Δύο παραστάσεις του Λιβαθινού

Δύο παραστάσεις του Λιβαθινού

3' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λόρκα
Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα
σκην.: Στάθης Λιβαθινός
Θέατρο: οδού Κεφαλληνίας

Σαίξπηρ
Βασιλιάς Ληρ
σκην.: Στάθης Λιβαθινός
Θέατρο: Παλλάς (από το ΚΘΒΕ)

«Από δω κερδίζεις από κει χάνεις.
Πάλι από δω χάνεις από κει κερδίζεις.
Κερδίζουμε ποτέ ολοκληρωτικά»
ΜΗΝΑΣ ΔΗΜΑΚΗΣ
«Το ταξίδι», 1960

«Οίκος» στην «Οδύσσεια» σημαίνει (και) γυναικωνίτις, στις δε «Φοίνισσες» του Ευριπίδη έχει τη σημασία του ιερού, του ναού. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο περίκλειστες έννοιες αναζητείται, νομίζω, το στίγμα του λορκικού «Σπιτιού της Μπερνάρντα Αλμπα», του μόνου ίσως καθαρά θεατρικού έργου, που δεν υποσκάπτεται από τον ποιητικό λυρισμό του ισπανικού duende, στον οποίο διέπρεψε ο «κατά λάθος», όπως είπαν οι φρανκιστές, δολοφονημένος (1936) ποιητής. Η ακοίμητη φρουρός της ανεπίληπτης ηθικής της οικογένειας μητέρα, ενσαρκώνει κι αυτή μια καταπιεστική ηθική που φιμώνει (όπως και σε άλλα του έργα) την ανομολόγητη τότε ομοφυλοφιλία του Λόρκα. Ιδίως στο πρόσωπο της Αντέλας, χωρίς πια ξόρκια και τραγούδια, επαναστατεί κατά του καθολικισμού και της δεσποτείας πάνω στο σώμα (Extra ecclesiam, nulla salus = Εκτός Εκκλησίας ουδεμία σωτηρία).

Μετά τον θάνατο του άντρα της, η τυραννική μάνα Μπερνάρντα επιβάλλει οκταετές καθολικό πένθος στις πέντε μαυροφορεμένες, εγκάθειρκτες στον οίκο, θυγατέρες της. Η θρυαλλίδα του δράματος, ο αόρατος αρραβωνιαστικός της πρωτότοκης κόρης Πέπε Ρομάνο, θα συνευρεθεί κρυφά με τη νεότερη κόρη στον κήπο, θα την καταστήσει έγκυο, κι όταν η ανομία θα γίνει γνωστή, η μάνα θα πυροβολήσει τον Πέπε, η δε φυλακισμένη στην αποθήκη «πομπεμένη» θα αυτοκτονήσει, ενώ η Μπερνάρντα θα μείνει ανάλγητη και ασυγκίνητη θεματοφύλακας των αρχών και της τιμής, με μόνο της μέλημα την απόκρυψη της αλήθειας από το χωριό.

Ο Λόρκα νομίζω πως στον τόπο μας «προδόθηκε» αριστοτεχνικά απ’ τις μεταφράσεις του σπουδαίου Ν. Γκάτσου, ο οποίος, στον καιρό του, βρήκε συγκινητικές τότε ηθογραφικές και μελοδραματικές λύσεις, έξω από τα υπαρξιακά αδιέξοδα του ποιητή.

Τώρα, το λέω ευθέως: όλα έρεαν, δεμένα σφιχτά. Ο Στάθης Λιβαθινός έδωσε μια μοντέρνα, ισπανική και οικουμενική παράσταση, γεμάτη παλμό, ένταση, σύμβολα, σεξιστικές κραυγές, δραματικές κορυφώσεις, αιφνίδιες μεταπτώσεις, βαθύτατες αναγνωρίσεις των χαρακτήρων, υπαρξιακή διάσταση πάνω σε άσφαλτο μουσικό βηματισμό. Βασίστηκε: α) στη σύγχρονη, δυναμική, αιχμηρή μετάφραση της Εφης Γιαννοπούλου, β) στο αναπόφευκτα εγκατεστημένο πένθος -κάπως κοσμικό όμως- των κοστουμιών και ιδίως στο γεωμετρημένο εν είδει οικόσιτου Επιταφίου σκηνικό της Ελ. Μανωλοπούλου, που μας καθιστούσε θεατές μα και θύτες, συνυπεύθυνους με την Μπερνάρντα, γ) στις απόλυτα συνεννοημένες ατμοσφαιρικές μουσικές, φωτισμούς και κίνηση των Τηλ. Μούσα, Αλ. Αναστασίου και Στ. Λίτινα αντιστοίχως και δ) στον εκλεκτό θίασο: στην ιδεωδώς ατσάλινη, σχεδόν αρρενωπή, «ανελέητη» Μπ. Αρβανίτη (Μπερνάρντα), στην εφιαλτική κλοουνέσκ Σμ. Σμυρναίου (γιαγιά), στην εσωτερικότατη εν δυνάμει γεροντοκόρη Τζ. Παπαδοπούλου (Αγκούστιας), στην εύστοχα βιτριολική Γ. Μπρέμπου (Μαγδαλένα), στην απεγνωσμένη έως παράνοιας Κ. Καρβούνη (Μαρτύριο), στην οβιδιακή και ζωικά ιταμή Λ. Μιχαλοπούλου (Αντέλα), στην κάπως άπραγη μετέφηβη Εκ. Ντούμα (Αμέλια) και στην εωσφορική, είρωνα και μοχθηρή, γενικά λίγο ανεξάρτητη Αν. Παπαδοπούλου (υπηρέτρια). Μια πολύ ενδιαφέρουσα, μοντέρνα παράσταση.

Ροκ «Ληρ»

Είδα εξ υστέρου στην Αθήνα τον «Ληρ» του ΚΘΒΕ που σχολίασε πρώτος εδώ ο Σπ. Παγιατάκης (5/4/2009). Γι’ αυτό και διά βραχέων θα αναφερθώ: Δεν με ενόχλησε το ότι ο Στ. Λιβαθινός οδήγησε τον Ληρ ελέω αχαριστίας στην παράνοια κι όχι στη μεταφυσική εντροπία. Με ενόχλησε όμως η συγκατοίκηση ανόμοιων υλικών. Ο σκηνοθέτης, χωρίς τα αναγκαία κοψίματα, κούρασε με την -οργανωμένη μεν- αλλά σε σκληρό ροκ παράστασή του, στα σύνορα μεταξύ του εκκωφαντικού gothic και της οπτικής… Κακλέα. Νιώθω πως ήθελε να δώσει κάτι καινούργιο. Δεν είδε όμως πως η έξοχη, μουσικού λόγου και ποιητικού οίστρου μετάφραση (Διον. Καψάλης) έχει τονιστεί για άλλο ύφος. Ακόμα, δεν είδε πως η παράσταση αντιμαχόταν εξαρχής έναν λαμπρό ρολίστα, τον Νικήτα Τσακίρογλου, που έρχεται από εντελώς άλλη σχολή και ο οποίος, παρά ταύτα, κατόρθωσε να αυτονομηθεί ως υπέροχος, αλλά μόνος. Απ’ το ηρωικό καστ διέκρινα τον Ευθ. Παππά (Εντμοντ), τον Μελ. Ηλία (Κόμης του Κεντ) και την Ευτ. Γιακουμή (Κορντέλια).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή