Οταν η Κρήτη «παράγει» και αρχιτεκτονική

Οταν η Κρήτη «παράγει» και αρχιτεκτονική

7' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δικαίως τα «Χανιώτικα Νέα» φούσκωναν από περηφάνια λίγες ημέρες μετά τα εγκαίνια της έκθεσης των αδελφών Βαρουδάκη στο Μουσείο Μπενάκη. Η έκθεση με 12 αντιπροσωπευτικά έργα του Αριστομένη και του Γιώργου Βαρουδάκη που ολοκληρώνεται σήμερα στο Μπενάκη της οδού Πειραιώς εμπεριέχει ασφαλώς μια δήλωση τιμής στην αρχιτεκτονική παραγωγή των Χανίων αλλά όχι μόνο.

Πρώτος ο Δημήτρης Φατούρος μίλησε για τη «Σχολή της Κρήτης», υπονοώντας την ύπαρξη μιας ανθηρής ομάδας αρχιτεκτόνων μακριά από την Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη που κάνουν καλή δουλειά στο νησί. Μπορεί αυτή η «Σχολή» να μη μοιράζεται απαραίτητα κοινές αισθητικές ή ιδεολογικές αναφορές, αλλά μόνο και μόνο το γεγονός ότι έχουμε έναν αξιόλογο αριθμό αρχιτεκτονικών γραφείων με ευανάγνωστα ποιοτικά χαρακτηριστικά που όχι μόνο επιβιώνουν αλλά παράγουν έργο εκτός ενός υπερσυγκεντρωτικού, υδροκέφαλου μηχανισμού, αρκεί για να δούμε τι συμβαίνει στην Κρήτη. Με αφορμή την έκθεση των αδελφών Βαρουδάκη παρουσιάζουμε τέσσερα γραφεία απλωμένα στα τέσσερα σημεία του κρητικού ορίζοντα: στα Χανιά (Αριστομένης και Γιώργος Βαρουδάκης), στο Ηράκλειο (Νίκος Σκουτέλης και Φλάβιο Ζανόν), στον Αγιο Νικόλαο (Οδυσσέας Σγουρός) και στη Σητεία (Δημήτρης Τσακαλάκης).

Οδυσσέας Σγουρός

Σε ανοιχτό ακροατήριο

Τα πρώτα έργα του Οδυσσέα Σγουρού έκαναν αίσθηση για το πολύ χαρακτηριστικό τους μορφολογικό λεξιλόγιο, ένας «οργισμένος εξπρεσιονισμός», όπως τον βαφτίζει ο ίδιος, που γινόταν ακόμα πιο έκδηλος στο συντηρητικό περιβάλλον μιας μικρής πόλης όπως ο Αγιος Νικόλαος. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και ο Σγουρός συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της μεταπολιτευτικής γενιάς σε πανελλήνιο επίπεδο. Ο Οδυσσέας Σγουρός δεν αμφιταλαντεύτηκε ποτέ μεταξύ της Αθήνας και της γενέτειράς του. Συνειδητοποίησε ότι η Κρήτη ήταν η μοναδική λογική επιλογή. «Τα χρόνια που τελείωσα τις σπουδές μου στο Μετσόβιο, ο Αγιος Νικόλαος ήταν ένα αναδυόμενο τουριστικό κέντρο με πλούσια οικοδομική δραστηριότητα. Υπήρχαν αναφορές στην πόλη, στη διάρκεια του 20ού αιώνα ευδοκίμησε ένας στιβαρός, γενναίος, ανώνυμος, επί το πλείστον μοντερνισμός». Επιπλέον, υπήρχε ο οικοδομικός οργασμός στην Ελούντα. «Υπήρχε δουλειά για να ζήσουμε αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Τα ξενοδοχεία δημιούργησαν νέες προσλαμβάνουσες, τη δεκαετία του ’60 ο Ουόλτ Ντίσνεϊ γύριζε εδώ τα «Κρόσια του φεγγαριού», στο Minos Beach έκαναν τις διακοπές τους ο Γιώργος Σεφέρης και η Σοράγια. Υπήρχε μια δημιουργική κινητικότητα και η αρχιτεκτονική των ξενοδοχείων επηρέασε και την τοπική αρχιτεκτονική με αιχμή αρκετά «μοντερνικές» επιλογές, τη συχνή χρήση σοβά και πέτρα σε πολλούς αφαιρετικούς όγκους». Με τα χρόνια το όνομα του Σγουρού πέρασε τα σύνορα της Κρήτης αλλά η ανατολική Κρήτη εξακολουθεί να είναι το σπίτι του. Η εμπειρία των 25 αυτών χρόνων τον διδάσκει ότι ο καλός πελάτης, ο άνθρωπος που θέλει να έχει μια καλή σχέση με την αρχιτεκτονική, φροντίζει να είναι σε επαφή με το θέατρο, το σινεμά. «Είναι θέμα παιδείας, αλλά έχω να παρατηρήσω πως, τουλάχιστον, εδώ στον Αγιο Νικόλαο, καλλιεργήθηκε ένα ακροατήριο πιο ανοιχτό στα καινούργια πράγματα. Κι αυτό είναι παρήγορο».

Αριστομένης και Γιώργος Βαρουδάκης:

Το πρόβλημα είναι η έλλειψη παιδείας

Με τέσσερα χρόνια διαφορά, ο Αριστομένης και ο Γιώργος είχαν διαφορετικές (ακαδημαϊκές) αφετηρίες πριν καταλήξουν να δουλεύουν μαζί. Στην Αμερική ο Αριστομένης, στη Δανία ο Γιώργος. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα βρήκαν έναν αγνώριστο τόπο. «Είχαμε αφήσει μια Κρήτη ακόμα στην προβιομηχανική περίοδο», θυμάται πολλά χρόνια μετά ο Αριστομένης Βαρουδάκης. Τη δεκαετία του ’70 η Κρήτη αλλάζει κυριολεκτικά δέρμα και τα αδέλφια Βαρουδάκη προσγειώνονται σε μια άλλη πραγματικότητα. Οικοδομικός οργασμός, τουριστική ανάπτυξη, ζήτηση για μηχανικούς και αρχιτέκτονες. «Η κοινωνία της Κρήτης έκανε ένα άλμα από την ανέχεια στην ευμάρεια μέσα σε λίγα χρόνια. Οταν αποφασίσαμε να γυρίσουμε στην Ελλάδα και να δουλέψουμε εδώ η Κρήτη ήταν ένα ιδιαίτερα προνομιακό «γήπεδο» για έναν αρχιτέκτονα. Μια διαρκώς διευρυνόμενη μεσαία τάξη των πόλεων ανέθετε σε αρχιτέκτονες να σχεδιάσουν τους χώρους τους. Ηταν μια ευνοϊκή περίοδος που με την τωρινή γνώση μπορώ να πω ότι δεν την αξιοποιήσαμε στο βαθμό που θα μπορούσαμε εμείς οι αρχιτέκτονες». Φυσικά, δεν ήταν ένας δρόμος στρωμένος με τριαντάφυλλα. «Είναι λυπηρό, αλλά ακόμα και σήμερα βλέπεις ότι ελάχιστα γραφεία της περιφέρειας είναι σε θέση να αρθρώσουν αρχιτεκτονικό λόγο. Εκτός από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο, τι άλλο υπάρχει; Στα Χανιά σημαντικό ρόλο έπαιξε η εγκατάσταση και η λειτουργία του Κέντρου Μεσογειακής Αρχιτεκτονικής. Και δεν ήταν τυχαίο που αυτή η ιστορία στήθηκε εδώ. Στη λεγόμενη «αρχιτεκτονική της καθημερινότητας» τα Χανιά έχουν να επιδείξουν μερικά αξιόλογα πράγματα», παραδέχεται ο Αριστομένης Βαρουδάκης. Και του σηκώνεται, κυριολεκτικά, η τρίχα όταν πολλά από τα σπίτια που σχεδιάζει μαζί με τον αδελφό του χρεώνονται στην παραγωγή των «νεόπλουτων» των Χανίων και των περιχώρων. «Εδώ υπάρχει μια τεράστια παρανόηση», και είναι η πρώτη φορά που βλέπω να εξαφανίζεται από το πρόσωπό του το αβίαστο, ευγενικό χαμόγελό του. «Φτάσαμε στο σημείο να μην επιτρέπεται να σχεδιάσεις ή να χτίσεις ποιοτικούς χώρους καθημερινότητας. Αλλά αυτό δεν γινόταν πάντα στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Και τα χρήματα δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα. Κάντε μια βόλτα στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης, στην Ανω Βούλα ή στην Εκάλη στην Αθήνα για να δείτε τι γίνονται τα πολλά λεφτά και πόσες χαμένες ευκαιρίες μετράμε. Επομένως νομίζω ότι με το οικονομικό επίπεδο πολλών Ελλήνων τα τελευταία 20 χρόνια θα έπρεπε να έχουμε πολύ περισσότερες απαιτήσεις από το αντίστοιχο χτισμένο περιβάλλον μας. Και όχι να «πυροβολούμε» όσους κατόρθωσαν, σε συνεργασία με καλούς αρχιτέκτονες, να δημιουργήσουν χώρους που έχουν κάτι να μας πουν». Στο τέλος όλη η συζήτηση καταλήγει στην έλλειψη παιδείας. Και από τους πελάτες και από τους ίδιους τους αρχιτέκτονες. «Οσον αφορά τους αρχιτέκτονες αυτό που βλέπω είναι ότι παρουσιάζουμε σημαντικά ελλείμματα σε σχέση με τη γνώση άλλων τεχνών. Αλλά υπάρχουν και μεγέθη που αλλάζουν προς το καλύτερο. Ο κόσμος που έχει παιδεία και ξέρει τι κάνει η αρχιτεκτονική διευρύνεται, αρχίζει και γίνεται υπολογίσιμο μέγεθος μέσα στην κοινωνία».

Νίκος Σκουτέλης και Φλάβιο Ζανόν

Η αμάθεια υπερίπταται στις πόλεις και τα χωριά

Ως φοιτητές ακόμη, o Νίκος Σκουτέλης και ο Φλάβιο Ζανόν είχαν εργαστεί σε γραφεία καθηγητών τους στη Βενετία, κατάσταση που συνεχίστηκε και μετά το πτυχίο όπου παράλληλα ασχοληθήκαν με έργα αποκατάστασης και νέες προσθήκες σε κτίρια του ελληνικού δημοσίου και σε μικρότερα ιδιωτικά, στην ίδια πόλη. Η βράβευσή τους στο Europan 2 (Ρόδος) για την πλατεία Ελευθερίας του Ηρακλείου άνοιξε τον δρόμο για την Κρήτη, με προσδοκίες μιας άλλης ποιότητας επαγγελματικής ζωής, σε συσχετισμό με τις προσωπικές αναζητήσεις και των δύο για περισσότερη εγγύτητα με τη μεσογειακή φύση.

«Από την πολυκεντρική Ιταλία γνωρίζαμε ότι πολλά πράγματα ήταν δυνατόν να γίνονται ευκολότερα εκτός των μεγάλων κέντρων. Πιστεύουμε ότι οι δυνατότητες που προσφέρει το κέντρο, είναι αντιστρόφως ανάλογες των προσδοκιών, ειδικά των νέων αρχιτεκτόνων. Ετσι ποτέ δεν σκεφτήκαμε την Αθήνα ως βάση των δραστηριοτήτων μας. Η ευμάρεια της κοινωνίας στην Κρήτη έχει ως αποτέλεσμα να «πέφτει πολύ μπετόν». Τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα στάδια, τα νοσοκομεία σχεδιάζονται από εταιρείες κολοσσούς όπως σε όλη τη χώρα. Ο αιγιαλός παραβιάζεται. Εκείνα που συζητάμε ως καλά παραδείγματα, στα χέρια εργολάβων καταντούν χονδροειδείς αποδόσεις κάποιου στυλ του δημιουργού τους. Η αμάθεια υπερίπταται στην Κρήτη, στις πόλεις και στα χωριά, όσο στη δυτική Αττική, στη Χαλκιδική, στη Μύκονο.

Αν ανάμεσα σε αυτό τον οικοδομικό οργασμό κοιτάμε το έργο δέκα ανθρώπων που κάπως καταφέρνουν να ελιχθούν και να εξελίξουν μια συνομιλία με το υγιέστερο μέρος της κοινωνίας και με ό,τι απομένει από το περιβάλλον, μάλλον εθελοτυφλούμε. Η κρητική παραγωγή για την οποία ο λόγος αφορά στο μεγαλύτερο ποσοστό της κατοικίες μιας μερίδας ανθρώπων που στο περιθώριο της ευμάρειας ενδιαφέρονται να ζήσουν και να χτίσουν τη διαφορά. Μικρό μέρος από αυτές τις εξαιρέσεις είναι δημόσιοι χώροι και κτίρια. Εδώ στην Κρήτη, μικρά σχήματα αρχιτεκτονικών γραφείων είναι σε θέση να έχουν τον πλήρη έλεγχο των έργων που τους ανατίθενται». Πολλοί Αθηναίοι συνάδελφοί τους θα πλήρωναν για κάτι τέτοιο.

Δημήτρης Τσακαλάκης

Δεν ξέρουν τι θέλουν

Μετά την Ουάσιγκτον και το Βερολίνο, τις πόλεις που σπούδασε ο Δημήτρης Τσακαλάκης, η επιστροφή στη Σητεία για την έναρξη της επαγγελματικής του δραστηριότητας ακούγεται σαν δύσκολη απόφαση. Οχι για τον ίδιο. «Δεν είχα δεσμούς με την Αθήνα και δεν μου πέρασε καθόλου από το μυαλό η πιθανότητα να αρχίσω να δουλεύω εκεί. Προτίμησα, λοιπόν, τη Σητεία, σε ένα είδος «αγροτικού»».

Η έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας εμπεριείχε δεδομένους κινδύνους. Η Σητεία δεν έχει την αγορά του Ηρακλείου ή των Χανίων. «Ο αρχιτέκτονας, όταν άρχισα είχε σχεδόν εξωτικό περιεχόμενο. Η «ιδέα» του αρχιτέκτονα ήταν ασαφής, τα κτίρια τα «έκανε» ο πολιτικός μηχανικός. Απουσίαζε, δηλαδή, η παράδοση παλιότερων αρχιτεκτόνων, πάνω στην οποία θα πατούσα εγώ». Παρά το μάλλον αποθαρρυντικό περιβάλλον η δουλειά του Δημήτρη Τσακαλάκη έβγαλε ρίζες στην Ανατολική Κρήτη και σήμερα το όνομά του είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα. «Νομίζω κατάφερα να μην απομονωθώ, η δουλειά μου, ούτως ή άλλως δεν είχε ποτέ αυστηρά τοπικό χαρακτήρα». Η πρόσληψη της αρχιτεκτονικής άλλαξε στα 20 αυτά χρόνια, υποστηρίζει ο Δημήτρης Τσακαλάκης, αλλά και πάλι όχι σε θεαματικό βαθμό. «Η αρχιτεκτονική ακούγεται περισσότερο, ο κόσμος αναζητά τον αρχιτέκτονα, αλλά τις περισσότερες φορές κάπως καθυστερημένα αφού, δηλαδή, εκδοθεί η οικοδομική άδεια, κάποιες φορές υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στη δουλειά του αρχιτέκτονα και του διακοσμητή». Σύμφωνα με τον Δημήτρη Τσακαλάκη υπάρχουν δύο κατηγορίες πελατών. Οι άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα να χτίσουν το δικό τους σπίτι και οι εργολάβοι οι οποίοι κατασκευάζουν πολυκατοικίες μεσαίου μεγέθους. «Σπάνια συμβαίνει να έχουν δει μια προηγούμενη δουλειά μου και να μου τηλεφωνήσουν». Κι όπως σε όλη την Ελλάδα έτσι και εδώ οι μόδες δίνουν και παίρνουν. «Πέρα από τις μορφές ο κόσμος δεν ξέρει πώς θέλει να ζήσει στο σπίτι του, δεν βρίσκει τον χρόνο να το σκεφτεί». Ακόμα και στη Σητεία; Ναι, ακόμα και στη Σητεία!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή