Από τη μεγαλοφυΐα στην αυτοκαταστροφή

Από τη μεγαλοφυΐα στην αυτοκαταστροφή

6' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Θηριωδης Μουσα

Επιλογή από το έργο επτά αυτόχειρων Αμερικανών ποιητών

Ανθολόγηση-Εισαγωγή-Σχόλια-Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου

εκδ. Μικρή Αρκτος

«Κάθε πόνος είναι καλός· κάθε πόνος είναι χρήσιμος·
κάθε πόνος φέρνει καρπούς· κάθε πόνος είναι ένας κόσμος».
Μισέλ Ουελμπέκ

Σαν σε μεσαιωνικό μακάβριο χορό, στην ανθολογία του ποιητή Γιάννη Αντιόχου επτά Αμερικανοί ποιητές, άντρες και γυναίκες, αντιστρέφουν τους ρόλους και τείνουν αυτοί το χέρι στον θάνατο. Ο Αντιόχου εστιάζει στη σαρκοβόρα πλευρά της δημιουργίας, στη σχέση της ψυχικής διαταραχής με την έμπνευση, την ενόραση, τη μεγαλοφυΐα, την αυτοκαταστροφή. Πολύπλοκο το ζήτημα, όσο και το πλέγμα του πόνου για τον κάθε άνθρωπο και η ίδια αυτή στιγμή, που βάζει τέλος στον πόνο – ανοίγοντας συχνά μια μυθολογία.

Οι οικείοι εξομολογητικοί

Κάποιους από τους Αμερικανούς αυτοκτόνους τους γνωρίζουμε, όπως τη Σύλβια Πλαθ (1932-1963), τη «Λαίδη Λάζαρο» με τις εννιά ζωές στα τριάντα της χρόνια, που δεν έπαυε να ονειρεύεται το απόλυτο και να καταλήγει στα Τάρταρα. Στις αρχές του 1963, η Πλαθ ήταν ήδη σημαντική δημιουργός, είχε πίσω της μια ολόκληρη ζωή χωρίς τον πατέρα της και μια ολόκληρη ζωή μαζί με τον Τεντ Χιουζ, με τον οποίο έχει πια χωρίσει. Είναι μόνη της με δύο μωρά σε ένα παγωμένο σπίτι στο Λονδίνο, απένταρη, θλιμμένη, μανιασμένη, ανήμπορη: «Το να πεθαίνεις / Είναι ένα είδος τέχνης, όπως κι οτιδήποτε άλλο. / Το κάνω εξαιρετικά καλά.». Η ζωή και το έργο της ως ένα μοντέρνο ars moriendi.

H Αν Σέξτον (1928-1974) επέζησε έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο της αγαπημένης της Σύλβιας. με την οποία τόσα την ένωναν και τόσα τη χώριζαν. Εγκεφαλική και μαζί ορμητική, πολυστρωματική και διάφανη, συμβολική και μυθική η ποίηση της Πλαθ, περισσότερο προσωπική, κουβεντιαστή, χαμηλόφωνη η ποίηση της Σέξτον, όλο και πιο πολύπλοκη προς το τέλος. Αγκιστρωμένη στη θλίψη για μια χαμένη και ανέφικτη ενότητα που όλο της γλιστράει μέσα από τα δάχτυλα, μιλάει για τον θάνατο της φίλης της, αλλά και το δικό της: «Σύρθηκες κάτω ολομόναχη /μέσα στο θάνατο που τόσο απελπισμένα και για τόσο καιρό επιθύμησα / […] ο θάνατος που ήπιαμε στην υγειά του, / τα κίνητρα και κατόπιν η κρυφή πράξη;».

Ο Τζον Μπέρρυμαν (1914-1972) είδε παιδί τον πατέρα του να πηδάει από το παράθυρο του δωματίου του, πάλευε το δεσποτισμό της υψοφοβικής μητέρας του σκαρφαλώνοντας, και είχε ήδη μαθητεύσει στην απιστία. Ακαδημαϊκός, αλκοολικός, καταθλιπτικός, ο Μπέρρυμαν γνώρισε νωρίς την αποδοχή για την ποίησή του, ριζωμένη στους αγαπημένους του συγγραφείς, στην ψυχανάλυση, στα βιώματά και στις αντιφάσεις του, στην πίστη και στην ενοχή που τον σπαράσσουν, αλλά όπως και της Σέξτον και της Πλαθ επίσης ριζωμένη στην εποχή, στους φόβους και τις διαψεύσεις του μεταπολέμου σε μια Αμερική του καταναλωτισμού και της απώλειας του προσώπου: «Κάπου το εγχείρημα συνεχίζει, όχι – / κίτρινος ο ήλιος ξαπλώνει στη σαλιάρα του βρέφους – / στου Χένρι την πληγωμένη σκέψη./ Υποθέτω πως ο κόσμος θα ήταν, πρέπει να υποκύψουμε. / Αργότερα. / Θα κρεμαστώ, και δεν θα είμαι μέρος του.

Ο τροβαδούρος… και η πικραγαπημένη του

Υπάρχουν όμως και άλλοι, άγνωστοί μας, όπως ο Νίκολας Βάτσελ Λίντσεϊ (1879-1931), που γεννιέται στο Σπρίνγκφιλντ του Ιλινόις και θα γίνει στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ο βάρδος ενός εναλλακτικού μοντερνισμού σε σχέση με αυτήν του Πάουντ και του Ελιοτ και μιας αμερικανικότητας στα βήματα του Ουίτμαν και του Εμερσον. Γιος γιατρού που ξεκινά σπουδές ιατρικής, θέλει να γίνει ζωγράφος και καταλήγει ποιητής, και μάλιστα περιπλανώμενος τροβαδούρος. Φιλοδοξεί να κρατήσει ζωντανή την παράδοση της προφορικής ποίησης συνοδεία μουσικής, λατρεύει τη φύση και την ύπαιθρο την ώρα που μαίνεται ο αστικός εκσυγχρονισμός, προσπαθεί να εντάξει τον λόγο του Αλλου, του νέγρου και του Ινδιάνου, στην ποίησή του και στην αμερικανικότητα, την οποία θεωρεί ότι θεμελιώνουν. Αλαφροΐσκιωτος που βλέπει στα λιβάδια του Σπρίνγκφιλντ περισσότερους αγγέλους από όσους στην «Αποκάλυψη», πειραματίζεται στην ποίησή του με τις τεχνικές της κινούμενης εικόνας την οποία υμνεί. Συνειδητοποιεί σιγά-σιγά ότι ο κόσμος γοητεύεται από την περφόρμανς και όχι από την ουτοπία του, τα χρόνια περνούν, είναι φτωχός, στερεύει, δεν θέλει να γίνει «παπαγάλος του εαυτού του», αποχωρεί. Το μεγαλόπνοο, ρυθμικό, μουσικό στίχο του, των μεγάλων ιδεών και των μεγάλων αποστάσεων, τον ανακαλύπτουν και πάλι οι μπητ της κραυγής και του δρόμου. Θα έπρεπε να τον αναζητήσουν και οι σλάμερς:

Μαύροι χοντροί και νεαροί σ’ ένα κελάρι, / Βασιλιάδες των κελαριών, με πόδια ασταθή,/ Χαλαρωμένοι και κουβαριασμένοι και πάνω στο τραπέζι αυτοί θρυμματισμένοι./ Ενα υπόκωφο κρουστό μπάσο./ Επάνω στο τραπέζι αυτοί θρυμματισμένοι/ Με τη λαβή ενός σκουπόξυλου χτυπούν ένα αδειανό βαρέλι,/ Με όση δύναμη μπορούν,/ Μπουμ, Μπουμ, ΜΠΟΥΜ,/ Με μια ομπρέλα μεταξωτή κι ενός σκουπόξυλου τη λαβή,/ Μπουμ και κάτω, Μπουμ και κάτω, Μπουμ και κάτω, ΜΠΟΥΜ./ ΤΟΤΕ ήμουν θρησκευόμενος, ΤΟΤΕ είχα ένα όραμα./ Δεν μπορούσα να στραφώ απ’ το ξεφάντωμά τους στο χλευασμό./ ΤΟΤΕ ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΚΟΝΓΚΟ ΝΑ ΣΕΡΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΑΥΡΙΛΑ,/ Περισσότερο συνειδητός. Επίσημα τραγουδισμένος.

ΔΙΑΣΧΙΖΟΝΤΑΣ ΑΠ’ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΜΙΑ ΧΡΥΣΗ ΠΟΡΕΙΑ.
(«Ποταμός Κογκό»)

Ο Βάτσελ Λίντσεϊ ήταν ερωτευμένος με την ποιήτρια Σάρα Τίσντεϊλ (1884-1933), αλλά ήταν φτωχός και τον άφησε για έναν μεγαλέμπορο. Θα μείνουν για πάντα φίλοι και η Σάρα, που κάποια στιγμή θα χωρίσει, δεν θα ξεπεράσει ποτέ μια απόφαση την οποία έλαβε ως γυναίκα της εποχής της, ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό: «Οταν είχα πει, «Αυτή η τραγική φάρσα που εμπλέκομαι / Δεν έχει μήτε αξιοπρέπεια, μήτε ευχαρίστηση μήτε τέλος», / Η άγια νύχτα όλα της τ’ άστρα τοποθέτησε γύρω μου, / Ντροπιάστηκα, έχω προδώσει το Φίλο μου». Εύθραυστη, μεγαλωμένη μέσα σε ένα αυστηρό, βικτωριανό περιβάλλον, επηρεασμένη από τη Σαπφώ, την Εμιλι Ντίκινσον και κυρίως από την Κριστίνα Ροσέτι, την οποία λάτρευε, η Τίσντεϊλ γράφει για τη φύση και τον έρωτα και καθώς βυθίζεται στην κατάθλιψη όλο και περισσότερο για το θάνατο. Πρωτογενής ο λυρισμός της, λιτό κι αυθεντικό το συγκρατημένο αίσθημα στους στίχους της: μια ελάσσων φωνή που συγκινεί.

Αμερικανός Ρεμπώ

Ο Χάρολντ Μπλουμ αγάπησε την ποίηση διαβάζοντας Χαρτ Κρέιν (1899-1932), τον Αμερικανό ορφικό, που ελιοτικός και μαζί ουιτμανικός καθρεφτίζει στην ποίησή του την πολυπρόσωπη Αμερική. Μποέμ, ποιητής της Νέας Υόρκης και της «Γέφυρας» του Μπρούκλυν (που αξίζει τον κόπο να τη διαβάσει κανείς μαζί με εκείνη του Μαγιακόφσκι), υμνεί στο «μεγάλο αυτό αμερικανικό ποίημα» τους νέους καιρούς, ενσωματώνοντας όμως κάθε στιγμή, κάθε κείμενο και λέξη του παρελθόντος και συνδηλώνοντας τους ομοφυλοφιλικούς του έρωτες. Επηρεασμένος από τον Ελιοτ, θέλει με τον μοντερνισμό του να εκφράσει όχι μια έρημη χώρα, αλλά μια χώρα που σφύζει από ζωή, κι ας έλκεται ο ίδιος αναπόδραστα από τον θάνατο, τον διαμελισμό, τη θραύση. Θα τον κερδίσει η θάλασσα του Μεξικού, την ώρα που σχεδιάζει να αλλάξει ζωή: «Κι έπειτα, η καυστική σταγόνα τη σταγόνα, μια τέλεια οιμωγή / Που θα κουρδίσει κάποια σταθερή αρμονία – / Απηνές τέχνασμα για όλους αυτούς που προσπερνούν / Το μύθο της νιότης τους μες στο καταμεσήμερο».

Αναπολήσεις ενός «Χαμένου κόσμου» από έναν σπουδαίο και δίκαιο κριτικό

Τέλος, ο Ράνταλ Τζάρελ (1914-1965), τον οποίο γνωρίζουν όλοι οι αμερικανιστές ως σπουδαίο κριτικό, βιτριολικό και μαζί δίκαιο, που στήριξε και ανέδειξε την Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, τον Ρόμπερτ Λόουελ, τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς και άλλους πολλούς.

Η κλίση του είναι εμφανής ακόμα και στα πρώτα του ποιήματα, περισσότερο ακαδημαϊκά, ειρωνικά, άψογα μορφικά· και σ’ αυτά κάτι ξεφεύγει, προς το όνειρο ή τον εφιάλτη. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον παραλογισμό του βρίσκει το θέμα του: εικόνες φόβου, θανάτου, κατακερματισμού, υπερρεαλιστικές, που αποτυπώνουν το καθημερινό με χρώματα του ασυνείδητου, φωνές θεατρικές, δραματικές, που φέρνουν στο φως τον ζόφο της ανθρώπινης ψυχής, με μια καθολικότητα που διαφοροποιείται σε ένα βαθμό από την προσωπική, εξομολογητική ποίηση των συγκαιρινών, ομοτέχνων και φίλων του. Νοσταλγικά είδωλα σε παραμορφωτικούς καθρέφτες, εφιάλτες με μυθικές και συμβολικές επενδύσεις, αναπολήσεις ενός «Χαμένου κόσμου» και ξανακερδισμένη ποίηση: «[…] Τεντώνομαι σ’ αυτό / με αδειανά τα χέρια, το χέρι μου επιστρέφει αδειανό,/ κι ακόμα η κενότητά μου αντιπραγματεύεται για την κενότητά της,/ είχα ανακαλύψει πως ο Χαμένος Κόσμος στο γραφείο απολεσθέντων αντικειμένων / στις κολώνες του οποίου τις γκρίζες δυσανάγνωστες διαφημίσεις / είχε απομνημονεύσει η ψυχή μου κόσμο τον κόσμο: / ΧΑΜΕΝΟ – ΤΙΠΟΤΑ. ΞΕΣΤΡΑΤΙΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΟΥΘΕΝΑ./ ΔΙΧΩΣ ΑΜΟΙΒΗ. / Κρατώ μέσα στα δικά μου χέρια, με μακαριότητα, ένα / Τίποτα: το τίποτα για το οποίο δεν υπάρχει καμία ανταμοιβή». / Επτά φωνές που γυρνάνε τα μέσα έξω στην Αμερική – εικόνα, στην Αμερική όπου «όλα γίνονται εικόνες: μόνο εικόνες υπάρχουν, δημιουργούνται, καταναλώνονται» (Ρολάν Μπαρτ), μαζί και στην ανθρώπινη ψυχή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή