Ελληνικές σειρές, ετών είκοσι

Ελληνικές σειρές, ετών είκοσι

7' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί η Ιστορία να μην επιφύλαξε για την Ελλάδα τις μεγαλειώδεις στιγμές εκείνου του δραματικού φθινοπώρου όταν η μισή Ευρώπη άλλαζε δέρμα. Ομως το ελληνικό 1989 σίγουρα δεν ήταν ασήμαντη χρονιά. Με τίποτα. Σημαδεύτηκε από ένα τρομερό πολιτικό σκάνδαλο με μίντια και τράπεζες, και από τη δίκη ενός πρωθυπουργού. Μιντιακά σημαδεύτηκε από την κατάρρευση του κρατικού μονοπωλίου. Κι αν κανένα CNN δεν έστρεψε τους προβολείς του προς τα εδώ, εμείς ξέρουμε ότι η δική μας βελούδινη επανάσταση έπαιρνε σάρκα και οστά μέσα από τις καμαρωτές, τηλεοπτικές μας οθόνες.

Ηταν το 1989, ήταν Νοέμβριος και η εποχή που ένας έγχρωμος δέκτης παραήταν αρκετός στην πιο προνομιακή θέση του καθιστικού. Ηταν η χρονιά που οι Ελληνες αποχαιρετούσαν το κρατικό μονοπώλιο της ΕΡΤ και μαζί μια ολόκληρη εποχή. Παρά τα σκάνδαλα, τον πολιτικό πυρετό, τις αλλεπάλληλες εκλογές, ένας καινούργιος κόσμος μας έκλεινε το μάτι.

Μας χωρίζουν είκοσι ολόκληρα χρόνια από εκείνον τον Νοέμβριο και υπάρχουν γενιές σε παραγωγικές θέσεις που δεν μπορούν να διανοηθούν τη μουχλιασμένη τηλεοπτική προϊστορία μας. Δικαίως. Μεγάλωσαν με τα σίριαλ της ιδιωτικής τηλεόρασης, θεωρούν τα «πρωινάδικα», τους πανελίστες, τα ειδησεογραφικά «παράθυρα» των 8, αυτονόητες παραμέτρους μιας καθιερωμένης, τηλεοπτικής γλώσσας.

Κι όμως, η εξέλιξη της ιδιωτικής τηλεόρασης στα είκοσι αυτά χρόνια δεν υπήρξε ευθύγραμμη. Και δεν υπάρχει καλύτερος καθρέφτης για κάθε κοινωνία από το τηλεοπτικό προϊόν της. Κι εκεί που το τηλεοπτικό προϊόν αποκτά σχεδόν αυτοματοποιημένους δεσμούς με την κοινωνία είναι το σίριαλ. Οχι τόσο γιατί μια σειρά αποκωδικοποιεί (έστω χοντροκομμένα) τις κοινωνικές συμπεριφορές ή αποτυπώνει αυτούσια την πραγματικότητα του «κανονικού» κόσμου έξω στους δρόμους. Αλλά γιατί οι μόδες των σίριαλ, οι μεγάλες επιτυχίες και οι τρανταχτές αποτυχίες μας δίνουν συνήθως μια εικόνα για το ποιοι είμαστε, τι μας αρέσει, τι δεν μας αρέσει.

Αν το 2009 είναι μια χρονιά ενηλικίωσης για την ιδιωτική τηλεόραση, η ελληνική κωμωδία καταστάσεων (το συντριπτικό ποσοστό της εγχώριας παραγωγής) μοιάζει να έχει εισέλθει εδώ και αρκετά χρόνια σε κλιμακτήριο. Λίγα καλά πράγματα γράφονται, οι μεταφορές ξένων επιτυχιών δίνουν τον τόνο στην πιο αμήχανη εποχή της ελληνικής τηλεοπτικής σειράς στα 20 αυτά χρόνια. Την ίδια εποχή που οι «Τρεις Χάριτες» και τα «Εγκλήματα» εξακολουθούν να κάνουν υψηλά νούμερα στη νιοστή επανάληψή τους. Η αμηχανία πολλαπλασιάζεται όταν στο εγχώριο prime time φιλοξενούνται ξένες τηλεοπτικές σειρές υψηλού επιπέδου, συνήθως αμερικάνικες.

Τρεις άνθρωποι της ιδιωτικής τηλεόρασης, μια παραγωγός, ένας σεναριογράφος και ένας σκηνοθέτης, θυμούνται το άγουρο πέρασμα από το μονοπώλιο της ΕΡΤ στην εποχή της αφθονίας, αποτιμούν τον δύσκολο δρόμο προς την ενηλικίωση και ρισκάρουν να φανταστούν το τηλεοπτικό μας αύριο.

Ο σκηνοθέτης

Από το ένα στο άλλο άκρο

Ο Βασίλης Θωμόπουλος έζησε και τα χρόνια της κρατικής τηλεόρασης και το πέρασμα στην εποχή της ιδιωτικής. Αυτή την εποχή σκηνοθετεί την «Πολυκατοικία», ενώ στο ενεργητικό του έχει μεγάλο αριθμό σίριαλ («50-50», «Στρίβειν διά του αρραβώνος», «Απαγορευμένη αγάπη», κ.ά).

Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην κρατική τηλεόραση ήταν ο παρεμβατισμός της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Ανάλογα σε ποιο στρατόπεδο δήλωνες ότι ανήκεις, είχες δουλειά ή δεν είχες. Υπήρχε έλλειψη επαφής με το τι θέλει ο κόσμος, αυτά τα θέματα δεν τους απασχολούσαν. Με την ιδιωτική τηλεόραση ήταν σαν να ξαναγεννηθήκαμε. Οι ίδιοι άνθρωποι συνεχίσαμε να δουλεύουμε, αν δείτε τους σκηνοθέτες των σίριαλ εκείνης της εποχής θα δείτε τα ίδια περίπου ονόματα. Αλλά ξαφνικά εκεί που είχαμε δύο τρεις σειρές τον χρόνο η αγορά άνοιξε και, απαλλαγμένοι πια από το πολιτικό κριτήριο, μπορούσαμε να δείξουμε τι αξίζει ο καθένας. Ηταν μια εποχή που αισθανόσουν σαν να άρχιζε κάτι από την αρχή. Το σημαντικότερο ήταν ότι πια μπορούσες να κάνεις μια ελεύθερη κουβέντα με τη διοίκηση, δεν είχες απέναντί σου έναν απρόσωπο γραφειοκρατικό φορέα. Και, με την ευκαιρία, θα πρέπει να τονίσω ότι στην Ελλάδα οι συνθήκες δουλειάς ενός σκηνοθέτη που εργάζεται στην τηλεόραση είναι ιδανικές. Εχω δουλέψει στο εξωτερικό και γνωρίζω ότι εκεί ο βαθμός παρεμβατισμού των παραγωγών είναι πολύ μεγαλύτερος. Φυσικά δεν ήταν όλα ρόδινα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήγαμε στο άλλο άκρο. Στην εποχή του μονοπωλίου της ΕΡΤ δεν τους ένοιαζε καθόλου αν αυτό που έφτιαχναν θα άρεσε στο κοινό. Οι μετρήσεις θεαματικότητας έγιναν το απόλυτο κριτήριο ποιότητας, ένας αλάνθαστος μηχανισμός για το αν μια σειρά είναι καλή ή κακή. Κάνει κακό αυτή η ιστορία γιατί δίνει ένα μπόνους αξίας που δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

Σε τεχνικό επίπεδο άλλαξαν πάρα πολλά. Αλλαξε ένας ολόκληρος κόσμος, δεν θα άλλαζε η τηλεόραση; Ξεκινήσαμε από πλατό και τις τρεις κάμερες, όπου ουσιαστικά έχουμε μια οριακή αναπαράσταση ενός διαμερίσματος, για να φτάσουμε σήμερα σε «κατασκευασμένους» χώρους μέσα σε πλατό. Ποιος καταλαβαίνει ότι το διαμέρισμα του Παπακαλιάτη είναι πλατό;

Ο σεναριογράφος

Αναμένουμε τη λέξη και την αναγέννηση

Ο Λευτέρης Παπαπέτρου έχει γράψει τρεις από τις καλύτερες ελληνικές σειρές της ιδιωτικής τηλεόρασης: «Ντόλτσε Βίτα», «Εγκλήματα» και το «Είσαι το ταίρι μου» που ήταν και η τελευταία του σεναριογραφική εμφάνιση στα τηλεοπτικά μας πράγματα.

Η κωμωδία στην ιδιωτική τηλεόραση σηματοδοτήθηκε από τις «Τρεις Χάριτες» (1990). Το σίριαλ των Ρέππα – Παπαθανασίου έδειξε πως μια κωμωδία καταστάσεων μπορεί να μην είναι απαραίτητα ανόητη και αφελής. Σε επίπεδο παραγωγής δεν ήταν κάτι εντυπωσιακό.

Υποτυπώδη σκηνικά, καθόλου εξωτερικά γυρίσματα, με πέντε βασικούς ήρωες, στήθηκε μια κωμωδία χάρη στις αστείες ατάκες τους και καθιέρωσε τα αυτοτελή επεισόδια στις κωμωδίες καταστάσεων.

Στις «Τρεις Χάριτες» η μεγάλη διαφορά με τις αντίστοιχες σειρές στην προ ιδιωτικής τηλεόρασης εποχή ήταν η έμφαση στον διάλογο. Στα σίριαλ της κρατικής τηλεόρασης το βασικό κριτήριο ήταν η αναγνωρισιμότητα των ηθοποιών. Οι διάλογοι, η πλοκή ήταν σε δεύτερο πλάνο. Με εξαίρεση ίσως τη «Μαντάμ Σουσού».

Το επόμενο βήμα έγινε πάλι από το ίδιο συγγραφικό δίδυμο, στο «Δις Εξαμαρτείν» (1993). Το επίπεδο παραγωγής ανεβαίνει, αλλά κυρίως λανσάρεται το πρότυπο της κωμωδίας σε συνέχειες. Στα ίδια χνάρια βαδίζουμε κάνοντας με τον Απόστολο Ρήγα την «Ντόλτσε Βίτα» (1995). Αλλά παράλληλα με το «Δις Εξαμαρτείν» αρχίζει να προβάλλεται η σειρά «Της Ελλάδος τα παιδιά», σε σενάριο του Δημήτρη Βενιζέλου. Δεν είχε ίσως την τεράστια επιτυχία άλλων σίριαλ, αλλά εδώ έχουμε για πρώτη φορά σε ελληνική σειρά την εισαγωγή του σουρεαλιστικού στοιχείου τόσο στη δομή των χαρακτήρων όσο και στις ατάκες. Είναι ένα είδος χιούμορ που δεν είχαμε ξανασυναντήσει σε ελληνική σειρά και σήμερα, 16 χρόνια μετά, συνειδητοποιούμε ότι έχει αφήσει το στίγμα του.

Το 1998 δοκιμάζω να κάνω μαύρη κωμωδία και γράφω τα «Εγκλήματα». Κατάλαβα γρήγορα ότι δεν είχα να πατήσω σε κάτι προγενέστερο και τα πρώτα έξι επεισόδια κάνουν πολύ άσχημα νούμερα. Το γεγονός ότι συνεχίστηκαν το οφείλουμε στην Αλκηστη Μαραγκουδάκη και στον Γιάννη Λάτσιο, στελέχη του ΑΝΤ1 εκείνη την εποχή. Αυτοί επέμειναν και η σειρά σημείωσε τελικά επιτυχία. Κι εδώ η παραγωγή ήταν χαμηλού κόστους, γυρίσματα σε πλατό, σπανίως εξωτερικά, οι πρωταγωνιστές όχι ιδιαίτερα γνωστοί, με λίγες εξαιρέσεις.

Το 2001 περνάω στην αισθηματική κομεντί με το «Είσαι το ταίρι μου». Εδώ πάμε σε μια παραγωγή υψηλών προδιαγραφών.

Τα γυρίσματα σε φυσικούς χώρους, φωτογραφία από τον «κινηματογραφικό» Λευτέρη Παυλόπουλο, πρωτότυπη μουσική του Στέφανου Κορκολή. Ο ίδιος σκηνοθέτης, ο Αντώνης Αγγελόπουλος, ύστερα από λίγα χρόνια κάνει το «Παρά πέντε», το τελευταίο, άξιο λόγου, κατά τη γνώμη μου, σίριαλ της ιδιωτικής τηλεόρασης (μιλάω πάντα για τις κωμωδίες). Εκτοτε έχουμε την πρακτική της προσαρμογής ξένων σίριαλ στην ελληνική πραγματικότητα. Στην ουσία φύγαμε από το μοντέλο του παντοδύναμου δημιουργού που ελέγχει την παραγωγή, ένα πρότυπο που «άνθισε» στις σειρές της δεκαετίας του ’90, και βρισκόμαστε σε μια πιο σύνθετη πραγματικότητα: άλλος προσαρμόζει το σενάριο, άλλος σκηνοθετεί, εισήλθαν πολλά και διαφορετικά πρόσωπα στη διαδικασία της παραγωγής, με αποτέλεσμα να χαθεί η έννοια του δημιουργού.

Υιοθετήθηκε η επιστροφή σε πλατό κάτω από πολύ καλύτερες συνθήκες παραγωγής, παίζουν καλοί ηθοποιοί, τα περισσότερα είναι καλογυρισμένα, παρ’ όλα αυτά δεν νομίζω πως μετά από 20 χρόνια θα θυμόμαστε κάποια σειρά όπως θυμόμαστε σήμερα τις «Τρεις Χάριτες». Είναι κι αυτός ένας κύκλος που περιμένουμε να ολοκληρωθεί, νομίζω είμαστε προς το τέλος του. Αναμένουμε τη λέξη. Και την αναγέννηση της αυθεντικά πρωτότυπης κωμωδίας.

Η παραγωγός

Δουλεύαμε με ψυχή

Η Φρόσω Ράλλη είναι μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές της τηλεοπτικής παραγωγής. Εκανε τα πρώτα της βήματα στην εποχή του κρατικού μονοπωλίου για να βάλει έντονη τη σφραγίδα της σε πολλά επιτυχημένα σίριαλ της νέας εποχής. Οι «Απαράδεκτοι» της Δήμητρας Παπαδοπούλου ήταν η πρώτη δική της παραγωγή στην ιδιωτική τηλεόραση.

Στα 20 αυτά χρόνια άλλαξαν τόσα πολλά. Σίγουρα περάσαμε την εποχή της arte povera. Θυμάμαι στους «Απαράδεκτους» έφερνα έπιπλα από το σπίτι μου. Τα λεφτά δεν ήταν σπουδαία, αλλά υπήρχε ψυχή. Ολοι έρχονταν στο γύρισμα με τρέλα.

Σήμερα υπάρχει ένας κακώς εννοούμενος επαγγελματισμός. Πρώτα είναι τα λεφτά. Ναι, τα πρώτα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης υπήρχε ένα δαιμονικό κέφι, τα γυρίσματα στους «Απαράδεκτους» ήταν σαν παιδικό πάρτι.

Οταν τελείωσαν τα γυρίσματα, έκλαιγα για ένα εικοσιτετράωρο, δεν υπερβάλλω. Ηταν παραμονή Χριστουγέννων. Και στην «Αίθουσα του θρόνου» θυμάμαι τους ηθοποιούς να κάνουν πίσω στα μισθολογικά τους για να βγει η σειρά.

Σήμερα μιλάμε για μια εντελώς διαφορετική εποχή, σε τεχνικό επίπεδο είμαστε τρεις αιώνες μπροστά. Τα πάντα είναι ψηφιακά, η εικόνα έχει εξελιχθεί εντυπωσιακά, το ίδιο και ο ήχος. Το φετινό σίριαλ της Μυρτώς Κοντοβά με την εισαγωγή γραφικών είναι ένα μέτρο για τα βήματα που έγιναν.

Πολλοί βλέπουν μια στασιμότητα στην ελληνική κωμωδία. Ας πούμε ότι όλα τα πράγματα στη ζωή κάνουν κύκλους. Προσωπικά θα μου άρεσε να δω τη νέα γενιά να βγαίνει μπροστά. Να γράψει, να σκηνοθετήσει, να παίξει. Γίνονται κύκλοι, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, τα επόμενα χρόνια θα δούμε νέους ανθρώπους, νέους σκηνοθέτες, νέους σεναριογράφους. Πολλοί αναρωτιούνται γιατί δεν γράφουν για την τηλεόραση πια η Δήμητρα Παπαδοπούλου, ο Μιχάλης Ρέππας και ο Θανάσης Παπαθανασίου, ή ο Λευτέρης Παπαπέτρου. Μα δεν είναι δυνατόν να γράφεις συνέχεια. Οι τόσο ταλαντούχοι άνθρωποι πρέπει να ξεκουράζονται. Ας έχουμε υπομονή, το καινούργιο έρχεται.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή