόσο πλήρης, τόσο προσωπικός, τόσο σαν άγαλμα». Ο Ουάιλντ, ωστόσο, δεν είδε τα ελγίνεια μάρμαρα και μερικά χρόνια αργότερα, σε μια διάλεξη που θα έδινε σε φοιτητές καλών τεχνών, θα αποκαλούσε το λόρδο Ελγιν κλέφτη. Εκτός από την απουσία των μαρμάρων, η Ελλάδα ήταν όλα όσα έλπιζε ότι θα ήταν και η Ρώμη αποδείχθηκε μια απογοητευτική μετάπτωση.

Ο Ουάιλντ έκανε μια τελευταία εκδρομή με τους φίλους του στις Μυκήνες, όπου το όνομα του Μάχαφι τους εξασφάλισε την πρόσβαση στους πρόσφατα ανακαλυφθέντες θησαυρούς του Σλίμαν. Τώρα ήταν 21 Απριλίου και ο Ουάιλντ είχε ήδη καθυστερήσει δεκαεπτά μέρες για τα μαθήματα. Σάλπαρε για τη Νάπολη και στο ταξίδι του αντιμετώπισε μια τρομακτική τρικυμία.

Δύο δεκαετίες έρευνας και συγγραφής

Ο Ρίτσαρντ Ελμαν, κατά τη διάρκεια της μακράς και λαμπρής σταδιοδρομίας του, κατέκτησε τη διεθνή αναγνώριση ως μελετητής, καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας, κριτικός και βιογράφος. Η μεγαλόπνοη βιογραφία του για τον Τζέιμς Τζόις θεωρείται η σπουδαιότερη λογοτεχνική βιογραφία του 20ού αιώνα.

«Πρόκειται για ένα έργο της βιογραφικής τέχνης», μ’ αυτά τα λόγια υποδέχθηκε ο Αμερικανός κριτικός Leon Edel τη βιογραφία του Οσκαρ Ουάιλντ -το τελευταίο βιβλίο του Ελμαν, το οποίο αποτελεί επιστέγασμα της καριέρας του- και συνέχισε για να δηλώσει ότι «αυτό το πορτρέτο της πλέον τραγικής μορφής της βικτωριανής εποχής υποσκελίζει ακόμα και την περίφημη βιογραφία του για τον Τζόις». Στην Αγγλία, ο Anthony Burgess έγραψε ότι είναι «ένα σπουδαίο βιβλίο […] το δεύτερο αριστούργημά του […] προϊόν της μακροχρόνιας και σχολαστικής εργασίας του, η οποία αποτελεί επίσης έκφραση της ανεπτυγμένης κριτικής αίσθησης του Ελμαν, της τεράστιας πολυμάθειάς του, και της μεγάλης ανθρωπιάς του».

Ο Ελμαν γεννήθηκε το 1918 στο Χάιλαντ Παρκ του Μίσιγκαν. Σπούδασε στο Γέιλ και στο Τρίνιτι Κόλετζ του Δουβλίνου. Δίδαξε στο Χάρβαρντ, στο Γέιλ, στο Πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν, στο Πανεπιστήμιο Εμορι, στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, στο Πανεπιστήμιο της Ινδιάνα και στην Οξφόρδη, όπου διετέλεσε καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας στην έδρα Goldsmith και εταίρος του Νιου Κόλετζ.

Του «James Joyce» (National Book Award, 1959) προηγήθηκε το «Yeats: The Man and the Masks και The Identity of Yeats», και ακολούθησαν -μεταξύ άλλων βιβλίων που επαινέθηκαν από τους κριτικούς- δύο τόμοι με τα γράμματα του Τζόις, το «Eminent Domain και το Four Dubliners».

Ο Ελμαν πέθανε τον Μάιο του 1987, στην Οξφόρδη, λίγο μετά την ολοκλήρωση του «Οσκαρ Ουάιλντ», βιβλίου στο οποίο είχε αφιερώσει σχεδόν δύο δεκαετίες μελέτης, έρευνας και συγγραφής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή