Οι ελιγμοί των δύο διεκδικητών της εξουσίας

Οι ελιγμοί των δύο διεκδικητών της εξουσίας

7' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην περίοδο 1941 – 1944 στην Ελλάδα αποκρυσταλλώθηκαν και οξύνθηκαν οι κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις της προηγούμενης δεκαετίας και εμφανίστηκε μια νέα εσωτερική κοινωνική και πολιτική δύναμη με επαναστατικά αιτήματα, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Αυτό που ακολούθησε από τα Δεκεμβριανά ώς τον Αύγουστο του 1949 ήταν μια μακρά και επώδυνη διαδικασία διεκδίκησης, απόρριψης και συντριβής: διεκδίκησης εκ μέρους του αριστερού αντιστασιακού κινήματος αυτών των αιτημάτων, απόρριψής τους και συντριβής του φορέα τους από τις εγχώριες και εξωτερικές δυνάμεις που έβλεπαν την πραγμάτωσή τους ως υπαρξιακή απειλή.

Η Βρετανία, κυρίαρχη δύναμη στη Μεσόγειο, επιθυμούσε ένα προσωποπαγές καθεστώς υπό τον Γεώργιο Β΄ για τη διατήρηση της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής και την αποτροπή ενδεχόμενης σοβιετικής κυριαρχίας. Προτιμητέο μέσο επίτευξης του στόχου ήταν ο εγκλωβισμός του ΕΑΜ ως μειοψηφούσας συνιστώσας σε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον έως τότε αντιμοναρχικό Γεώργιο Παπανδρέου, τον οποίο στις 26 Απριλίου 1944 οι Βρετανοί όρισαν πρωθυπουργό της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου.

Ο πολιτικός εγκλωβισμός του ΕΑΜ φάνηκε να επιτυγχάνεται στις 20 Μαΐου, όταν οι αντιπρόσωποί του υπέγραψαν στη Διάσκεψη του Λιβάνου το «Εθνικόν Συμβόλαιον». Τα ανταρτικά σώματα τέθηκαν υπό τις διαταγές της «κυβέρνησης εθνικής ενότητας», στην οποία το ΕΑΜ κλήθηκε να συμμετάσχει με πέντε δευτερεύοντα υπουργεία, ενώ προβλέπονταν εκλογές και δημοψήφισμα μετά την απελευθέρωση χωρίς να αποκλείεται η επιστροφή του βασιλιά πριν από το δημοψήφισμα.

Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν αποδέχθηκε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» παρά μόνον τρεις μήνες αργότερα. Οπως εξήγησε το ΚΚΕ στις οργανώσεις του, τον Αύγουστο του 1944, η άρνηση συμμετοχής θα επέσειε κατηγορίες για παρεμπόδιση της εθνικής ενότητας. Εν τω μεταξύ, και ενώ στην «Ελεύθερη Ελλάδα» το ΕΑΜ υλοποιούσε μέρος του πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού προγράμματός του, στο Κάιρο ο Παπανδρέου αναγνώριζε την ανάγκη μιας απροσδιορίστου περιεχομένου «επανάστασης» στη χώρα· μόνο που, όπως έλεγε στον Γιώργο Σεφέρη τον Ιούλιο 1944, την «επανάσταση» δεν θα την έκανε «ο συρφετός» του ΕΑΜ αλλά η «επαναστατική Κυβέρνηση» του ιδίου. Στις 21 Αυγούστου 1944, έπειτα από αίτημά του, ο Παπανδρέου συνάντησε στη Ρώμη τον Τσώρτσιλ και του ζήτησε τη συνδρομή των βρετανικών όπλων για τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Ο Τσώρτσιλ, ωστόσο, είχε ήδη αποφασίσει από τον Σεπτέμβριο του 1943 την αποστολή βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα.

Καθώς το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κυριαρχούσε σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα, στις αρχές Οκτωβρίου ο Παπανδρέου ανησυχούσε, όπως εκμυστηρεύτηκε στον Κωνσταντίνο Τσάτσο, πως «αν πληροφορούνταν οι ελασίτες ότι φθάναμε στην Αθήνα σχεδόν γυμνοί, μπορούσαν να κάνουν ένα γιουρούσι και να κυριαρχήσουν στην πρωτεύουσα». Γι’ αυτό, στις 8 Οκτωβρίου, διεμήνυσε στους Βρετανούς να σπεύσουν ενόσω παρέμεναν ακόμη Γερμανοί στρατιώτες σε ελληνικό έδαφος: διαφορετικά, «θα ήταν δύσκολο να εξηγήσουμε τους λόγους της αποστολής βρετανικών στρατευμάτων μετά την πλήρη αποχώρηση του εχθρού». Ομως, «γιουρούσι» δεν έγινε και η κυβέρνηση Παπανδρέου έφθασε χωρίς κανένα εμπόδιο στην απελευθερωμένη Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1944.

Προσηλωμένο ήδη από τις παραμονές της 4ης Αυγούστου στη θεωρία των σταδίων της επανάστασης και στη συγκρότηση λαϊκού μετώπου, το ΚΚΕ είχε αναβάλει επ’ αόριστον την προοπτική επαναστατικής ρήξης και αναζητούσε συμμάχους ακόμη και εντός του αστικού πολιτικού και κοινωνικού χώρου. Στην αναζήτηση αυτή, το ΕΑΜ λειτουργούσε νομιμοποιητικά για το ΚΚΕ, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ανάδυσης ενός πλειοψηφικού πολιτικού και κοινωνικού ρεύματος που θα διεκδικούσε την εξουσία μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Στις 19 Οκτωβρίου, η κομματική ηγεσία έκανε αυστηρές συστάσεις σε κομματικά μέλη που αδημονούσαν για την έλευση της «Λαϊκής Δημοκρατίας» και την «κατάληψη» της εξουσίας: οι εν λόγω απόψεις ήταν «έξω από το πλαίσιο της πολιτικής του ΕΑΜ» και «δυσκολεύουν το αγκάλιασμα καινούργιων στρωμάτων» σε έναν αγώνα «εθνικοαπελευθερωτικό» για την «εξασφάλιση της τάξης και της ομαλής πολιτικής ζωής». Τον Νοέμβριο εστάλησαν οδηγίες στις κομματικές οργανώσεις να συνεργαστούν με τους συμμάχους και να αναλάβουν συντονισμένη προσπάθεια προσέγγισης των μεσαίων στρωμάτων.

«Ναίδες» ή στο «άγριο θηρίο»;

Εν τούτοις, οι δύο διεκδικητές της εξουσίας είχαν αυτοεγκλωβιστεί σε πολιτικές εκχώρησης. Στο όνομα της ομαλής μετάβασης, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν εκχωρήσει στη νομιμοφάνεια της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής και κοινωνικής ισχύος που διέθεταν κατά την απελευθέρωση. Ο αυτοεγκλωβισμός του αστικού κόσμου ήταν επίσης συνειδητός αλλά περισσότερο επωφελής για τον ίδιο. Η λογική του κόσμου αυτού, κατά τον Σεφέρη, ήταν «μονοκόμματη και απελπιστική» – είτε «οι Αγγλοι θα μας προστατέψουν» είτε «οι Ρώσοι θα μας φάνε»: «Θα είμαστε είτε ναίδες είτε μπουκιά στο στόμα ενός άγριου θηρίου. […] Καθαρά ψυχολογία πανικού τελειωμένων ανθρώπων».

Επιδιώκοντας την εξουδετέρωση του ΕΑΜ, στα τέλη Νοεμβρίου οι Βρετανοί κατηγόρησαν τον Παπανδρέου για «δειλία και αβουλία» έναντι του ΚΚΕ, καθώς στις διαπραγματεύσεις για την αποστράτευση των ενόπλων σχηματισμών και τη δημιουργία εθνικού στρατού συνέκλιναν οι ανταγωνισμοί για το σύνολο των εξουσιών. Για τον Παπανδρέου προείχε η εξουδετέρωση του ΕΑΜ με πολιτικά μέσα, αλλά και με στρατιωτικά εάν αυτό καθίστατο αναγκαίο. Ο αυτοεγκλωβισμός φάνηκε τον Νοέμβριο 1944, όταν προσπάθησε να ελιχθεί και να επιτύχει πολιτικό συμβιβασμό, ενώ τρεις μήνες νωρίτερα είχε ζητήσει βρετανική ένοπλη βοήθεια για τη διάλυση του ΕΛΑΣ.

Από τους πρώτους νεκρούς στη Συμφωνία της Βάρκιζας

Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για την αποστράτευση και την προσπάθεια του Παπανδρέου να επιρρίψει τις ευθύνες στην Αριστερά, την 1η Δεκεμβρίου το ΕΑΜ ζήτησε γενική αποστράτευση· την επομένη παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι εαμικοί υπουργοί και αναγγέλθηκε διαδήλωση για τις 3 Δεκεμβρίου. Στις 11 το πρωί της Κυριακής, 3 Δεκεμβρίου 1944, όταν η κεφαλή της ειρηνικής διαδήλωσης έφτασε μπροστά από τις ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις που βρίσκονταν παρατεταγμένες στο Αρχηγείο της Αστυνομίας, στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών. Νεκροί έπεσαν τουλάχιστον δεκαπέντε.

Στις 4 Δεκεμβρίου, μονάδες του εφεδρικού ΕΛΑΣ επιτέθηκαν σε αστυνομικά τμήματα, αλλά απέφυγαν να συγκρουστούν με τις βρετανικές δυνάμεις. Οι στρατιωτικές ενέργειες του ΕΛΑΣ στην αρχή των Δεκεμβριανών ήταν περιορισμένες και αποσκοπούσαν στην αντικατάσταση του Παπανδρέου. Η προοπτική αυτή φάνηκε εφικτή στις 4 – 5 Δεκεμβρίου, όταν αυτός υπέβαλε την παραίτησή του και όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα συμφώνησαν στην ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον 84χρονο αρχηγό του Κόμματος Φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη. Η λύση απετράπη από τον Τσώρτσιλ, ο οποίος τηλεγράφησε στον Βρετανό πρέσβη «να εξαναγκάσει τον Παπανδρέου να πράξει το καθήκον του. Εάν υποβάλει την παραίτησή του, θα πρέπει να κλειδωθεί σε ένα δωμάτιο ώσπου να ξαναβρεί τα λογικά του». Με στόχο τη στρατιωτική συντριβή του αντιπάλου, το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου, ο βρετανικός στρατός άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του ΕΛΑΣ, ενώ η βρετανική κυβέρνηση απέρριπτε τις προτάσεις του ΕΑΜ για ειρήνευση (αντιβασιλεία, γενική αποστράτευση, νέα κυβέρνηση και διεθνή επιτροπή για τη διερεύνηση των αιτίων της σύγκρουσης).

Στην αρχή των Δεκεμβριανών, ο ΕΛΑΣ υπερίσχυε των αντιπάλων του λόγω της αριθμητικής υπεροχής του. Οι Βρετανοί εισηγήθηκαν τη χρησιμοποίηση των Ταγμάτων Ασφαλείας εναντίον του ΕΛΑΣ, και η κυβέρνηση Παπανδρέου ενέδωσε, προκαλώντας την μήνιν του ΕΑΜ. Σύντομα από την Ιταλία άρχισαν να φθάνουν ενισχύσεις που τελικά ανέβασαν τον αριθμό των βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα σε 80.000 – 90.000, αναγκάζοντας μετά τα μέσα Δεκεμβρίου τον ΕΛΑΣ να περιοριστεί σε αμυντικές ενέργειες.

Στις 3 Ιανουαρίου 1945, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος είχε ήδη αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης. Την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Μιχάλης Κύρκος του είχε ζητήσει να αναλάβει πρωτοβουλία για συμβιβαστική λύση. Η απάντηση του Πλαστήρα ήταν ότι «δεν θ’ αφήσω ‘γω τον Θανάση τον Κλάρα να σφάξει την Ελλάδα»: οι εαμίτες και οι ελασίτες «είναι κοινοί δολοφόνοι», «πίνουν αίμα» και «πρέπει να εξοντωθούν μέχρις ενός για να ησυχάσουμε όσοι απομείνουμε». Στις 4 – 5 Ιανουαρίου, ο ΕΛΑΣ υποχώρησε από την Αθήνα, λίγες ημέρες αργότερα συμφωνήθηκε ανακωχή, και τον Φεβρουάριο του 1945 υπογράφτηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας. Οσοι απέμειναν δεν «ησύχασαν» για μερικά χρόνια ακόμη.

Εγκλωβισμός της ιστορικής έρευνας

Στις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου, ενώ οι συγκρούσεις είχαν ξεσπάσει στην Αθήνα, εκ μέρους της ηγεσίας του ΚΚΕ ο Πέτρος Ρούσος εξήγησε σε αξιωματούχους του Κ.Κ. Βουλγαρίας ότι το κόμμα του, γνωρίζοντας ότι δεν θα λάμβανε εξωτερική βοήθεια, «ήταν έτοιμο για όλους τους συμβιβασμούς, όλες τις παραχωρήσεις, που θα συνοδεύονταν όμως από ένα ελάχιστο εγγυήσεων για το κίνημά μας. Αλλά η θέση του Παπανδρέου ήταν σαφής, δεν θα υπήρχαν τέτοιες εγγυήσεις»: «ο άλλος δρόμος που είχαμε ήταν να υπερασπιστούμε τις θέσεις μας. Ηταν δύσκολος αλλά το κόμμα τον βρήκε σωστό». Τα Δεκεμβριανά ήταν αντίσταση στην αυθαιρεσία των Βρετανών και του Παπανδρέου, η οποία, κατά τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, συνίστατο στη «μεταχείριση» των Ελλήνων από τους Βρετανούς «σαν να ήταν ιθαγενείς της Βρετανικής Αυτοκρατορίας».

Πολιτικά διακυβεύματα, ιστοριογραφικές μόδες και διακυμάνσεις στο ακαδημαϊκό χρηματιστήριο έχουν συμβάλει στον εγκλωβισμό της μελέτης των Δεκεμβριανών, αλλά και της δεκαετίας του ’40, στην αντιπαράθεση μεταξύ ενός ηρωικού αφηγήματος και μιας αντίληψης ότι το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στα χρόνια εκείνα ήταν τρομοκρατικές οργανώσεις. Το ΕΑΜ, ως εκδοχή και όχημα νεωτερικότητας, παραμένει στα αζήτητα ενός ερευνητικού χώρου που ρέπει προς τον κατακερματισμό και την καταμέτρηση πτωμάτων: από τις συλλήψεις και τις συνοπτικές εκτελέσεις που διέπραξαν και οι δύο πλευρές στα Δεκεμβριανά, εκείνες που συντηρήθηκαν στη μνήμη και χρησιμοποιήθηκαν για τον πολιτικό αποκλεισμό του ΕΑΜ μετά τη Βάρκιζα ήταν οι υπερβάσεις και οι αντεκδικήσεις της ΟΠΛΑ και του ΕΛΑΣ και, κυρίως, η απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη σύλληψη ομήρων.

* Ο κ. Θανάσης Δ. Σφήκας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς και Ελληνικής Ιστορίας του 20ού αιώνα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή