Μια «Κυρία» στον ηλεκτρικό

1' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παραμένει νέο; Τι έχει να πει στους σημερινούς αναγνώστες; M’ αυτές τις απορίες ξαναδιάβασα τη νουβέλα που έγραψε ο Μένης Κουμανταρέας πριν από 35 χρόνια και εκδόθηκε το 1978. Μια ώριμη γυναίκα εντοπίζει στη διαδρομή της με το τρένο, από το Μοναστηράκι προς την Κηφισιά, έναν νεαρό. Το τυχαίο της συνάντησης αρχίζει να γίνεται αγωνιώδης αναζήτηση. «Εσμιγαν κάθε βράδυ στις οχτώ. O ένας έμπαινε Θησείο, η άλλη Μοναστηράκι. (…) Επιανε την ίδια θέση, γωνιακή, δίπλα στο παράθυρο, αντίθετα στη φορά του τρένου κι η ματιά του έμενε καρφωμένη στη συρτή πόρτα. Από κει, σε λίγα λεπτά, όσο έκανε το τρένο για το Μοναστηράκι, θα εμφανιζόταν εκείνη».

Σιγά σιγά άρχισε να εμφανίζεται ανάμεσά τους η οικειότητα, που γρήγορα έδωσε τη θέση της στη λαχτάρα και την ανυπομονησία. Σε λίγο δεν τους αρκούσε η συνύπαρξη της διαδρομής. O νεαρός πολιόρκησε την ώριμη γυναίκα κι εκείνη ενέδωσε. Πρώτα για ένα κουτούκι και μετά για ένα υπόγειο δωμάτιο. Και η ίδια, μονόχρωμη ζωή της κυρίας Κούλας ξαφνικά γέμισε χρώμα και φως, προσμονή, ικανοποίηση και νεότητα. «Εβλεπε τον εαυτό της κοπελίτσα, άνοιξη βράδυ, σχολνώντας απ’ τα λογιστικά.

Την είχε πάρει ένα αγόρι ξοπίσω και δεν την άφηνε σε ησυχία, ωσότου τη στρίμωξε σ’ έναν τοίχο, πάνω σε μια διαφήμιση, ακόμα το θυμόταν το φιλί του…». Επειτα από τόσα χρόνια, έπειτα από τόσο μεγάλη διακοπή της συζυγικής ερωτικής της ζωής -όπως συμβαίνει σε πολλές συζυγικές ζωές- η κυρία Κούλα έζησε για λίγο το όνειρο. Για λίγο. Μετά, σαν να συνήλθε, ξαναγύρισε στην καθημερινότητά της, στα παιδιά της, στον άντρα της, στις μικρές κι ασήμαντες ασχολίες της, στη δουλειά του γραφείου.

Ναι, τελικά «H κυρία Κούλα» εξακολουθεί να είναι νέα, επίκαιρη, ζωντανή. Εξακολουθεί να συμβολίζει τις μικρές τυχαίες διαφυγές των απλών ανθρώπων, τα μεγάλα όνειρα που φτιάχνουν, για λίγο, την ανάταση που νιώθουν όσο κρατάει μια διαδρομή με το τρένο. Και εκτός από τις αποχρώσεις της διάθεσης των ηρώων, περπατάμε στις περιγραφές δρόμων της Αθήνας, ανθρώπων, χαρακτηριστικών μιας πόλης ίδιας και άλλης.

«Βάδιζαν στην Αχαρνών, που τέτοια ώρα ήταν έρημη από αυτοκίνητα, η μόνη ώρα να περπατήσεις σ’ ετούτη την πόλη. Μέσα απ’ τις πολυκατοικίες ξέφευγαν οι ανάσες των κοιμισμένων. Εξω στις πόρτες άραζαν οι πλαστικές σακούλες με τα σκουπίδια. O δρόμος βούλιαζε σ’ ένα φως υποτονικό κι η μια επιγραφή ήταν συνέχεια της άλλης. Καταστήματα ειδών ιματισμού, επιπλάδικα, πιτσαρίες, σουβλατζίδικα, όλα με τα ρολά κατεβασμένα και μέσα στις βιτρίνες παντού μια λάμψη γαλάζια-γκρίζα, νεκρική».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή