Ενα παιχνίδι γεμάτο ζωή, έρωτα και θάνατο

Ενα παιχνίδι γεμάτο ζωή, έρωτα και θάνατο

4' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΝ ΣΕΞΤΟΝ

Ερωτικά ποιήματα

μετάφραση – εισαγωγή – επίμετρο: Ευτυχία Παναγιώτου

εκδ. Μελάνι

«Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ».
Γ. ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ

«Δύο κυρίες που κάθονται σε σκοτεινές καρέκλες»: αυτό το είδωλο αντιγύριζε στην Αν Σέξτον (1928-1974), την κατεξοχήν εξομολογητική Αμερικανίδα ποιήτρια, ο καθρέφτης της. Δύο διαφορετικές γυναίκες που πάλευαν εντός της μέχρι τελικής πτώσεως και οι πολεμικές τους ιαχές έδιναν τον τόνο στην ποίησή της: η μία ήθελε να ελπίζει και η άλλη ήξερε ότι είναι εξαρχής αργά. «Μια γυναίκα γεννιέται δύο φορές», έγραφε στην κόρη της Λίντα, το 1964.

Η ίδια η Σέξτον γεννήθηκε τόσες φορές όσες αποπειράθηκε να πεθάνει: το 1956, το 1966, το 1970, τρεις φορές το 1973. Το 1974 πια η κόκκινη Κούγκαρ της την οδήγησε, με εισπνοή μονοξειδίου, στον Θεό που αναζητούσε, επισφραγίζοντας την ανήκεστη θλίψη μιας γυναίκας που ήθελε όσο τίποτα άλλο να αγαπηθεί και δεν ήξερε πώς, που πεινούσε για έρωτα και για ζωή και συνομιλούσε διαρκώς με τον θάνατο. Η ποίησή της, «η καλή της μούσα» που δεν την εγκατέλειπε ποτέ, «η καλή της νοσοκόμα» που τη συντρόφευε τις μέρες του εγκλεισμού, εξομολογητική και μυστικιστική, ρομαντική, συμβολιστική και υπερρεαλιστική, την κρατά πάντα ζωντανή, συνεχίζει να λειτουργεί σαν τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα όχι τόσο εντός της πια όσο εντός μας.

Κόρη της μικροαστικής Αμερικής στην οποία ενσωματώθηκε απορρίπτοντάς της, μεγαλωμένη χωρίς αγάπη και στοργή, παντρεμένη από τα δεκαοχτώ της χρόνια για να γλιτώσει από την οικογενειακή ασφυξία και εξίσου άστοργη μητέρα, η Σέξτον θα παγιδευτεί σε μια ολέθρια αντίφαση, τον καταναγκασμό της επανάληψης από τη μια και την ελεύθερη φύση της από την άλλη. Ισως αν η μητέρα της δεν την απέκοβε από την παραμυθία της ποίησης (από ανταγωνισμό και ζήλια, μιας και έγραφε και η ίδια;) στα εφηβικά της χρόνια, να ήταν ο δρόμος της λίγο διαφορετικός. Κατέφυγε ξανά σ’ αυτήν σαν σε φάρμακο, μετά τον πρώτο νευρικό κλονισμό στα είκοσι οχτώ της. Θα μαθητεύσει στον Ρόμπερτ Λόουελ, τον «πατέρα» της εξομολογητικής ποίησης, πριν αρχίσει να διδάσκει η ίδια δημιουργική γραφή και τα ποιήματά της γίνουν ψυχοθεραπευτικό υλικό. Υποφέροντας, παλεύοντας ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, στη λογική και στην τρέλα, μονίμως ηττημένη και ξαναγεννημένη, η Ανν Σέξτον θα ζήσει μια ζωή πολυτάραχη, με πολλούς εραστές και ερωμένες, με τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω της, τιμημένη, αυτή, η αυτοδίδακτη, με διδακτορικά και βραβεία, αγωνίστρια της ειρήνης. Γυναίκα ελεύθερη, που στους στίχους της αποκάλυπτε τη γυναικεία φύση γυμνή, ανυπεράσπιστη μέσα στη μεγαλειώδη δύναμή της, η Σέξτον την ίδια στιγμή που «τιμούσε τη μήτρα της» και εξέθετε τις διαδοχικές της εκτρώσεις ήταν εθισμένη, αλκοολική, πλήγωνε τον εαυτό της γιατί μόνο αυτό ήξερε να κάνει και σκόνταφτε διαρκώς στην έλλειψη νοήματος: «Τώρα που έγραψα πολλές λέξεις / και ομολόγησα τόσους έρωτες, για τόσους πολλούς, / και υπήρξα ολότελα αυτό που ήδη ήμουν – / μια γυναίκα των καταχρήσεων, της φλόγας και της απληστίας / βρίσκω την προσπάθεια ανώφελη.» Η πείνα που νιώθει είναι η πείνα για το απόλυτο και την εξουθενώνει, ένα άλλο spleen στα πολύβουα σίξτις, μια αρρώστια του αιώνα διαφορετική στην εκδοχή μιας «τέτοιας γυναίκας που δεν φοβάται να πεθάνει», αλλά παραπαίει διαρκώς ανάμεσα στην επιζήτηση της αποδοχής και στην παράβαση.

Χωρίς ταμπού

Στην ποίησή της, «το περιεχόμενο επικρατεί, αλλά το ύφος διαφεντεύει», όπως έλεγε. Γλώσσα απλή, καθημερινή, χωρίς ταμπού και τύποι λόγιοι πάντα με λόγο και αιτία, σύμβολα επανερχόμενα και εικόνες που συνδέουν το πρωταρχικό τραύμα με κάθε πληγή και το σπέρμα του θανάτου με κάθε νεκρό, εικόνες που περικλείουν πάντα αυτή τη σκοτεινή αντίφαση, ακόμα κι όταν υποδύονται τη χαρά, που εισάγουν τη φαντασία εκεί που κάποιοι νομίζουν ότι διαβάζουν το βίωμα γυμνό και αποκρύπτουν εκεί όπου τα πάντα δείχνουν να αποκαλύπτονται.

Η Σέξτον, όπως και Γ. Ντ. Σνόντγκρας, σιχαινόταν τον όρο «εξομολογητικός». Διότι η ποίησή της επινοεί διαρκώς και ακαταπαύστως τόσο το ποιητικό εγώ όσο και το εσύ στο οποίο απευθύνεται, ώστε η εξομολόγηση να ταυτίζεται εντέλει με τη δημιουργική φαντασία και όχι με τη ζωή την ίδια, την οποία αναπαριστά μέσα από σειρές συμβόλων και σπασμένα κάτοπτρα. Επεξεργάζεται με εξαιρετική επιμέλεια τις σταθερές θεματικές της: ο έρωτας, ο θάνατος, η πληγή, το ρήγμα, η απόσταση, η μεταστοιχείωση και η καταστροφή του σώματος, η τρέλα, τα χάπια, ο εθισμός, ο έρωτας ως «μόλυνση» («Θέλοντας να πεθάνω», μετ. Γ. Αντιόχου) κι ο θάνατος, ο θάνατος, ο θάνατος. Επανέρχεται στο ρομαντικό ut musica poesis με δουλεμένες παρηχήσεις και έντονο εσωτερικό ρυθμό, υιοθετεί τα επίπεδα της πραγματικότητας του συμβολισμού και χειρίζεται με δεξιοτεχνία τις προσωπίδες.

Το «Ποίημα-Ανν-Σέξτον» δεν είναι ποτέ απλό, ούτε καν όταν θυμίζει τη δική μας Πολυδούρη, στο «Εμάς» λόγου χάρη, όπου είναι πριγκίπισσα του έρωτα, ή τεντώνει το σκοινί ανάμεσα στο προσωπικό και το πολιτικό, όπως στο «Δεκαοχτώ ημέρες χωρίς εσένα». Η άγρια περηφάνια που η άλλη όψη της είναι η ανυπεράσπιστη παιδικότητα μέσα σε έναν κόσμο σκοτεινό σαν την ψυχή δεν επιτρέπει παρά έναν έρωτα είτε εφήμερο είτε θανατηφόρο, πάντα ωστόσο απαστράπτοντα και παράφορα σωματικό. Αυτός ο έρωτας καθρεφτίζεται στα ποιήματα που ωραία μετέφρασε η καλή νεαρή ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου κι έρχονται να προστεθούν στα ποιήματα της Σέξτον στη «Θηριώδη μούσα» του Γιάννη Αντιόχου, μια ανθολογία επτά αυτόχειρων Αμερικανών ποιητών στην οποία θα επανέλθουμε, στις σκόρπιες μεταφράσεις της σε περιοδικά και ανθολογίες.

Σ’ αυτά τα ποιήματα του δύσκολου έρωτα καθρεφτίζεται το κατακερματισμένο πρόσωπο μιας ποιήτριας που σφράγισε την αμερικανική ποίηση και το ουρλιαχτό της, σύστοιχο του Γκίνσμπεργκ αλλά σε εντελώς διαφορετική τονικότητα, ακούγεται ως σήμερα τόσο οικείο, ίσως γιατί όλοι με έναν τρόπο θα καλοδέχονταν το έλεος, αυτό το πολύσημο έλεος που έκανε τραγούδι ο Πήτερ Γκάμπριελ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή