Αγριες λεηλασίες σ’ έναν τόπο ζωικής χαράς και πένθους

Αγριες λεηλασίες σ’ έναν τόπο ζωικής χαράς και πένθους

3' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΚΙΝΓΚΣΟΛΒΕΡ

Η δηλητηριώδης Βίβλος

μετ.: Κωνσταντίνος Ματσούκας

εκδ. Μελάνι, σελ. 620

Μια οικογένεια ιεραποστόλων φτάνει το 1959, ενόσω το Κονγκό ανήκει ακόμη στο Βέλγιο, στη μικρή κοινότητα της Κιλάνγκα, στα βάθη της χώρας. Πατέρας-αφέντης ο φανατικός βαπτιστής Νέιθαν Πράις, βέβαιος για την αλήθεια του, επειγόμενος να την επιβάλει στους μαύρους με κάθε τίμημα, παρωπιδοφόρος, αυταρχικός, τρελός πριν από την τρέλα. Πλάι του, η ωραία, παθητική γυναίκα του Ορλεάνα και τέσσερις κόρες: η δεκαεξάχρονη Ραχήλ, απορροφημένη από την αυτάρεσκη εφηβεία της, οι προικισμένες πνευματικά δίδυμες Λία και Αντα -η πρώτη ένα παράτολμο αγοροκόριτσο, η δεύτερη ανάπηρη εκ γενετής, αλλά με έντονη εσωτερική ζωή-, η μικρή Ρουθ-Μέι, μια σπαρακτική παιδική παρουσία που καταφέρνει, μόνη αυτή, να διαρρήξει τα πολιτισμικά σύνορα ανάμεσα στους ξένους και τους ντόπιους. Και γύρω τους, η Αφρική – μια ρωμαλέα, σκοτεινή, διφορούμενη δύναμη, αντιστεκόμενη σε κάθε απόπειρα προσηλυτισμού, προσεταιρισμού, κατανόησης. Μυστηριώδης και απροσπέλαστη, αυτάρκης και υπερήφανη, ωστόσο πληγωμένη από την αποικιοκρατία, καθημαγμένη από την αγριότητα των Βέλγων κατακτητών, καταληστευμένη από τον πλούτο της, ποθώντας εναγώνια την ανεξαρτησία της.

Η Ορλεάνα και οι κόρες της πασχίζουν να στήσουν ένα στοιχειώδες νοικοκυριό μέσα στη φύση που αντιστέκεται βίαια, ενώ ο ζηλωτής πατέρας, φλεγόμενος να «σώσει» τους ντόπιους, ολέθρια αδιαφορώντας για τις τοπικές παραδόσεις και τις πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες, σκοντάφτει στην αθώα τους απορία και την κλιμακούμενη εχθρότητά τους. Και ενώ σ’ εκείνη την απομονωμένη γωνιά του Κονγκό ξετυλίγεται ένα ταχύδραμα ακατανοησίας και βαναυσότητας, τα αστικά κέντρα συγκλονίζονται από την υπόσχεση της ανεξαρτησίας. Στις 30 Ιουνίου του 1960 ανακηρύσσεται η ανεξάρτητη δημοκρατία του Κονγκό με πρόεδρο τον Πατρίς Λουμούμπα – μια βραχύβια περίοδος χάριτος, που θα λήξει με το πραξικόπημα Μομπούτου, την άγρια δολοφονία του λαοφιλούς ηγέτη και την εγκαθίδρυση ενός διεφθαρμένου, δικτατορικού καθεστώτος υποστηριζόμενου από τις ξένες δυνάμεις και κυρίως την Αμερική. Λίγους μήνες αργότερα, η οικογένεια Πράις θα χτυπηθεί από την τραγωδία και θα διασκορπιστεί σε κάθε γωνιά του κόσμου. Μόνο ο Νέιθαν θα μείνει πίσω, στην Κιλάνγκα.

Οπως ο Κόνραντ στην «Καρδιά του Σκότους», έτσι και η Κινγκσόλβερ αποτυπώνει στο βιβλίο της μια σαγηνευτική ήπειρο, που μολονότι αφανίζεται από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, είναι επίσης σε θέση να αφανίσει τους πράκτορες και διαμεσολαβητές της αποικιοκρατίας. Οπως ο Κουρτζ στο βιβλίο του Κόνραντ, έτσι και ο Νέιθαν Πράις, παροξύνοντας τη ριζική παρεξήγηση που βρίσκεται στη ρίζα της ανέφικτης επικοινωνίας λευκών και μαύρων, ρουφιέται από το μυστήριο και στο τέλος καταστρέφεται απ’ αυτό. Αντίθετα από τον Κόνραντ, ωστόσο, η Κινγκσόλβερ δεν θέλει να πείσει τον αναγνώστη της ότι η μοίρα του Πράις είναι η αναπόφευκτη κατάληξη κάθε απόπειρας προσέγγισης του αλλότριου. Το παράδειγμα μιας από τις κόρες της οικογένειας, της Λία, η οποία μένει στην Αφρική μετά το εσπευσμένο φευγιό των αδελφών και της μητέρας της, δίνει την προοπτική μιας πιο θετικής δυνατότητας, μιας ελπίδας.

Η «Δηλητηριώδης Βίβλος» είναι φιλόδοξο μυθιστόρημα. Αφηγηματικά έξοχο (οι φωνές των πέντε γυναικών που εξιστορούν την περιπέτειά τους είναι απόλυτα διακριτές -και σ’ αυτό συμβάλλει τα μέγιστα η γλαφυρή μετάφραση του Κωνσταντίνου Ματσούκα- και χαρακτηρολογικά χρωματισμένες), συνδυάζει λαμπρά το πολιτικό με το προσωπικό, αντιπαραθέτει τα βιβλικά σύμβολα με τις κατακτήσεις του ορθού λόγου, τον ανδρικό με τον γυναικείο κόσμο, το φως με το σκοτάδι, δραματοποιεί τις αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτισμούς -με τον δυτικό να προϋποθέτει την απόλυτη ανωτερότητά του, ενώ στην πραγματικότητα βασίζεται στην άγνοια και το λάθος- και καταφέρνει να μη μείνει απλώς σε μια λογοτεχνική «απεικόνιση» της Μαύρης Ηπείρου, αλλά να αναδείξει την Αφρική ως τόπο σφραγισμένο από την ιμπεριαλιστική παρουσία, πεδίο περιδινούμενων συμφερόντων και ιδεών, τόπο πένθους αλλά και ζωικής χαράς, που αδιάκοπα λεηλατείται και αδιάκοπα αναγεννάται, περιμένοντας, πάντα περιμένοντας, τη στιγμή της απελευθέρωσης. Οσο για τους λευκούς «εκπολιτιστές» του, αυτοί, όπως λέει η Αντα προς το τέλος του βιβλίου, «έφτασαν με τόσα λάθη πάνω τους, που ποτέ δεν θα μάθουν ποια απ’ αυτά έγραψαν ιστορία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή